Το ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ συνεχίζει και σήμερα να λύνει τον γρίφο για τους αγωγούς East Med και EuroAsia Interconnector...
Σε συνέχεια του χθεσινού μας άρθρου παρατίθενται νέες επεξηγηματικές εκτιμήσεις και διευκρινιστικές λεπτομέρειες.
Σε νέα παρέμβασή του ο κ. Βασίλης Κοψαχείλης, Διεθνολόγος – Γεωστρατηγικός Αναλυτής με ειδίκευση στη Γεω-επιχειρηματικότητα και ιδρυτικό μέλος του Παρατηρητηρίου Ευρω-Μεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας αποκρυσταλλώνει περισσότερο την κατάσταση αναφορικά με το σήριαλ των αγωγών των τελευταίων ημερών.
Ξεκαθαρίζει καταρχήν πως "ο EastMed και οι Euro-Asia, Euro-Africa connectors δεν είναι ανταγωνιστικά πρότζεκτς αλλά συμπληρωματικά μεταξύ τους".
Για τα δύο τελευταία συμφωνούν όλοι, πλην Τουρκίας, αναφέρει. Αντιθέτως για τον EastMed με τα σημερινά δεδομένα, -και το το τονίζει για τα σημερινά δεδομένα- δεν υπάρχει επαρκής και κυρίως αξιόπιστη συμφωνία εμπλεκομένων.
"Ωστόσο, όλη η δουλειά που γίνεται για τους ηλεκτρικούς αγωγούς δεν είναι άσχετη με την εργασία μελέτης και προετοιμασία για τη δυνητική υλοποίηση του EastMed. Διότι εάν και εφόσον αποφασιστεί να προχωρήσει ο αγωγός ΦΑ, θα γίνει σε παράλληλη πορεία και βάθη με τους ηλεκτρικούς αγωγούς. Τα συστήματα παρακολούθησης, υποδομές και άλλα θα προϋπάρχουν με την ηλεκτρική διασύνδεση. Αυτό φέρνει οικονομία χρόνου, οικονομία στην μελέτη και τέλος μεγάλη οικονομία στη φάση της υλοποίησης" σχολιάζει ο ειδικός αναλυτής.
Στοιχίζεται δε με την άποψη του καθηγητή Συρίγου, όπως παρουσιάστηκε στο χθεσινό μας άρθρο, πως το κρίσιμο για τον αγωγό ΦΑ είναι το να υπάρχουν κυπριακά κοιτάσματα!
Σύμφωνα με τον κ. Κοψαχείλη το δυστύχημα στην όλη ιστορία είναι ότι αν υπάρχουν κυπριακά κοιτάσματα, ο αγωγός θα μας δοθεί μετά "βαϊων και κλάδων" και με αμερικανική στήριξη, διότι από την πίσω πόρτα θα έχουν επιβάλλει μια μη ελληνικά συμφέρουσα λύση στο Κυπριακό, η οποία μελλοντικά θα περιπλέξει καθοριστικά και το ενεργειακό παιχνίδι σε όλη την Α. Μεσόγειο.
Ο καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet στο Δίκαιο Ενέργειας και Ανταγωνισμού στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Δρ Νικόλας Φαραντούρης
Την ίδια στιγμή σε συνέντευξή του στον κυπριακό «ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ», ο καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet στο Δίκαιο Ενέργειας και Ανταγωνισμού στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Δρ Νικόλας Φαραντούρης, σημειώνει ότι η σημερινή αμερικανική άρση της υποστήριξης του έργου ως «μη βιώσιμου» και «πεδίου έντασης στην περιοχή» συνιστά εντυπωσιακή μεταστροφή των ΗΠΑ για το έργο, ενώ ικανοποιεί τις θέσεις της Τουρκίας. Υποστηρίζει ότι η αποστολή ενός τέτοιου εγγράφου σε τρεις πρωτεύουσες και η γραπτή αποτύπωση τέτοιων αξιολογικών κρίσεων σε αυτή τη συγκυρία θα έπρεπε και θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Τονίζει ότι αν υπήρχαν νέα οικονομικά ή τεχνικά αλλά και γεωπολιτικά δεδομένα, θα έπρεπε να είχαμε επιδείξει διαφορετικά αντανακλαστικά. Δεν παραλείπει ακόμη να σχολιάσει και την τοποθέτηση Ιωάννη Κασουλίδη, περί «εργαλείου δημιουργίας προβλημάτων», σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι «η ακύρωση του έργου θα μπορούσε ταυτόχρονα να περιλαμβάνει αντισταθμίσματα και ισχυρά ανταλλάγματα για την προώθηση των ελληνοκυπριακών θέσεων».
