Παγκοσμιοποίηση

Από συνεργασία σε σύγκρουση στην Αρκτική! Ειδική μελέτη για την διακυβέρνηση & τους γεωπολιτικούς παράγοντες- Μέρος Β'

Ως πιθανό θέατρο αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Αρκτική έγινε περιοχή συνεργασίας μετά την πτώση του σοβιετικού μπλοκ. Επί του παρόντος, και βασικά λόγω της κλιματικής αλλαγής, η Αρκτική διέρχεται αλλαγές που δημιουργούν απειλές και ευκαιρίες παγκόσμιας εμβέλειας, ενθαρρύνοντας διάφορους παράγοντες στην περιοχή και εκτός αυτής να λάβουν θέση επί του θέματος. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει τη δυναμική συνεργασίας που επικρατούσε μέχρι τώρα.

Στο πρώτο μέρος της μελέτης εξετάσαμε τους στόχους για την ανάλυση της γεωστρατηγικής, της κλιματικής αλλαγής, των πόρων και του νομικού πλαισίου της Αρκτικής, με έμφαση αρχικά στα γενικά δεδομένα του χώρου και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο Αρκτικό οικοσύστημα.

Επισημάνθηκαν ευκαιρίες και κίνδυνοι που προκύπτουν από νέα δρομολόγια και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, που αν και εξαιρετικά κερδοφόρα για τα εμπλεκόμενα μέρη, αποτελεί μεγάλο ρίσκο για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των αυτοχθόνων πληθυσμών.

Στο δεύτερο μέρος της μελέτης θα εξεταστεί το πλαίσιο της διακυβέρνησης στην ευαίσθητη περιοχή της Αρκτικής και οι κύριοι γεωπολιτικοί παράγοντες που καθορίζουν την υπάρχουσα και μελλοντική στρατηγική Ρωσίας, Κίνας, Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. ΑΡΚΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Στη διακυβέρνηση της Αρκτικής διακρίνονται τέσσερις ρυθμιστικές πηγές:

  1. Όργανα ήπιου δικαίου, προερχόμενα από πολιτικά φόρουμ, στα οποία τα κράτη δεν έχουν μεταβιβάσει ή περιορίσει χώρους της κυριαρχίας τους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει πάνω απ' όλα το Αρκτικό Συμβούλιο, το οποίο έχει σχεδιαστεί από την ίδρυσή του ως πολυμερές φόρουμ συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των λεγόμενων «Αρκτικών Κρατών». Η ιδιότητά τους ως αποκλειστικών τακτικών μελών τους τοποθετεί ως κεντρικούς παράγοντες στο καθεστώς περιφερειακής διακυβέρνησης.
  2. Διεθνές Δίκαιο, με έμφαση στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ο σκοπός της UNCLOS είναι να καθιερώσει και να καθορίσει τα δικαιοδοτικά δικαιώματα των κρατών πάνω στις θάλασσες και τους ωκεανούς, συμπεριλαμβανομένου επίσης ενός μηχανισμού για την επίλυση συγκρούσεων σε πιθανές περιοχές αμφισβήτησης.
  3. Εθνικό δίκαιο των αρκτικών κρατών. Ελπίζεται ότι κάθε κράτος θα λάβει υπόψη, κατά την ανάπτυξη του εθνικού του δικαίου, τις δηλώσεις και τις συστάσεις που έγιναν στο Αρκτικό Συμβούλιο, αν και αυτό υπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια.
  4. Διακρατικό ιδιωτικό δίκαιο, του οποίου η σημασία συμβαδίζει με το αυξανόμενο οικονομικό ενδιαφέρον που προκαλεί η περιοχή τα τελευταία χρόνια.

Οι δύο πρώτες πηγές, βασικές για τον καθορισμό της διεθνούς συνεργασίας στην περιοχή, αναπτύσσονται παρακάτω.

