Παρότι η κυβέρνηση της Τουρκίας προσπαθεί διαρκώς να υποβαθμίσει την κλίμακα και σημασία των προβλημάτων της τουρκικής οικονομίας, εντούτοις αυτά εντείνονται μέσα σε ένα περιβάλλον που έχει ολοένα και μεγαλύτερους κινδύνους.
Ας μην ξεχνάμε ότι είναι σε εξέλιξη σημαντικές αλλαγές στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία διαμόρφωσε νέους κινδύνους και επισφάλειες και εκτίναξε τις τιμές των καυσίμων. Ο πληθωρισμός έχει κάνει «θριαμβευτική» επιστροφή συνδυαζόμενος με σημαντική επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να αρκετοί να υποστηρίζουν ότι έχουμε ήδη μπει σε μια φάση στασιμοπληθωρισμού. Οι κεντρικές τράπεζες εξετάζουν μέτρα πιο «σφιχτής» νομισματικής πολιτικής, αυξάνοντας τα επιτόκια και εξετάζοντας το ενδεχόμενο να μπει τέλος στα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» αλλά και τις μεγάλες δημοσιονομικές «ενέσεις» που χρησιμοποίησαν οι κυβερνήσεις για να απαντήσουν στο «πάγωμα» της οικονομικής δραστηριότητας στη διάρκεια της πανδημίας.
Η βασική αλλαγή που είναι τώρα σε εξέλιξη είναι ότι στον αναπτυγμένο ιδίως κόσμο οι κεντρικές τράπεζες προχωρούν και μάλιστα πιο γρήγορα από το αναμενόμενο σε αλλαγή ρότας ως προς τη νομισματική πολιτική. Δεν είναι μικρής σημασίας το γεγονός ότι η FED προχώρησε στη μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων από το 1994.
Όμως, η αύξηση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών σημαίνει ότι μειώνεται η παγκόσμια προσφορά ρευστότητας και ταυτόχρονα αυτή γίνεται πιο ακριβή, καθώς συνολικά αυξάνει το κόστος δανεισμού. Αυτό διαμορφώνει μια ιδιαίτερα πιεστική συνθήκη ιδίως για αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες που εκτός των άλλων έχουν και αυξημένο εξωτερικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό κάτι που συνεπάγεται άμεσες και έμμεσες ευαλωτότητες για τα τραπεζικά τους συστήματα
Οι κίνδυνοι για το τουρκικό τραπεζικό σύστημα
Μια πρόσφατη ανάλυση της S&P Global αναλύει ακριβώς τους κινδύνους στο νέο παγκόσμιο νομισματικό τοπίο για μια σειρά από αναδυόμενες αγορές: την Αίγυπτο, την Ινδονησία, το Κατάρ, την Τυνησία και την Τουρκία. Μάλιστα, τον μεγαλύτερο κίνδυνο τον διακρίνει για την Τουρκία και την Τυνησία.
Σύμφωνα με την έκθεση οι τουρκικές τράπεζες παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτες απέναντι σε αρνητικές αντιδράσεις των αγορών και σε πρακτικές αποφυγής ρίσκου, κυρίως λόγω του εξωτερικού χρέους τους που μπορεί να υποχωρεί αλλά δεν παύει να είναι υψηλό (143 δισεκατομμύρια δολάρια τον Μάρτιο του 2021). Το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως στρέφονται σε πιο σφιχτή πολιτική, σημαίνει ότι αυξάνεται ο κίνδυνος ως προς την αναχρηματοδότηση του τουρκικού χρέους. Επιπλέον, υπάρχουν οι τοπικοί κίνδυνοι που αφορούν τον εξαιρετικά υψηλό πληθωρισμό, τις αυξήσεις των τιμών σε βασικά εμπορεύματα εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, τις πιθανές επιπτώσεις στον τουρισμό. Στον βραχύ χρόνο η έκθεση εκτιμά ότι οι τουρκικές τράπεζες δεν θα χάσουν την πρόσβασή τους σε κοινοπρακτικές ή μείζονες διμερείς γραμμές χρηματοδότησης που αφορούν το 51% του βραχυπρόθεσμού εξωτερικού χρέους και όντως μέχρι τον Ιούνιο οι τράπεζες είχαν καταφέρει να μετακυλήσουν το μεγαλύτερο μέρους των κοινοπρακτικών τους δανείων με το ποσοστό μετακύλησης να κινείται ανάμεσα στο 88% και το 101%.