Διαπιστώνει, όπως αναφέρει, «μία έλλειψη συντονισμού, στοχοθεσίας και διορατικότητας», ενώ προειδοποιεί ότι «η επικοινωνιακή διαχείριση της εξωτερικής και ενεργειακής πολιτικής, χωρίς διορατικότητα, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις, είναι ο συντομότερος δρόμος για οδυνηρή και ταπεινωτική πτώση».
"Η σημερινή αμερικανική άρση της υποστήριξης του έργου ως «μη βιώσιμου» και «πεδίου έντασης στην περιοχή» ικανοποιεί τις θέσεις της Τουρκίας και συνιστά εντυπωσιακή μεταστροφή των ΗΠΑ για το έργο. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο ή κυρίως αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι προκαλεί ασύγγνωστη αμηχανία στην ελληνική κυβέρνηση, τη στιγμή που o σύμβουλος Ενέργειας του υπουργείου Εξωτερικών ΗΠΑ, Amos Hochstein την προηγούμενη εβδομάδα αποκάλυψε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση είχε ενημερωθεί ένα μήνα πριν τη διαρροή του επίμαχου εγγράφου και γνώριζε. Ανεξάρτητα από τους λόγους της αμερικανικής μεταστροφής και ανεξάρτητα από τη σκοπιμότητα συνέχισης ή όχι του έργου, η αποστολή ενός τέτοιου εγγράφου σε τρεις πρωτεύουσες και η γραπτή αποτύπωση τέτοιων αξιολογικών κρίσεων, σε αυτή τη συγκυρία, θα έπρεπε και θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί" τονίζει.
Και συμπληρώνει: "Ο Εast Med έχει λάβει ισχυρή διακυβερνητική στήριξη, όσο και γενναιόδωρη χρηματοδότηση των προκαταρκτικών τεχνοοικονομικών μελετών του από την ΕΕ. Το 2013 το έργο εντάχθηκε από την ΕΕ στα λεγόμενα Έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος, ενώ την περίοδο 2015-2018 η ΕΕ προχώρησε στη χρηματοδότηση τεχνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών μελετών ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Στις 20 Μαρτίου 2019 υπογράφτηκε στο Τελ Αβίβ Διακρατική Συμφωνία μεταξύ των τριών χωρών, παρουσία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος εξέφρασε την ισχυρή στήριξη των ΗΠΑ στο έργο αυτό, το οποίο θα διαφοροποιούσε τις πηγές ενέργειας και θα συνέβαλλε στην ασφάλεια εφοδιασμού της Ευρώπης. Σε συνέχεια της διακρατικής αυτής συμφωνίας, στις 2 Ιανουαρίου 2020 υπογράφηκε πανηγυρικά στην Αθήνα η «Συμφωνία East Med» μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, η οποία εγκρίθηκε από τα αρμόδια νομοθετικά όργανα των τριών χωρών, με στόχο την ολοκλήρωση του έργου μέχρι το 2025 (που στη συνέχεια μετατέθηκε για το 2027).
Αν υπήρχαν νέα οικονομικά ή τεχνικά αλλά και γεωπολιτικά δεδομένα, θα έπρεπε να είχαμε δείξει διαφορετικά αντανακλαστικά. Οι ενημερώσεις που είχαμε όλο αυτό το διάστημα από τις εταιρείες που τρέχουν το έργο (ελληνική ΔΕΠΑ - ιταλική Edison) και τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες είναι ότι «προχωράμε καλά». Ακόμη και την προηγούμενη εβδομάδα η Δημόσια Επιχείρηση Αερίου (ΔΕΠΑ) ανακοίνωσε ότι «προχωρά κανονικά» σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Διαπιστώνω μία έλλειψη συντονισμού, στοχοθεσίας και διορατικότητας. Συνεχίζει κανονικά το έργο διότι θεωρείται βιώσιμο και τεχνικά εφικτό παρά τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις; Ή δεν είναι βιώσιμο και τεχνικά εφικτό, αλλά η συνέχισή του διευκολύνει γεωπολιτικά;
Οι τελευταίες εξελίξεις δεν μας επιτρέπουν να εθελοτυφλούμε και να κάνουμε ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Η επικοινωνιακή διαχείριση της εξωτερικής και ενεργειακής πολιτικής, χωρίς διορατικότητα, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις είναι ο συντομότερος δρόμος για οδυνηρή και ταπεινωτική πτώση"