Έντονη κινητικότητα γύρω από το φλέγον θέμα της Ουκρανίας παρατηρείται, καθώς Αξιωματούχοι από τη Ρωσία και την Ουκρανία , συναντήθηκαν στο Παρίσι την Τετάρτη και πραγματοποίησαν συνομιλίες που η Μόσχα χαρακτήρισε «σκληρές» . Παρά τις όποιες δυσκολίες υπήρχαν, οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η κατάπαυση του πυρός στην ανατολική περιοχή του Ντονμπάς της Ουκρανίας πρέπει να τηρηθεί.
Στη συνάντηση, η οποία διήρκεσε οκτώ ώρες, ήταν επίσης παρόντες Γερμανοί και Γάλλοι αξιωματούχοι. Επιπλέον ο Βρετανός υπουργός Άμυνας Μπεν Γουάλας, επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να πραγματοποιήσει επίσκεψη στη Ρωσία και να συναντηθεί με τον Ρώσο υπουργό Άμυνας Σεργκέι Σόιγκου, ανέφερε η εφημερίδα Times.
«Θέλω οι Ρώσοι να καταλάβουν ότι οι Ουκρανοί θα πολεμήσουν και η Ρωσία διακινδυνεύει την οικονομία της, κινδυνεύει να απομονωθεί και αυτό δεν είναι μια κληρονομιά για την οποία θέλει να τον θυμούνται ( Πούτιν)», ανέφερε η εφημερίδα επικαλούμενη τον Γουάλας.
Εν τω μεταξύ, το «γαϊτανάκι» γύρω από το ενδεχόμενο η Ρωσία να έχει στοχεύσει το άνοιγμα βάσεων σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, καλά κρατεί.
Στο ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ γράψαμε, Βγάζει λαγό η Μόσχα στη Νότια Αμερική! Λατινική "Μπάμπουσκα" με μια ντουζίνα χώρες στο πλευρό της, αναφέραμε ότι η απάντηση του Πούτιν στις ΗΠΑ θα είναι μεταφορά πυραύλων, αεροπορική βάση και μαχητικά στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ, δύο βήματα της Ρωσίας ως απάντηση στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, που θα αναγκάσουν τις ΗΠΑ όχι μόνο να εγκαταλείψουν την ιδέα για πάντα, αλλά και να ξεχάσουν τις δημοσιοποιημένες υπερ-κυρώσεις τους.
Ονομάζονταν μάλιστα διαφορετικές χώρες όπως η Κούβα, Βενεζουέλα, Νικαράγουα. «Μόλις χθες, παρεμπιπτόντως, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρόεδρο της Νικαράγουας Ντανιέλ Ορτέγκα», γράφαμε.
Σύμφωνα με το rt.com, ο Πούτιν συμφώνησε σε μια νέα συνεργασία με την Κούβα, τη Βενεζουέλα και τη Νικαράγουα. Σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ σε δήλωσή του ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, συμφώνησε με τους ηγέτες της Κούβας, της Βενεζουέλας και της Νικαράγουας να αναπτύξουν συνεργασίες σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της στρατιωτικής συνεργασίας.
Μιλώντας την Τετάρτη σε μια εμφάνισή του ενώπιον της Δούμας - του ρωσικού κοινοβουλίου - ο Λαβρόφ ανέφερε ότι ο Πούτιν, μίλησε πρόσφατα με τους ηγέτες των τριών χωρών της Κεντρικής Αμερικής και ότι συμφώνησαν να εργαστούν από κοινού για να ενισχύσουν τη στρατηγική τους συνεργασία.
«Ο Πρόεδρος Πούτιν είχε πρόσφατες τηλεφωνικές συνομιλίες με τους συναδέλφους του από αυτές τις τρεις κυβερνήσεις, με τους οποίους είμαστε πολύ στενοί και φιλικοί, και συμφώνησαν να εξετάσουν περαιτέρω τρόπους για να εμβαθύνουμε τη στρατηγική μας συνεργασία σε όλους τους τομείς, χωρίς εξαιρέσεις», δήλωσε ο Λαβρόφ. Σημείωσε ότι η Ρωσία έχει ήδη στενές σχέσεις με αυτές τις χώρες σε πολλούς τομείς, «συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών και στρατιωτικών-τεχνικών».
Ερωτηθείς για τις προοπτικές αυξημένης στρατιωτικής συνεργασίας με τις τρεις χώρες, ο Λαβρόφ απάντησε ότι «για το άμεσο μέλλον υπολογίζουμε σε τακτικές συνεδριάσεις των αντίστοιχων επιτροπών».
