Οικονομία

ΟΗΕ: "Καμπανάκι" για επισιτιστικό πληθωρισμό-Επιστροφή στην πείνα

Στις 12 Ιουλίου δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση του Παγκόσμιου Προγράμματος Επισιτισμού του ΟΗΕ για τη Διατροφική Ασφάλεια και τη Διατροφή στον Πλανήτη. Το βασικό της πόρισμα είναι ότι αυξήθηκαν κατά 320 εκατομμύρια (από 2,05 δισεκατομμύρια σε 2,37 δισεκατομμύρια συνολικά) οι άνθρωποι ανά τον κόσμο που δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκή και σωστή διατροφή. 

Η έκθεση εκτιμά ότι το 2020 οι άνθρωποι που αντιμετώπισαν την πείνα αριθμούσαν ανάμεσα στα 720 και τα 811 εκατομμύρια (ήτοι ανάμεσα στο 9,2% και το 10,4% του παγκόσμιου πληθυσμού). Με βάση τη μέση εκτίμηση (768 εκατομμύρια), αυτό σημαίνει ότι το περασμένο έτος 118 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι αντιμετώπισαν το φάσμα της πείνας.

Ωστόσο, οι τάσεις αυτές δεν κατανέμονται με τον ίδιο τρόπο σε όλο τον πλανήτη. Το πρόβλημα είναι πολύ πιο έντονο στην Αφρική όπου το 21% του πληθυσμού αντιμετωπίζει την πείνα. Οι περισσότεροι από τους μισούς υποσιτισμένους του πλανήτη ζουν στην Ασία και το ένα τρίτο στην Αφρική.

Όμως εκτός από την πείνα υπάρχει και η διατροφική ανασφάλεια. Αυτή παγκοσμίως βρισκόταν σε ανοδική τάση και από 22,6% του παγκόσμιου πληθυσμού το 2014 είχε αυξηθεί σε 26,6% στο 2019. Το 2020 η αύξηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη και άγγιξε το 30,4%. Η πιο μεγάλη αύξηση της διατροφικής ανασφάλειας αποτυπώθηκε στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (9%) και στην Αφρική (5,4%), ενώ στην Ασία η αντίστοιχη αύξηση είναι 3,1%.

Ασύμμετρο το τίμημα

Η αύξηση του κόστους μιας επαρκούς και υγιεινής διατροφής, σε συνδυασμό με την επιμένουσα εισοδηματική ανισότητα, σημαίνει ότι περίπου τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν τους πόρους που απαιτούνται για διατροφική ασφάλεια. Αυτό αφορά την Ασία (1,85 δισεκατομμύρια άνθρωποι), την Αφρική (ένα δισεκατομμύριο), τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (117 εκατομμύρια), αλλά και τη Βόρεια Αμερική ή την Ευρώπη (17,3 εκατομμύρια).

Τα μεγάλα θύματα αυτών των τάσεων είναι τα παιδιά. Έρευνα του 2020 είχε εκτιμήσει ότι η μέτρια ή σοβαρή οξεία υποθρεψία (wasting) στα παιδιά κάτω των πέντε ετών, θα αυξανόταν (εξαιτίας των περιορισμών που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της συρρίκνωσης του κατά κεφαλήν εισοδήματος) κατά 14,3%, γεγονός που μεταφράζεται σε επιπλέον 6-7 εκατομμύρια παιδιά που αντιμετωπίζουν το φάσμα της υποθρεψίας. Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται, σύμφωνα με την έρευνα, σε πάνω από 128.000 πιθανούς επιπλέον θανάτους παιδιών.

Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σημαντικά από το ότι σημαντικό μέρος του παγκοσμίου πληθυσμού αντιμετωπίζει σήμερα πολλαπλές πιέσεις. Η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα που τη συνόδευσαν, μαζί με όλη την παγκόσμια αναστάτωση που προκλήθηκε ιδίως στις μετακινήσεις, σήμαιναν μια πραγματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, άρα και μικρότερη ικανότητα για προμήθεια επαρκούς και υγιεινής διατροφής.

