Οριστικά και αμετάκλητα δικαιούνται σύνταξη οι υπάλληλοι που προσελήφθησαν με παραποιημένους τίτλους σπουδών, σύμφωνα τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Τσουκαλά.
Ο δικηγόρος έκανε γνωστό ότι οι κάτοχοι πλαστών πτυχίων που προσελήφθησαν στο Δημόσιο και ανακαλύφθηκε η δράση τους, δικαιούνται νόμιμης συνταξιοδότησης.
Ακολουθεί το κείμενό του του κ. Τσουκαλά
Ο λόγος για την υπ’ αριθ. 1820/2021 αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή έφεση δημοσίου υπαλλήλου, του οποίου είχε ανακληθεί ο διορισμός λόγω πλαστού πτυχίου, και ακυρώθηκε η πράξη του Γενικού Λογιστηρίου, η οποία απέρριψε το αίτημά του να συνταξιοδοτηθεί, αναπέμποντας τελικά την υπόθεση εκ νέου στο Γενικό Λογιστήριο, προκείμενου να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω γήρατος.
Η Ολομέλεια του ανώτατου Δικαστηρίου για συνταξιοδοτικά ζητήματα δημοσίων υπαλλήλων έκρινε πως οι υπάλληλοί που προσελήφθησαν με παραποιημένους τίτλους σπουδών ή απολυτήρια Λυκείου, δικαιούνται κανονικά να λάβουν σύνταξη , παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ο νόμιμε προϋποθέσεις διορισμού τους, αλλά ότι αυτή θα κανονιστεί με τις μισθολογικές αποδοχές των πραγματικών προσόντων τους . Στην προκειμένη περίπτωση υπάλληλος που διορίστηκε με παραποιημένο απολυτήριο Λυκείου θα συνταξιοδοτηθεί . όχι όμως ως ΔΕ αλλά ως ΥΕ.
Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, όταν διαπιστωθεί, κατά τον έλεγχο νομιμότητας πτυχίων, πιστοποιητικών και λοιπών στοιχείων του προσωπικού μητρώου των υπαλλήλων, ότι ο τίτλος σπουδών που υπέβαλε ο υπάλληλος στην αρμόδια υπηρεσία του, προκειμένου να διοριστεί, ήταν πλαστός, τότε ανακαλείται ο διορισμός του. Στην περίπτωση αυτή ο υπάλληλος δεν δικαιούται σύνταξη για όσα χρόνια εργάστηκε και ασφαλίστηκε στο Δημόσιο, με το σκεπτικό ότι από την ανάκληση του διορισμού καταλύεται ο δημιουργηθείς υπαλληλικός δεσμός και ο διορισθείς θεωρείται ότι δεν απέκτησε ποτέ την ιδιότητα του υπαλλήλου, με συνέπεια ο χρόνος υπηρεσίας που παρασχέθηκε από αυτόν επί τη βάσει του ανακληθέντος διορισμού να μην αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και να μην υπολογίζεται ως συντάξιμος. Ωστόσο, η μέχρι τώρα πρακτική του Δημοσίου παρέβλεπε το πραγματικό γεγονός της παροχής εκ μέρους του υπαλλήλου εργασίας επί σειρά ετών και την παρακράτηση από το μισθό του ασφαλιστικών εισφορών. Ο δε μισθός του θα κατεβάλλετο κανονικά στον υπάλληλο ως αντιπαροχή για την εργασία του, ακόμη και στην περίπτωση άκυρης συμβάσεως εργασίας.
Συγκεκριμένα, επί του ανωτέρω σοβαρού ζητήματος το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι:
«… το δικάσαν Τμήμα, κατ’ αποδοχή των προσβαλλόμενων λόγων έφεσης περί παραβίασης α) της αρχής της αναλογικότητας, β) των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, καθώς και γ) του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δέχθηκε ότι μη νομίμως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη η αίτηση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου για τον κανονισμό σε αυτόν σύνταξης από το Δημόσιο, με την αιτιολογία ότι η περί τα 17 έτη υπηρεσία του στο Δημόσιο δεν δύναται να αναγνωρισθεί ως συντάξιμη λόγω της ανάκληση της πράξης διορισμού του. Και τούτο, διότι η στέρηση σύνταξης σε υπάλληλο του οποίου ανακλήθηκε ο διορισμός μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν, όπως εν προκειμένω, και ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς του κατά την πρόσκληση ή υποβοήθηση του παράνομου διορισμού, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 17 παρ. 1, 25 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος, στις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης…».