Νωρίτερα αυτό το μήνα, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Μόσχας Σεργκέι Ριάμπκοφ, ρωτήθηκε για την πιθανότητα αποστολής στρατευμάτων στη Λατινική Αμερική και αρνήθηκε να αποκλείσει το ενδεχόμενο. «Είναι το αμερικανικό στυλ να έχει πολλές επιλογές για την εξωτερική και στρατιωτική της πολιτική », είπε. «Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ισχυρής επιρροής αυτής της χώρας στον κόσμο».
Όμως ο αντιπρόεδρος του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας Ντμίτρι Μεντβέντεφ, δεν συμμερίζεται την ίδια άποψη, καθώς σε συνέντευξή του σε ρωσικά μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του TASS, τόνισε ότι ήταν λάθος να ισχυρίζεται κανείς ότι η Ρωσία ήθελε να δημιουργήσει μια βάση στη Λατινική Αμερική, καθώς αυτές οι χώρες ήταν εταίροι της Ρωσίας, αλλά ακολούθησαν μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.
Δεν χρειάζεται να συζητηθεί η πιθανότητα δημιουργίας ρωσικών στρατιωτικών βάσεων στην Κούβα και τη Βενεζουέλα αυτή τη στιγμή, επειδή τέτοιες συζητήσεις προκαλούν παγκόσμιες εντάσεις.
«Δεν νομίζω ότι είναι σωστό να το συζητάμε αυτή τη στιγμή, γιατί κατά κανόνα προκαλεί άμεσα σημαντικές εντάσεις, τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα», επισήμανε.
Ο Μεντβέντεφ, τόνισε ότι η δημιουργία στρατιωτικών βάσεων σε άλλες χώρες «εξαρτάται από τις κυρίαρχες αποφάσεις αυτών των χωρών». «Έχουμε ορισμένες συμφωνίες με ορισμένες χώρες σχετικά με την παρουσία των στρατευμάτων μας, συγκεκριμένα με τη Συρία και ορισμένα άλλα κράτη. Ωστόσο, είναι εντελώς λάθος να προλαβαίνουμε τα πράγματα και να λέμε ότι θέλουμε να δημιουργήσουμε μια βάση κάπου ή έχουμε κάνει συμφωνία σε αυτό γιατί μπορεί να πυροδοτήσει παγκόσμιες εντάσεις», σημείωσε ο Ρώσος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ανέφερε, ότι η Ρωσία διατηρεί στενές σχέσεις με την Κούβα και τη Βενεζουέλα, αλλά οι χώρες αυτές ακολουθούν μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. «Είναι απολύτως κυρίαρχες χώρες. Δεν μπορούμε να αναπτύξουμε τίποτα εκεί απλώς και μόνο επειδή θα έπρεπε να είναι σύμφωνο με τη γεωπολιτική τους στάση και τα εθνικά τους συμφέροντα», είπε.
Μιλώντας για τα εθνικά συμφέροντα της Κούβας και της Βενεζουέλας, είπε ότι οι δύο χώρες επιδιώκουν να απεγκλωβιστούν από την απομόνωσή τους και σε κάποιο βαθμό να αποκαταστήσουν τις κανονικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες». «Γι’ αυτό είναι αδύνατο να αναπτυχθεί κάτι εκεί ή να δημιουργηθεί μια βάση εκεί, όπως ήταν η πρακτική στη σοβιετική εποχή, όταν είχαμε ένα κοινό αμυντικό σύστημα που περιλάμβανε μια σειρά από χώρες, το οποίο βασιζόταν σε μια κοινή ιδεολογία», ανέφερε ο αναπληρωτής του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η ανάπτυξη ρωσικών βάσεων στη Λατινική Αμερική μπορεί να απειλήσει με σοβαρά προβλήματα.
Κατά τη γνώμη στρατιωτικών αναλυτών του American Military Watch, η επιστροφή της επιρροής της Μόσχας στην Κούβα θα είναι ακόμη πιο επικίνδυνη για τον Λευκό Οίκο, από την κρίση της Καραϊβικής. Η κύρια απειλή, είναι η ικανότητα των ρωσικών στρατευμάτων να επιφέρουν ένα συντριπτικό πλήγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Οι ειδικοί συμφώνησαν ότι η εμφάνιση στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Κούβα, θα μπορούσε να αποτρέψει το ΝΑΤΟ πιο αποτελεσματικά, από ότι θα μπορούσε να κάνει η Ρωσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.