Η ανοδική τάση έχει βάθος

Σε όλα αυτά προστίθεται το πρόβλημα της σημαντικής αύξησης του κόστους των τροφίμων. Τον περασμένο Μάιο καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξηση στις τιμές των τροφίμων εδώ και αρκετά χρόνια. Το Ιούνιο σημειώθηκε μικρή υποχώρηση, ωστόσο οι τιμές παραμένουν ιδιαίτερα υψηλές. Ο δείκτης τιμών του Οργανισμού Γεωργίας και Τροφίμων του ΟΗΕ (FAO) τον περασμένο μήνα κατέγραφε αύξηση κατά 33,9% σε σχέση με έναν χρόνο πριν: ειδικότερα, ο δείκτης των δημητριακών κατά 33,8% σε ετήσια βάση και ο δείκτης γαλακτομικών κατά 21,6%. Όλα αυτά συνεπάγονται μεγάλη επιβάρυνση για νοικοκυριά που, ούτως ή άλλως, βρίσκονταν σε ιδιαίτερα επισφαλή θέση, επιβάρυνση που μεταφράζεται σε επιδείνωση της όλης επισιτιστικής συνθήκης. 

Διάφοροι παράγοντες έχουν συντελέσει σε αυτή την αύξηση των τιμών. Καταρχάς υπήρχε μια αυξητική τάση ορισμένων τιμών από πριν την πανδημία, ενίοτε και με συγκυριακούς λόγους όπως η επιδημία αφρικανικού πυρετού των χοίρων στην Κίνα το καλοκαίρι του 2018 που εκτίναξε την τιμή του χοιρινού κρέατος παγκοσμίως. Κατόπιν, τα μέτρα που εφαρμόστηκαν στην αρχή της πανδημίας, με τα λοκντάουν και τις αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες και πρακτικές αύξησαν τις τιμές τροφίμων καταναλωτή σε αρκετές χώρες. Στη συνέχεια ρόλο έπαιξε η σημαντική διατάραξη των μεταφορών, ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο δείκτης Baltic Dry που μετρά το κόστος μεταφοράς με ποντοπόρα πλοία αυξήθηκε δυο-τρεις φορές τους τελευταίους 12 μήνες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το προηγούμενο του 2011

Παράλληλα, οι παγκόσμιες τιμές παραγωγού στα τρόφιμα βρίσκονται στα πιο υψηλά επίπεδά τους εδώ και αρκετά χρόνια και τον Μάιο του 2021 κατέγραψαν αύξηση κατά 47,2% φθάνοντας στα υψηλότερα πραγματικά επίπεδά τους από το 2014 και σε ιστορικό υψηλό, εάν τις μετρήσουμε σε τρέχουσες τιμές σε δολάρια. Ανάμεσα στον Μάιο του 2020 και τον Μάιο του 2021 οι τιμές της σόγιας αυξήθηκαν κατά 86% και του καλαμποκιού κατά 111% - δύο προϊόντα πολύ σημαντικά και για την παγκόσμια βιομηχανία τροφίμων. 

Όλα αυτά εντάθηκαν και από το γεγονός ότι η ζήτηση για προϊόντα διατροφής αλλά και για ζωοτροφές παρέμεινε σταθερή στην περίοδο της πανδημίας, ενώ μάλιστα ορισμένες χώρες επέλεξαν παράλληλα να αυξήσουν σημαντικά και τα αποθέματά τους. Ρόλο έπαιξαν και περιοδικά καιρικά φαινόμενα (συμπεριλαμβανομένου και ενός ισχυρού φαινομένου La Nina για την περίοδο 2020-2021), αλλά και τάσεις όπως η ισχυρή ζήτηση για βιοκαύσιμα που με τη σειρά της ενίσχυσε και τις τάσεις κερδοσκοπίας πάνω στις τιμές βασικών γεωργικών προϊόντων. 

Πέραν των άμεσων επιπτώσεων, το κρίσιμο ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό η διατροφική ανασφάλεια θα οδηγήσει και σε έναν κύκλο κοινωνικής αναταραχής, κατά τρόπο ανάλογο ιστορικών παραδειγμάτων που φτάνουν έως και την Αραβική Άνοιξη του 2011, που σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές πυροδοτήθηκε και από την αύξηση των τιμών των τροφίμων.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