3.1 Το Αρκτικό Συμβούλιο

Το Συμβούλιο της Αρκτικής ιδρύθηκε με τη Διακήρυξη της Οτάβα στις 19 Σεπτεμβρίου 1996. Στόχος του είναι να προωθήσει τη συνεργασία των αρκτικών κρατών σε τρεις τομείς: 1) προστασία του περιβάλλοντος. 2) αειφόρος ανάπτυξη της περιοχής – νοείται ως οικονομική ανάπτυξη που σέβεται το περιβάλλον, καθώς και την κουλτούρα και την ευημερία των αυτόχθονων κοινοτήτων· και 3) επιστημονική έρευνα. Σημειωτέον ότι εκτός εντολής του έχουν μείνει ζητήματα που αφορούν την αλιευτική δραστηριότητα, καθώς και τη συνεργασία σε θέματα στρατιωτικής ασφάλειας, ελέγχου των εξοπλισμών και αφοπλισμού.

Με τη μόνιμη γραμματεία του να βρίσκεται στο Tromsø (Νορβηγία) από το 2011, τα κράτη μέλη του είναι οκτώ: Καναδάς, Δανία, Φινλανδία, Ισλανδία, Νορβηγία, Ρωσία, Σουηδία και Ηνωμένες Πολιτείες. Μόνιμοι συμμετέχοντες είναι και οι έξι εκπρόσωποι των αυτόχθονων κοινοτήτων της Αρκτικής.

Το Αρκτικό Συμβούλιο θεωρείται όργανο ήπιου δικαίου, καθώς δεν έχει τη νομική εξουσία να δεσμεύει τα μέλη του. Πιο πρόσφατα, ωστόσο, έχουν διαπραγματευτεί δύο νομικά δεσμευτικές συμφωνίες στο πλαίσιο του: η Συμφωνία Συνεργασίας Αεροναυτικής και Ναυτιλιακής Έρευνας και Διάσωσης του 2011 και η Συμφωνία Συνεργασίας για τη Ρύπανση από Θαλάσσια Πετρέλαιο του 2013.

Αν και αναμφίβολα συνέβαλε στη διατήρηση της Αρκτικής ως χώρου συνεργασίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η εικόνα που προκύπτει από τις ακαδημαϊκές συζητήσεις και τα μέσα ενημέρωσης υποδηλώνει ότι αυτός ο θεσμός είναι όλο και λιγότερο κατάλληλος για να κυβερνήσει μια περιοχή που μεταμορφώνεται με τεράστια ταχύτητα. Μερικές από τις κύριες αδυναμίες και περιορισμούς που εντοπίστηκαν είναι οι εξής:

  • ότι δεν είναι διεθνής οργανισμός που έχει συσταθεί νόμιμα με συνθήκη και ότι δεν είναι άμεσα νομοθετικός·
  • ότι διαθέτει μάλλον περιορισμένα κεφάλαια, παρά το γεγονός ότι τα μέλη του είναι κυρίως χώρες υψηλού εισοδήματος· και
  • ότι δεν αντιμετωπίζει σκληρά αμυντικά ζητήματα, τα οποία είναι ολοένα και πιο σημαντικά στην περιοχή, καθώς οι διάφοροι παράγοντες προσπαθούν να διευθετήσουν τις αξιώσεις τους σχετικά με τους πόρους που υπάρχουν στην περιοχή.

Επίσης, έχουν δημιουργηθεί αμφιβολίες για το εάν υπάρχει μακροπρόθεσμη πολιτική του Αρκτικού Συμβουλίου, αφού οι στρατηγικοί προσανατολισμοί του θεσμού υπόκεινται σε εκ περιτροπής προεδρία ανά διετία.

