Tο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επεξεργάζεται σενάριο εφάπαξ καταβολής των αναδρομικών στα δύο εκατομμύρια συνταξιούχους που έχουν λαμβάνειν μετά την οριστική έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Με βάση αυτό το σενάριο, οι συνταξιούχοι θα εισπράξουν «εδώ και τώρα» τα χρήματα που διεκδικούν, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτή την εφάπαξ πληρωμή θα κλείσει οριστικά το περιθώριο κάθε περαιτέρω διεκδίκησης από την πλευρά των δικαιούχων.
Στο τραπέζι έχει πέσει και η πρόταση όσοι θα λάβουν άμεσα τα χρήματα να υποστούν και ένα «κούρεμα» των διεκδικήσεών τους.
Με αυτόν τον τρόπο, και εφόσον προχωρήσει το συγκεκριμένο σενάριο, στους συνταξιούχους θα τεθεί το δίλημμα: ή όλα τα λεφτά σε ετήσιες δόσεις ή λιγότερα χρήματα εδώ και τώρα.
Η κυβέρνηση έχει λάβει ήδη δύο αποφάσεις:
Πρώτον, η τελική πολιτική λύση να αφορά το σύνολο των συνταξιούχων, τόσο αυτούς που έχουν προσφύγει ήδη στα δικαστήρια όσο και εκείνους που δεν έχουν προσφύγει.
Το ζητούμενο είναι να αποφευχθεί ένα κύμα προσφυγών στα δικαστήρια, το οποίο ως μόνο αποτέλεσμα θα είχε οι συνταξιούχοι να επωμιστούν έξοδα και να καθυστερήσουν ακόμη και αρκετά χρόνια να λάβουν τα χρήματα που δικαιούνται, ενώ την ίδια στιγμή θα παρέμενε η δημοσιονομική αβεβαιότητα για το Δημόσιο.
Η δεύτερη απόφαση είναι δημοσιονομικού χαρακτήρα: Ολόκληρο το δημοσιονομικό κόστος που θα προκύψει από την καταβολή των αναδρομικών θα «φορτωθεί» στον φετινό προϋπολογισμό.
Ούτως ή άλλως το 2020 θα κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του 4,5% ή 7% σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης αν προστεθούν και οι τόκοι.
Είτε η χρονιά κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα 4,5% είτε αυτό διαμορφωθεί ακόμη και στο 5,5%-6%, η εικόνα εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού θα είναι πολύ κακή λόγω κορωνοϊού.
Για το οικονομικό επιτελείο, είναι προτιμότερο να καταγραφεί μια θεαματική δημοσιονομική ανάκαμψη το 2021, με ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ αλλά και επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα, ανεξάρτητα από το αν η Ε.Ε. θα επιμείνει και για τον επόμενο χρόνο στον δρόμο της δημοσιονομικής χαλάρωσης, παρά να επιδιωχθεί η συγκράτηση της ζημίας στον φετινό προϋπολογισμό, η οποία είναι από τώρα δεδομένη λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Άλλωστε, αυτή την πρόθεση της κυβέρνησης να «φορτωθούν» όσο το δυνατόν περισσότερα βάρη στον φετινό προϋπολογισμό τη μαρτυρούν και άλλες αποφάσεις:
Η κατακόρυφη μείωση (ή ακόμη και ο μηδενισμός) του συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής φόρου, αλλά και η δυνατότητα αποπληρωμής (και μάλιστα άτοκα) των φετινών φορολογικών υποχρεώσεων μέσα στο 2021, συνιστούν δύο μόνο μέτρα που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
«Καθαρή λύση»
Οι οριστικές αποφάσεις της κυβέρνησης είναι προγραμματισμένο να ανακοινωθούν –και να νομοθετηθούν– άμεσα τόσο για πολιτικούς όσο και για οικονομικούς λόγους.
Όπως εξηγεί αρμόδιο κυβερνητικό στέλεχος, από μόνη της η έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν παράγει δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Για να συμβεί αυτό, όπως αναφέρει η «Καθημερινή», θα πρέπει η κυβέρνηση να νομοθετήσει. Και αυτή ακριβώς θα είναι η επιδίωξη.