Ειδικότερα, για την συγκεκριμένη περίπτωση το γραφείο μας είχε υποστηρίξει ότι με την ανάκληση του διορισμού δεν καταλύεται και ο δημιουργηθείς υπαλληλικός δεσμός ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο διορισθείς δεν απέκτησε ποτέ την ιδιότητα του υπαλλήλου, με συνέπεια ο χρόνος υπηρεσίας που παρασχέθηκε από αυτόν να αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και ως εκ τούτου να υπολογίζεται ως συντάξιμος και να πρέπει να χορηγηθεί στον υπάλληλο η σύνταξη γήρατος που δικαιούται. Άλλωστε, οι αποδοχές που καταβλήθηκαν στον υπάλληλο δε θεωρούνται αχρεωστήτως καταβληθείσες, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα προέκυπτε αδικαιολόγητος πλουτισμός του Δημοσίου που αξιοποίησε την εργασία και τις υπηρεσίες του υπαλλήλου χωρίς να έχει καταβάλει το αναλογούν αντίτιμο, γεγονός που γεννά αξίωση αποζημίωσης υπέρ του υπαλλήλου.
Η συγκεκριμένη κατηγορία υπαλλήλων έχουν πληρώσει από το μισθό τους για μια μελλοντική παροχή, από την οποία δεν είναι εύλογο να αποκλειστούν, σύμφωνα με τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και αναλογικότητας, όσο και με την συνταγματική προστασία της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η αναγνωριζόμενη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση τους για λήψη σύνταξης, η οποία αποτελεί στοιχείο της περιουσίας τους, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί με νομοθετική ή άλλη ρύθμιση, αν δεν τηρείται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του επιδιωκόμενου γενικού συμφέροντος και της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος στη λήψη σύνταξης. Δεδομένου ότι η αξίωση για λήψη σύνταξης απορρέει απευθείας από την εργασιακή τους σχέση με το Δημόσιο, ενώ έχει χρηματοδοτηθεί από παρακρατούμενες από το μηνιαίο μισθό τους εισφορές, καθίσταται σαφές ότι η ολοκληρωτική αποστέρηση της σύνταξής τους προσκρούει τόσο στην προστασία της περιουσίας με το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. όσο και στη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Επ’ αυτού το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε:
«…. η μη αναγνώριση ως συντάξιμης της διανυθείσας υπηρεσίας στο Δημόσιο λόγω ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν και η εξ αυτού του λόγου μη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη αντιβαίνει και στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ», «…. η για μακρότατο χρόνο de facto απασχόληση του έστω κακόπιστου υπαλλήλου, χωρίς το Δημόσιο ως εργοδότης να ασκεί την προβλεπόμενη στον νόμο ευχέρειά του για έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών, αρμοδιότητα που εντασσόταν στη σφαίρα ευθύνης του προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας στην πρόσβαση σε δημόσιο θέση, γενικά κατά το εθνικό δίκαιο αξίωση του υπαλλήλου για καταβολή αμοιβής κάποιου ύψους και για καταβολή ανάλογης προς αυτήν σύνταξης, ενόψει όσων έγιναν δεκτά σε προηγούμενες σκέψεις. Η αξίωση δε αυτή εφόσον αναγνωρίζεται ως άνω κατά το εθνικό δίκαιο, εμπίπτει συνακόλουθα και στο προστατευτικό πεδίο της οικείας διάταξης της ΕΣΔΑ {βλ. κατ’ αναλογία απόφ. ΕΔΔΑ της 5ης Ιανουαρίου 2000, Beyeler κατά Ιταλίας (33202/96), σκ. 104, 119}. Σε κάθε δε περίπτωση, η πλήρης στέρηση της σύνταξης του εν λόγω υπαλλήλου και η συνδεόμενη με αυτήν υγειονομική περίθαλψη χωρίς, υπό τις συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις, να παρέχεται η δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης για τη διανυθείσα υπηρεσία από φορέα κοινωνικής ασφάλισης, διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του κατ’ αρχήν