Μια σημαντική πρόκληση που αντιμετωπίζει το Αρκτικό Συμβούλιο φαίνεται να είναι η κατάλληλη διαχείριση του αυξανόμενου παγκόσμιου ενδιαφέροντος για συμμετοχή στις εργασίες του, λόγω των αναδυόμενων οικονομικών ευκαιριών στην περιοχή της Αρκτικής, των περιβαλλοντικών ανησυχιών, καθώς και των πολιτικών και στρατηγικών ζητημάτων. Οι μη αρκτικές χώρες και οι κυβερνητικές ή μη κυβερνητικές οργανώσεις μπορούν να γίνουν παρατηρητές του ιδρύματος, εάν υποστηρίζουν τους στόχους του Αρκτικού Συμβουλίου και εάν συμμετέχουν με κάποιο τρόπο σε υποθέσεις της Αρκτικής, όπως μέσω ενός προγράμματος πολικής έρευνας.

Ούτε η Διακήρυξη της Οτάβα ούτε ο Εσωτερικός Κανονισμός του Αρκτικού Συμβουλίου προσδιορίζουν τη διαδικασία αποδοχής ή τον ρόλο των μόνιμων παρατηρητών. Το Συμβούλιο έχει 39 παρατηρητές, από δεκατρείς μη αρκτικές χώρες (Γερμανία, Κίνα, Νότια Κορέα, Ισπανία, Γαλλία, Ινδία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ολλανδία, Πολωνία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σιγκαπούρη), δεκατρείς διακυβερνητικές και διακοινοβουλευτικές οργανώσεις (όπως θα φανεί αργότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση υπέβαλε αίτηση για καθεστώς παρατηρητή, αλλά έχει επανειλημμένα απορριφθεί) και δεκατρείς μη κυβερνητικές οργανώσεις.

Ωστόσο, οι νέες προοπτικές όσον αφορά τις δυνατότητες θαλάσσιων μεταφορών και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων αποτελούν μεγαλύτερη πρόκληση για το Αρκτικό Συμβούλιο: Να συμβιβάσει τα διαφορετικά συμφέροντα των χωρών μελών, τις διαφορετικές απόψεις τους για τη συνεργασία στην Αρκτική και τους ορισμούς διαφωνιών σχετικά με το νομιμότητα νέων ενδιαφερομένων, ένα κρίσιμο ζήτημα για την παραχώρηση καθεστώτος παρατηρητή σε μη αρκτικούς παράγοντες. Σημειώνεται ότι οι αποφάσεις του Αρκτικού Συμβουλίου λαμβάνονται με συναίνεση των οκτώ τακτικών μελών του.

3.2 Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας

Το 1982, υπογράφηκε η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), μια διεθνής συμφωνία που τέθηκε σε ισχύ το 1994 και που προωθεί «την ειρηνική χρήση των θαλασσών και των ωκεανών, τη δίκαιη και αποτελεσματική χρήση των πόρων τους, τη μελέτη, τη προστασία και τη διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος και τη διατήρηση των έμβιων πόρων του». Η σύμβαση παρέχει μηχανισμούς στα κράτη να επιλύουν συνοριακές διαφορές και να επεκτείνουν τα όρια της υφαλοκρηπίδας τους στην Αρκτική, εάν αυτή εκτείνεται πέρα ​​από την αποκλειστική οικονομική ζώνη τους (ΑΟΖ), και έτσι να αποκτήσουν το δικαίωμα εκμετάλλευσης φυσικών πόρων σε αυτές τις περιοχές, παρόλο που βρίσκονται εκτός των 200 ναυτικών μιλίων της ΑΟΖ τους. Τα 200 ναυτικά μίλια της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης αρχίζουν να μετρούν από τα εδάφη που βρίσκονται στα βόρεια της αντίστοιχης χώρας, η οποία μπορεί να είναι ακόμη και νησίδα ή προέκταση της υφαλοκρηπίδας.

