Οι τοπικές αρχές της Βενεζουέλας, προέβησαν στην κατάσχεση του φορτίου απο τάνκερ ελληνικών συμφερόντων λόγω απλήρωτων ναύλων. Η κίνηση αυτή έγινε με επίκληση στο έθνικό συμφέρον, καθώς οι χώρα παρουσιαζει πολλές ελείψεις και οχι για την κατάσχεση των πλοίων
Απλήρωτοι ναύλοι αξίας εκατομμυρίων ευρώ και κατασχέσεις φορτίων αντιμετωπίζουν Ελληνες, και όχι μόνον, εφοπλιστές που δραστηριοποιούνται στο –γνωστό για το υψηλό ρίσκο αλλά και τις αποδόσεις που το συνοδεύει– εμπόριο διυλισμένων προϊόντων πετρελαίου προς τη Βενεζουέλα. Με τις κυρώσεις των ΗΠΑ προς το Καράκας να ενεργοποιούνται τον Απρίλιο, είναι πιθανόν οι απαιτήσεις αυτές να αποδειχθούν πρακτικά μη ανακτήσιμες.
Ηδη, τουλάχιστον δύο δεξαμενόπλοια ελληνικών συμφερόντων, και συγκεκριμένα των Horizon Tankers και Hellenic Tankers, κατασχέθηκαν από τις Αρχές της Βενεζουέλας και απελευθερώθηκαν μόνον αφού κατασχέθηκε το φορτίο τους. Να σημειωθεί πάντως πως όσοι δραστηριοποιούνται σε αυτό το εμπόριο γνωρίζουν τους σχετικούς κινδύνους αθέτησης υποχρεώσεων και για αυτό και εξασφαλίζουν υψηλότερους ναύλους από ό,τι στην ευρύτερη αγορά.
Τα εν λόγω τάνκερ, που ήταν έμφορτα διυλισμένων καυσίμων για την αγορά της Βενεζουέλας, φέρονται, σύμφωνα με ναυλομεσιτικές πηγές και αναφορές της έγκυρης ναυτιλιακής επιθεώρησης Tradewinds, να είχαν σταματήσει στα ανοικτά της Βενεζουέλας εντός όμως των χωρικών της υδάτων και να μην παρέδιδαν τον φορτίο τους πριν τους εξοφληθούν οι ναύλοι από προηγούμενα ταξίδια τους. Η πρακτική αυτή τους τελευταίους μήνες είναι, σύμφωνα με ναυτιλιακές κύκλους, διαδεδομένη, καθώς η κρατική πετρελαϊκή εταιρεία της χώρας, η Petroleos De Venezuela S.A. (PDVSA) που βαρύνεται με υποχρεώσεις ύψους 34,6 δισ. δολ. παρουσιάζει μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές της. Ομως εξαιτίας της μεγάλης έλλειψης καύσιμων στη χώρα, αναγκάζεται να καταβάλει κάποιες από τις υποχρεώσεις της. Αλλά οι Αρχές της Βενεζουέλας, παρά το γεγονός πως οι περισσότεροι ναύλοι αυτών των ταξιδιών κλείνονται υπό το αγγλικό δίκαιο, κατέφυγαν στο τοπικό νομικό πλαίσιο επικαλούμενες λόγους εθνικού συμφέροντος και προέβησαν στις κατασχέσεις δεξαμενοπλοίων των παραπάνω εταιρειών αλλά και άλλων ναυτιλιακών όπως η Union Maritime, αφού ήταν ούτως ή άλλως εντός των χωρικών τους υδάτων. Στόχος είναι προφανώς η εξασφάλιση των φορτίων και όχι η κατάσχεση των πλοίων.
Αν και πετρελαιοπαραγωγός χώρα η Βενεζουέλα, λόγω της δεινής οικονομικής θέσης στην οποία έχει περιέλθει και την έλλειψη ξένου συναλλάγματος, έχει μειώσει την παραγωγή της εξαιτίας της κακής κατάστασης του μηχανολογικού εξοπλισμού ύστερα από χρόνια κακοσυντήρησης και μη υλοποίησης των απαραίτητων επενδύσεων.
Επίσης, για να εξάγει αργό ικανό προς επεξεργασία από τα περισσότερα ξένα διυλιστήρια, αναγκάζεται να αραιώνει το πολύ κακής ποιότητας πετρέλαιό της με νάφθα ή άλλα πετρελαιοειδή τα οποία επίσης πρέπει να εισάγει και, φυσικά, να πληρώνει. Επιπλέον, η χώρα, για τους ίδιους οικονομικούς λόγους, δεν διαθέτει ούτε ικανά διυλιστήρια για να παράγει καύσιμα. Εισάγει έτσι το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών της από το εξωτερικό και κυρίως από τις ΗΠΑ, όπου βρίσκεται το διυλιστήριο της Citgo η οποία είναι 100% θυγατρική της PDVSA. Ετσι έστελνε αργό εκεί και εισήγε καύσιμα. Αλλά, όπως φαίνεται, τους τελευταίους μήνες δεν πλήρωνε τις ναυτιλιακές που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις ρότες. Οι πλοιοκτήτες που εμπίπτουν σε αυτή την περίπτωση έχουν τώρα ως μοναδική οδό για να αποζημιωθούν είτε την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της PDVSA στο εξωτερικό είτε την προσφυγή σε διαιτησία στο Λονδίνο. Αμφότερες χρονοβόρες και δαπανηρές διαδικασίες. Η εναλλακτική των δικαστηρίων του Καράκας αντιμετωπίζεται ως χαμένη υπόθεση εξαιτίας του έλεγχου τους, όπως και της PDVSA, από το καθεστώς Μαδούρο, αναφέρουν νομικές πηγές σε σχετικά διεθνή δημοσιεύματα.
Οι εξαγωγές αργού πετρελαίου της Βενεζουέλας υποχώρησαν το 2018 στο 1,12 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως, ενώ η συνολική παραγωγή έπεσε στο 1,34 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως πέρυσι από 1,91 εκατομμύριο βαρέλια το 2017. Οι εξαγωγές αργού προς τις ΗΠΑ, όπου και το διυλιστήριο της κρατικής PDVSA, αυξήθηκαν σε 503.000 βαρέλια ημερησίως το 2018 έναντι 367.000 βαρέλια στα τέλη του 2017.