θεμιτού σκοπού του μέτρου και των δικαιωμάτων του υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, παραβιάζει τη διάταξη αυτή της ΕΣΔΑ {πρβλ. της 22ας Οκτωβρίου 2009, Αποστολάκης κατά Ελλάδος (39574/07)}. », «…το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, όταν κρίνει ότι η άρνηση της Διοίκησης να αναγνωρίσει τον διανυθέντα χρόνο στο Δημόσιο ως συντάξιμο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, δύναται να προβεί σε ιδίαν αυτού ουσιαστική κρίση τόσο επί της υποχρέωσης της Διοίκησης να αναγνωρίσει το χρόνο αυτόν υπηρεσίας όσο και ως προς διαμόρφωση του περιεχομένου του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας….», «… το ποσό της καταβλητέας σύνταξης δεν μπορεί να ισούται με το ποσό που θα ελάμβανε ο υπάλληλος εάν είχε νομίμως συσταθεί η υπαλληλική σχέση, καθόσον τούτο θα έθιγε κατά τα προεκτεθέντα την αρχή της ισότητας εξομοιώνοντας ανόμοιες μεταξύ τους κατηγορίες…»
Κρίθηκε λοιπόν αμετάκλητα πως οι δημόσιοι υπάλληλοι Ευτυχώς κατόπιν της έκδοσης αυτής της θετικής και δίκαιης απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και παρά την αναίρεση που άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο, ανοίγει ο δρόμος για την οριστική επίλυση του προβλήματος αρκετών ασφαλισμένων του Δημοσίου, μιας απόφασης που μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για μια νομοθετική πρωτοβουλία που στόχο θα έχει την τακτοποίηση του επίμαχου ζητήματος.
Και στο παρελθόν το γραφείο μας έχει ασχοληθεί με το σχετικό ζήτημα του πραγματικού γεγονός της παροχής εργασίας σε ποινικό επίπεδο, όπου η συγκεκριμένη υπάλληλος αντιμετώπιζε τις κατηγορίες της απάτης, της πλαστογραφίας με σκοπούμενο όφελος και της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Τότε είχαμε υποστηρίξει ότι είναι αδιανόητο να ομιλούμε για ζημία και εν προκειμένω ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς οι υπηρεσίες για τις οποίες έλαβε εκείνη μισθό, παρεσχέθησαν κανονικά και το Δημόσιο, με αποτέλεσμα εκείνο να μην ζημιώθηκε. Ακόμη και αν θεωρηθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 3, 174, 180, 904 και 908 ΑΚ προκύπτει ότι επί παροχής εργασίας υπό άκυρη, για οποιονδήποτε λόγο σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολόγητα πλουσιότερος, στη απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε (από την εργασία του μισθωτού), η οποία συνίσταται σε ό,τι αυτός θα κατέβαλλε, αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος κ.λ.π. Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται παράνομο περιουσιακό όφελος εις βάρος του Δημοσίου. Βλάβη έχει υποστεί μόνο εκείνος, ο οποίος παρακάμφθηκε από τον διορισμό του υπαλλήλου με το πλαστό πτυχίο. Στην περίπτωση εκείνη η συγκεκριμένος υπάλληλος είχε απαλλαχθεί από οποιαδήποτε κατηγορία με βούλευμα του Τριμελούς Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το σκεπτικό ότι «η κατηγορουμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης, απασχολήθηκε σε θέση ανάλογη αυτής για την οποία προσλήφθηκε, που ανταποκρίνεται απολύτως στα πραγματικά προσόντα της, προσφέροντας την προσδοκώμενη υπηρεσία ως τραπεζοκόμος … Συνεπώς, η περιουσιακή παροχή, στην οποία προέβη το Ελληνικό Δημόσιο, καταβάλλοντας στην κατηγορουμένη τις σχετικές αποδοχές της, ανερχόμενες στο ποσό των 310.235,12 ευρώ καθ’ όλο το διάστημα της απασχόλησής της, αντισταθμίστηκε πλήρως από την αντίστοιχη ισάξια αντιπαροχή της χρήσιμης και προσήκουσας εργασίας, που αυτή του προσέφερε, με αποτέλεσμα να μην υποστεί καμία βλάβη η περιουσία του και η οικονομική της αξία να παραμείνει αναλλοίωτη, όπως βασίμως υποστηρίζει η κατηγορουμένη.