Οι πέντε χώρες που έχουν ακτογραμμή στον πολικό κύκλο και, επομένως, το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται τους πόρους της εντός των αντίστοιχων εδαφών τους είναι ο Καναδάς, η Δανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Νορβηγία και η Ρωσία. Με βάση το άρθρο 76 της UNCLOS, τα παράκτια κράτη μπορούν να υποβάλουν, εντός των πρώτων δέκα ετών από την επικύρωση της σύμβασης, εδαφική αξίωση στην Επιτροπή για τα όρια της υφαλοκρηπίδας για επέκταση του ελέγχου τους στον βυθό της υφαλοκρηπίδας, εάν τα όριά τους εκτείνονται πέρα ​​από τις αποκλειστικές οικονομικές τους ζώνες.

Η Νορβηγία, η Ρωσία και η Δανία έχουν ήδη υποβάλει τις προτάσεις τους στην Επιτροπή για τα όρια της υφαλοκρηπίδας, αλλά, μέχρι σήμερα, η Νορβηγία είναι η μόνη χώρα της Αρκτικής της οποίας το αίτημα έχει γίνει δεκτό. Η υφαλοκρηπίδα της εκτείνεται από το 2009 σε περίπου 235.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή τα τρία τέταρτα του μεγέθους της ηπειρωτικής Νορβηγίας.

Ο μεγάλος νικητής σε αυτό το σενάριο θα μπορούσε να είναι η Ρωσία, αφού θα συνέχιζε να ελέγχει το μισό της Αρκτικής εάν γινόταν αποδεκτός ο ισχυρισμός της για 1,2 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, με βάση την υπόθεση ότι η υποθαλάσσια κορυφογραμμή Lomonosov αποτελεί επέκταση της επικράτειάς της. Ο Καναδάς και η Δανία έχουν επίσης φιλοδοξίες για την κορυφογραμμή Lomonosov ως επέκταση της υφαλοκρηπίδας τους.

Ωστόσο, αυτή η σύμβαση από μόνη της δεν μπορεί να λύσει όλες τις προκλήσεις και τις αυξανόμενες απειλές που αντιμετωπίζει η Αρκτική, καθώς η UNCLOS προβλέπει τους ίδιους κανόνες για όλες τις θάλασσες χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής της Αρκτικής, που απαιτεί ειδικά πρότυπα. Αυτές οι προκλήσεις περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον διαχωρισμό της υφαλοκρηπίδας της Αρκτικής μεταξύ των παράκτιων κρατών, την επίλυση της διαφοράς μεταξύ του Καναδά και του υπόλοιπου κόσμου σχετικά με τον νόμιμο καθορισμό του Βορειοδυτικού Περάσματος, την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά στη Θάλασσα Μποφόρ, την επίλυση της διαφοράς μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον για τη Βερίγγειο Θάλασσα και το στενό της, καθώς και την επίλυση των διαφορών μεταξύ Καναδά και Δανίας για τον έλεγχο του νησιού Χανς.

Αυτές οι διαφορές δημιουργούν ορισμένα νομικά κενά στην περιοχή της Αρκτικής, καθώς δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί με βεβαιότητα ποιοι νόμοι, εθνικοί ή διεθνείς, θα ισχύουν στις αντίστοιχες περιοχές της Αρκτικής. Επιπλέον, η αύξηση του τουρισμού και η αύξηση της εκμετάλλευσης φυσικού αερίου και πετρελαίου, καθώς και η άνθηση στη διααρκτική ναυτιλία θέτουν σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα της Αρκτικής που, όπως ήδη αναφέρθηκε, απαιτούν πρόσθετη ρύθμιση.

