Υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και της ΕΕ η Δύση επέβαλε κυρώσεις στη Μόσχα, το ρούβλι υποχώρησε σε ιστορικά χαμηλά, η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας διπλασίασε τα επιτόκια και το Χρηματιστήριο της Μόσχας παρέμεινε κλειστό για μέρες ολόκληρες. Με «σοβαρές και μαζικές κυρώσεις» απειλούσαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, ενώ ο Λευκός Οίκος είχε προβλέψει συρρίκνωση του ρωσικού ΑΕΠ κατά 15% μέσα σε έναν χρόνο.
Όμως οι πλέον σκοτεινές προβλέψεις δεν επιβεβαιώθηκαν. Μπορεί η ρωσική οικονομία να βρέθηκε ενώπιον σοβαρών προκλήσεων το 2022, αλλά οι τελικές επιδόσεις ήταν καλύτερες από τις αναμενόμενες. Βέβαια, είναι αδύνατον να έχει κανείς πλήρη εικόνα, καθώς πολλά οικονομικά στοιχεία θεωρούνται πλέον απόρρητα, με απόφαση του Κρεμλίνου. Πάντως η Αλεξάντρα Βακρού, επικεφαλής του Davis Center για τη Ρωσία και την Ευρασία στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, λέει στην DW ότι η πλήρης κατάρρευση δεν επήλθε, αλλά θα ήταν ρεαλιστική η εκτίμηση για «πτώση του ρωσικού ΑΕΠ κατά 3-4% τους περασμένους 12 μήνες». Λίγο πολύ στα ίδια επίπεδα κυμαίνονται οι εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ.
Βελτίωση από τον Μάιο
Ο Κρίς Γουίφερ, που εργάστηκε επί 25 χρόνια ως σύμβουλος επενδύσεων στη Ρωσία, σημειώνει ότι στις αρχές του πολέμου επικρατούσε κλίμα έντονης απαισιοδοξίας, ιδιαίτερα από τη στιγμή που πολλές δυτικές εταιρείες άρχισαν να εγκαταλείπουν, η μία μετά την άλλη, τη ρωσική αγορά. Ωστόσο, επισημαίνει, «γύρω στον Μάιο η εικόνα βελτιώθηκε και άρχισε να γίνεται σαφές ότι δεν πρόκειται να επαληθευθούν οι πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις»
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την καλύτερη- σε σχέση με αρχικές εκτιμήσεις- πορεία της ρωσικής οικονομίας. Κύριος λόγος είναι ασφαλώς η συνέχιση των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις αρχές του πολέμου η ΕΕ δεν είχε επιβάλει σχετικές κυρώσεις, καθώς έβλεπε ότι και η ίδια εξαρτάται από τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας. Και ενώ συνεχίζονταν οι εξαγωγές της προς την ΕΕ, η Ρωσία αναζήτησε και βρήκε νέους αγοραστές στην Κίνα, την Ινδία και αλλού, με αποτέλεσμα η ρωσική κεντρική τράπεζα να καταγράφει για το 2022 εμπορικό πλεόνασμα-ρεκόρ, ύψους 227 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Με τα χρήματα αυτά η Μόσχα κατάφερε να μετριάσει τις επιπτώσεις των δυτικών κυρώσεων, καθώς «ήταν σε θέση να επιδοτεί κομβικούς κλάδους της βιομηχανίας της, να στηρίζει την απασχόληση και να χρηματοδοτεί προγράμματα για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής στη χώρα», εκτιμά ο Κρις Γουίφερ.