Εφόσον, λοιπόν, δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση περιουσιακή βλάβη, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το έγκλημα της απάτης, ακόμη και στην πλημμεληματική του μορφή. Ενόψει τούτων πρέπει να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της κατηγορουμένης για την πράξη της απάτης κατ΄ εξακολούθηση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με συνολικό όφελος που πέτυχε ο δράστης και αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, με συνολικό όφελος που πέτυχε ο δράστης και αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ, ο δε δράστης εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος αυτού, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα στις 14-11-1996 …».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το ανώτατο Δικαστήριο, όπου στην ιστορικής σημασίας υπ’ αριθμόν 1820/2021 απόφασή του έκρινε ότι: «…εξετάζοντας τους λοιπούς λόγους έφεσης που δεν εξετάστηκαν από το δικάσαν Τμήμα, κρίνει ότι ο προβαλλόμενος από τον εκκαλούντα λόγος ότι κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και του άρθρου 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη του ΓΛΚ η αίτησή του για κανονισμό σύνταξης από το Δημόσιο είναι βάσιμος και συνεπώς η πράξη αυτή πρέπει, εξ αυτού του λόγου, να ακυρωθεί », « … στον εκκαλούντα πρέπει να κανονιστεί σύνταξη, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, με βάση το τυπικό προσόν της κατηγορίας που πράγματι κατείχε κατά το διορισμό του, το επιβληθέν δε αυτό μέτρο δεν είναι τέτοιας έντασης που να μπορεί να χαρακτηριστεί ότι συνιστά ποινή – κύρωση, ενώ λόγω του κανονισμού δεν τίθεται πλέον ζήτημα απώλειας της ιατροφαρμακευτικής κάλυψης. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση το ως άνω επιβληθέν αποκαταστατικό μέτρο δεν συντρέχει με οποιοδήποτε άλλο μέτρο ή ποινή, οπότε να εγείρεται τυχόν ζήτημα ‘’ διπλής κύρωσης’’, αφού ο ίδιος ο εκκαλών στο από 13.5.2019 υπόμνημά του ενώπιον της Ολομέλειας αναφέρει ότι ‘’ουδέποτε μου ζητήθηκε να επιστρέψω αχρεωστήτως καταβληθέντες μισθούς για το ανωτέρω χρονικό διάστημα της Υπηρεσίας μου στο Δημόσιο, ούτε εκδόθηκε ποτέ καταδικαστική απόφαση σε βάρος μου για απάτη ή υπεξαίρεση», « … το Δικαστήριο αναγνώρισε στον εκκαλούντα ένα συνταξιοδοτικό δικαίωμα που αντιστοιχεί στην de facto απασχόλησή του.», «… το Δημόσιο … να του καταβάλει τη σύνταξη που θα εδικαιούτο εάν δεν είχε χωρήσει η ανάκληση του διορισμού του, με βάση όμως, το τυπικό προσόν της Κατηγορίας που πράγματι κατείχε κατά το διορισμό του, ήτοι της Κατηγορίας ΥΕ, τούτο δοθέντος ότι η εννεαετής φοίτηση είναι κατά το άρ. 16 παρ. 3 του Συντάγματος είναι υποχρεωτική»
Για τους ανωτέρω λόγους και με βάση την ανωτέρω εξέλιξη στο ανώτατο δικαστικό επίπεδο δέον όπως υπάρξει μία νομοθετική ρύθμιση τόσο για τη συγκεκριμένη κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων, των οποίων ανακλήθηκε ο διορισμός, ώστε να λαμβάνουν εκείνοι σύνταξη, όσο και για την ποινική δίωξη τους για το αδίκημα της υπεξαίρεσης.