Η νομοθετική διάταξη να σταλεί άμεσα στη Βουλή, να υπολογιστεί το τελικό δημοσιονομικό κόστος και να προσμετρηθεί στον φετινό κρατικό προϋπολογισμό, ανεξάρτητα από το αν η καταβολή των χρημάτων θα γίνει φέτος ή στα επόμενα χρόνια. Από την άλλη, σε πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση θέλει να προσφέρει μια «καθαρή λύση», η οποία θα αφορά το σύνολο των συνταξιούχων και θα κλείνει οριστικά το συγκεκριμένο ζήτημα.
Οι ανακοινώσεις θα γίνουν –πιθανότατα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό– μέσα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, αφού προηγηθεί προσεκτικός σχεδιασμός τόσο σε νομικό όσο και σε δημοσιονομικό επίπεδο, και αυτό προκειμένου:
1. Με τη νομοθετική διατύπωση της τελικής λύσης να διασφαλιστεί ότι η υπόθεση θα κλείσει οριστικά και ότι δεν θα υπάρξουν «κερκόπορτες» που θα προκαλέσουν νέο γύρο δικαστικών διεκδικήσεων στο μέλλον.
2. Να υπολογιστεί με ακρίβεια το τελικό δημοσιονομικό κόστος, το οποίο σε κάθε περίπτωση εκτιμάται ότι θα είναι πολύ χαμηλότερο από τα περίπου 3,94 δισ. ευρώ που είναι το συνολικό ποσό της διεκδίκησης για το 11μηνο στο οποίο αφορά η απόφαση του ΣτΕ. Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο θα μειωθεί το δημοσιονομικό κόστος είναι η παρακράτηση του φόρου εισοδήματος, της εισφοράς αλληλεγγύης αλλά και της εισφοράς υπέρ υγείας που αντιστοιχεί στα συγκεκριμένα εισοδήματα. Το ποσό των κρατήσεων εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει σε τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ, δεδομένου ότι αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες από τους συνταξιούχους που διεκδικούν τα χρήματα έχουν αποδοχές άνω των 12.000 ευρώ σε ετήσια βάση και ξεπερνούν το αφορολόγητο όριο της κλίμακας.
Τα 5 αιτήματα
Πέντε είναι ουσιαστικά οι διεκδικήσεις των συνταξιούχων μετά την οριστική έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η πρώτη αφορά όσους λάμβαναν, κατά το κρίσιμο 11μηνο Ιουνίου 2015 - Μαΐου 2016, κύριες συντάξεις άνω των 1.300 ευρώ μηνιαίως.
Ο αριθμός αυτών των συνταξιούχων εκτιμάται σε περίπου 350.000 άτομα, ενώ το συνολικό ποσό της διεκδίκησης φτάνει στα 360 εκατ. ευρώ.
Η δεύτερη αξίωση αφορά όσους είχαν άθροισμα κύριων και επικουρικών άνω των 1.000 ευρώ, με το σχετικό ύψος της απαίτησης να ανέρχεται στο 1,6 δισ. ευρώ.
Η περικοπή που έγινε στις επικουρικές συντάξεις άνω των 200 ευρώ «γεννάει» απαίτηση περίπου 380 εκατ. ευρώ, ενώ το πολύ μεγάλο ποσό πηγάζει από την αντισυνταγματική κατάργηση των δώρων σε κύριες και επικουρικές συντάξεις.
Η κατάργηση των δώρων των 800 ευρώ στις κύριες συντάξεις αφορά το σύνολο των συνταξιούχων και μεταφράζεται σε οικονομική διεκδίκηση περίπου 1,15 δισ. ευρώ, ενώ η κατάργηση της 13ης και της 14ης σύνταξης στις επικουρικές συντάξεις υποχρεώσει το Δημόσιο να πληρώσει επιπλέον 450 εκατ. ευρώ μεικτά.