Έτσι παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα, γύρω στο 4%, το ποσοστό ανεργίας. Βεβαίως η σχετική στατιστική αλλοιώνεται από το γεγονός ότι πολλοί Ρώσοι έχουν αποσυρθεί από την αγορά εργασίας, είτε γιατί βρίσκονται πλέον στο μέτωπο, είτε γιατί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
Παλαιές κυρώσεις, νέες αγορές
Ένας άλλος λόγος για τις απρόσμενες αντοχές της ρωσικής οικονομίας έγκειται στην ιδιαιτερότητα των κυρώσεων. Όπως επισημαίνει η οικονομολόγος του Χάρβαρντ Αλεξάντρα Βακρού «σε χώρες όπως η Βενεζουέλα, το Ιράν και η Ρωσία οι κυρώσεις δεν έχουν επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα». Και αυτό γιατί «κατά τεκμήριο οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές τη στιγμή που επιβάλλονται, όταν δηλαδή απειλούμε και λέμε ότι σε περίπτωση που προχωρήσετε στην ενέργεια Χ, θα υποστείτε τη συνέπεια Υ. Σε αυτή τη χρονική στιγμή, οι κυρώσεις μπορούν πράγματι να έχουν αποτέλεσμα. Αλλά από τη στιγμή που τα ρωσικά στρατεύματα είχαν ήδη προχωρήσει στην ενέργεια Χ, διασχίζοντας τα σύνορα με την Ουκρανία, οι κυρώσεις είχαν πλέον απολέσει την ισχύ τους».
Συνηθισμένη στη διαχείριση κρίσεων, η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας προχώρησε τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο σε αποφασιστικά βήματα, αυξάνοντας τα επιτόκια. Κατ' αυτόν τον τρόπο περιορίστηκε ο πληθωρισμός και αποφεύχθηκε ένα bank run στις τράπεζες. Αναλυτές όπως ο Κρις Γουίφερ εκτιμούν ότι η τελευταία δεκαετία των κυρώσεων, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, έχουν σκληραγωγήσει την Κεντρική Τράπεζα στη διαχείριση κρίσεων, με αποτέλεσμα η Ρωσία να έχει γίνει πιο ανεξάρτητη σε κομβικούς κλάδους της βιομηχανίας, αλλά και στην αγροτική παραγωγή.
Η δύσκολη σχέση Ρωσίας-Κίνας
Σημαντικός παράγοντας είναι βέβαια η ενίσχυρη των εμπορικών συναλλαγών με την Ινδία και την Κίνα. Πραγματική άνθηση γνωρίζει το εμπόριο μεταξύ αυτών των τριών χωρών. Συν τοις άλλοις η Ρωσία επωφελείται από τις αποκαλούμενες «παράλληλες εισαγωγές», δηλαδή προμηθεύεται δυτικά προϊόντα δια της τεθλασμένης, από την Ινδία, την Κίνα ή άλλες χώρες της Κεντρικής Ασίας. Η Αλεξάντρα Βακρού θεωρεί ότι η Κίνα είναι ο μεγάλος κερδισμένος από τη νέα ισορροπία δυνάμεων, καθώς εντείνεται η εξάρτηση της Μόσχας από το Πεκίνο. «Στην πραγματικότητα η Κίνα δεν ενδιαφέρεται για τη Ρωσία», επισημαίνει, «καθώς οι συναλλαγές με τη Ρωσία δεν υπερβαίνουν το 3% του συνολικού όγκου των συναλλαγών της. Αλλά για το Κρεμλίνο η Κίνα γίνεται πιο σημαντική. Αυτό είναι καλό για εμάς. Διότι το Πεκίνο θα εισακουστεί, εάν ζητήσει από τον Πούτιν να μην καταφύγει σε πυρηνικά όπλα στο μέτωπο της Ουκρανίας».
Οι προβλέψεις για το μέλλον της ρωσικής oικονομίας δεν είναι εύκολες. Το ΔΝΤ αναμένει ισχνό δείκτη ανάπτυξης της τάξεως του 0,3%, ενώ άλλοι αναλυτές κάνουν λόγο για μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά περίπου 2%. Η Ευρώπη έχει καταφέρει να απεξαρτηθεί από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι πραγματικά λειτουργεί το πλαφόν στις τιμές ενέργειας, που αποφασίστηκε τον περασμένο Δεκέμβριο. Το περιοδικό Economist εκτιμά ότι η Ρωσία συνεχίζει να εξάγει τεράστιες ποσότητες πετρελαίου, αλλά σε χαμηλότερες τιμές. «Το μεγάλο ερώτημα είναι πόσα χρήματα ακόμη μπορεί να κερδίσει η Ρωσία με τη διύλιση και τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων», σημειώνει ο αναλυτής Κρις Γουίφερ. «Σε κάθε περίπτωση, θα είναι λιγότερα από το 2022».