Πάνω από 3.000 αγγελίες ενοικίασης διαμερισμάτων στο κέντρο της Αθήνας έχουν «κατέβει» από τις ψηφιακές πλατφόρμες βραχυχρόνιων μισθώσεων, όπως η Airbnb, κατά τη διάρκεια του τελευταίου 12μήνου. Όπως προκύπτει από την ανάλυση των σχετικών αριθμών, από τις σχεδόν 12.000 οικιστικά ακίνητα που εκμισθώνονταν ως καταλύματα φιλοξενίας επισκεπτών για ολιγοήμερη διαμονή στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου, το σχετικό μέγεθος έχει σήμερα υποχωρήσει κάτω από τις 9.000 ακίνητα.
Έτσι, η αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων, σε επίπεδο αριθμού διαμερισμάτων, έχει αρχίσει να επιστρέφει στο επίπεδο όπου βρισκόταν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2017, πριν δηλαδή εμφανιστούν τα φαινόμενα υπερπροσφοράς και αγγελιών ακινήτων σε περιοχές χαμηλού τουριστικού ενδιαφέροντος, όπως π.χ. τα βόρεια προάστια ή απομακρυσμένες περιοχές του κέντρου. Όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς ακινήτων, σε πολλές περιπτώσεις ακινήτων, που επιχειρούσαν να εκμεταλλευθούν μεμονωμένοι ιδιοκτήτες, το εγχείρημα ήταν εξαρχής καταδικασμένο λόγω της έλλειψης ζήτησης από ξένους επισκέπτες για την περιοχή όπου βρισκόταν το ακίνητο. Έτσι, σύντομα οι άνθρωποι αυτοί αντιλήφθηκαν ότι η αξιοποίηση της περιουσίας τους μέσω των βραχυχρόνιων μισθώσεων δεν ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος, ιδίως αν συνυπολογιστεί και το γεγονός των αυξημένων εξόδων/δαπανών.
Υπενθυμίζεται ότι, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στις μακροχρόνιες μισθώσεις, όπου ο ενοικιαστής πληρώνει τις δαπάνες ΔΕΚΟ και τα κοινόχρηστα, αυτό δεν ισχύει με τις βραχυχρόνιες μισθώσεις. Εφόσον το εισόδημα υπερκαλύπτει τις δαπάνες αυτές, τότε προφανώς συμφέρει η επίπλωση του ακινήτου και η αξιοποίησή του με τον τρόπο αυτό. Όταν όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι προφανές ότι η επιστροφή στη μακροχρόνια μίσθωση είναι προτιμότερη ως επιλογή, ακόμα και αν το τελικό εισόδημα είναι χαμηλότερο.
Ασφαλώς, ειδικά φέτος, η πανδημία έχει μειώσει κατακόρυφα και τη μέση πληρότητα των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί και η διαδικασία της επιστροφής στις συμβατικές μισθώσεις. Όσοι ιδιοκτήτες ασχολούνταν με το Airbnb ως μια μορφή συμπληρωματικής δραστηριότητας σπεύδουν τώρα να διαφοροποιήσουν τη στρατηγική τους, προτιμώντας ένα συμβόλαιο 2-3 ετών με κάποιον Έλληνα ενοικιαστή. Αντιστοίχως, όσοι επαγγελματίες εκμεταλλεύονταν πάνω από 2-3 ακίνητα προχωρούν σε μια μείξη της στρατηγικής τους, κρατώντας τα πιο εμπορικά διαμερίσματα στη βραχυχρόνια ενοικίαση και γυρνώντας τα υπόλοιπα στη μακροχρόνια ενοικίαση. Για παράδειγμα, διαμερίσματα σε περιοχές όπως η Κυψέλη, τα Πατήσια, το Παγκράτι, οι Αμπελόκηποι επιστρέφουν σε πιο συμβατικές μορφές ενοικίασης, κάτι που συμβαίνει σε μικρότερο βαθμό σε συνοικίες όπως το Κουκάκι, το Μοναστηράκι, η Πλάκα, του Ψυρρή και το Θησείο, που βρίσκονται στο ιστορικό κέντρο.