Η έκθεση υποστηρίζει ότι η άλλη παράμετρος κινδύνου είναι αυτή που αφορά το δολαριοποίηση των καταθέσεων στις τουρκικές τράπεζες. Στα τέλη Μαΐου το 58% των καταθέσεων στις τουρκικές τράπεζες ήταν σε ξένο συνάλλαγμα, ενώ το 2017 ήταν στο 44%. Τα κίνητρα που έδωσε η τουρκική κυβέρνηση σε τράπεζες και καταθέτες ώστε να μετατρέψουν τις καταθέσεις αυτές σε τουρκικές λίρες μείωσε το ποσοστό δολαριοποίησης από το 69% που ήταν το ανώτερο σημείο τον Δεκέμβριο του 2021, ωστόσο παραμένει υψηλό. Η έκθεση εκτιμά ότι η ρευστότητα σε ξένο συνάλλαγμα των τουρκικών τραπεζών έφτανε τα 154,8 δισεκατομμύρια δολάρια τον Μάρτιο του 2022 (με υποχρεωτικά αποθέματα 49,9 δισεκατομμύρια δολάρια). Αυτό καλύπτει τις ανάγκες αποπληρωμής τοκοχρεολυσίων για τους επόμενους 12 μήνες, που τον Μάρτιο έφταναν τα 85,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, τα πράγματα κάνει πιο δύσκολα το γεγονός ότι 75,9 δισεκατομμύρια δολάρια σε ξένο συνάλλαγμα των τραπεζών είναι τοποθετημένα στην κεντρική τράπεζα της Τουρκίας, που τα χρησιμοποιεί για την υπεράσπιση της λίρας απέναντι στη διαρκή πίεση για υποτίμηση που έχει. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα οριακό σενάριο όπου η κεντρική τράπεζα περιορίζει την πρόσβαση σε αυτά τα αποθέματα κάτι που θα μπορούσε να έφερνε τις τράπεζες αντιμέτωπες με ενδεχόμενο χρεοκοπίας. Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι πλέον η κεντρική τράπεζα απαιτεί από τους εξαγωγείς και τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις υπηρεσίες να μετατρέπουν 40% των εσόδων τους σε ξένο συνάλλαγμα σε εθνικό νόμισμα ώστε να περιορίζεται η εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Το μεγάλο στοίχημα της τουρκικής οικονομίας
Όλα αυτά αντανακλούν τα αποτελέσματα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Στον πυρήνα βρίσκεται η επιμονή της τουρκικής κυβέρνησης να διατηρεί εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια – με σκοπό να υπάρχει φτηνός δανεισμός με ορίζοντα την ανάπτυξη, την ώρα που έχει εκτιναχτεί ο πληθωρισμός. Όλα αυτά ασκούν ακόμη μεγαλύτερη υποτιμητική πίεση πάνω στην τουρκική λίρα, κάτι που με τη σειρά του συνεπάγεται ολοένα και μεγαλύτερη προσπάθεια για τη στήριξη του εθνικού νομίσματος. Από το 2018 η κεντρική τράπεζα έχει ξοδέψει πάνω από 150 δισεκατομμύρια δολάρια στην προσπάθεια να στηρίξει το εθνικό νόμισμα κυρίως μέσα από εκτεταμένα swap συναλλάγματος. Ωστόσο, η λίρα υποχώρησε 44% έναντι του δολαρίου το 2021 και από την αρχή της χρονιάς έχει χάσει άλλο ένα 20%.
Την ίδια ώρα ο πληθωρισμός στην Τουρκία τον Μάιο κινήθηκε σε ετήσιο ρυθμό στο εντυπωσιακό 73,5%, το υψηλότερο επίπεδο στις αναδυόμενες αγορές και τις βιομηχανικές χώρες.
Μέσα σε αυτό το τοπίο δεν είναι παράλογο να αυξάνονται οι ευαλωτότητες της τουρκικής οικονομίας και ειδικά του τουρκικού τραπεζικού συστήματος. Το γεγονός ότι μέχρι τώρα διατηρείται μια αναπτυξιακή δυναμική, ή ο τρόπος που τόσο οι τράπεζες όσο και η κεντρική τράπεζα χρησιμοποιούν την αυξημένη τάση για δολαριοποίηση των καταθέσεων και το γεγονός ότι δεν έχει μετατραπεί και σε δολαριοποίηση της οικονομίας, όλα αυτά μπορεί να επιτρέπουν να γίνονται εκτιμήσεις ότι η Τουρκία θα αποφύγει στον βραχύ χρόνο ένα ιδιαίτερα αρνητικό «συμβάν» που θα μπορούσε να έχει αλυσιδωτά αποτέλεσμα, αλλά δεν μειώνει τον κίνδυνο.
Την ίδια στιγμή, παρότι εντείνονται και μέσα στην Τουρκία οι φωνές που ζητούν η τουρκική κυβέρνηση να επιστρέψει σε μια πιο «ορθόδοξη» αντιπληθωριστική πολιτική, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν φαίνεται διατεθειμένος να αλλάξει πορεία καθώς έχει μπροστά του τις εκλογές και θεωρεί ότι η οικονομική του πολιτική με το φτηνό δανεισμό και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τελικά θα μπορέσει να αντιστρέψει αποτελεσματικότερα τις σημερινές πληθωριστικές τάσεις.