Επομένως, η Αρκτική δεν είναι μια «άγνωστη γη» χωρίς κανόνες ή κανονισμούς, σε αντίθεση με ό,τι προτείνεται μερικές φορές από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά ούτε ένα ομοιογενές νομικό πλαίσιο παρόμοιο με αυτό που προβλέπει η Συνθήκη της Ανταρκτικής υπάρχει επί του παρόντος για αυτόν τον γεωγραφικό χώρο. Η τρέχουσα διακυβέρνηση της Αρκτικής είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Σε αυτό προστίθεται η ποικιλομορφία των προφίλ των κρατών στην περιοχή: τρία είναι ομοσπονδιακά (Καναδάς, ΗΠΑ και Ρωσία) και τα υπόλοιπα πέντε είναι ενιαία (Ισλανδία, Δανία, Φινλανδία, Σουηδία και Νορβηγία). Σε αυτό προστίθεται ότι το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που εφαρμόζεται στα τρία αρκτικά κράτη μέλη της ΕΕ (Δανία, Φινλανδία και Σουηδία) και, εν μέρει, σε δύο άλλα, την Ισλανδία και τη Νορβηγία, που ανήκουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

4. ΚΥΡΙΟΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΚΤΙΚΗ

Στο μεταβαλλόμενο σενάριο της Αρκτικής, διαφορετικοί παράγοντες, τόσο από την περιοχή όσο και έξω από αυτήν, τοποθετούνται για να διεκδικήσουν τα συμφέροντά τους. Τέσσερα από τα κυριότερα αναλύονται παρακάτω: η Ρωσική Ομοσπονδία, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

4.1 Ρωσία, αρκτική δύναμη

Η αρχή της ανάπτυξης της ρωσικής πολιτικής για την Αρκτική χρονολογείται από τον περασμένο αιώνα. Η απόπειρα εισβολής των Ηνωμένων Πολιτειών το 1918, γνωστή ως «Αποστολή της Πολικής Αρκούδας», εξέθεσε τη μεγάλη τους ευπάθεια σε επιθέσεις στην περιοχή. Μόλις ιδρύθηκε η ΕΣΣΔ και υπό την ηγεσία του Στάλιν, σχεδιάστηκε και καθιερώθηκε μια πολιτική της Αρκτικής ήδη από το 1931, με στόχο την προώθηση της ανάπτυξης στη βόρεια Σιβηρία. Αργότερα, το σοβιετικό καθεστώς αποφάσισε ότι η περιοχή αποτελούσε βασικό πλούτο για να υποστηρίξει την ανάπτυξή της.

Μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος και την ταραχώδη δεκαετία του 1990, η άνοδος του Βλαντιμίρ Πούτιν στην εξουσία σηματοδοτεί την επιστροφή της Αρκτικής στις προτεραιότητες της Ρωσίας, η οποία σήμερα αποτελεί την κύρια δύναμη της Αρκτικής. Αυτή η θέση βασίζεται σε αναπόφευκτες πραγματικότητες. Η πρώτη είναι ότι ευθύνεται για περισσότερο από το ήμισυ της ακτής της Αρκτικής. Αυτό εξηγεί γιατί η Μόσχα υπερασπίζεται την εφαρμογή στην περιοχή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και ότι βασίζεται σε αυτήν για να διεκδικήσει την κυριαρχία της σε όλο και μεγαλύτερες περιοχές του βυθού της Αρκτικής, τις οποίες θεωρεί υφαλοκρηπίδα της, σε σύγκρουση με άλλες αρκτικές χώρες.

Πέρα από τη διεκδίκηση χώρων κυριαρχίας, η εκτεταμένη ακτογραμμή της οδηγεί τη Ρωσία να βλέπει τη Βόρεια Θάλασσα ως πηγή ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό, προσπάθησε να εξασφαλίσει τις επενδύσεις σε logistics που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της, ανακαινίζοντας λιμάνια, σταθμούς έρευνας και διάσωσης ή συνοριακούς σταθμούς, ακόμη και προβλέποντας τη δημιουργία νέων πόλεων στις ακτές της Σιβηρίας. Ωστόσο, αυτή η φιλοδοξία να διεκδικήσει τον έλεγχό της στη διαδρομή την οδήγησε επίσης να δημιουργήσει ρυθμιστικά και διοικητικά εμπόδια στη ναυσιπλοΐα από ξένα πλοία (περιβαλλοντικοί κανονισμοί, ναύλοι, ασφάλιση). Η ρωσική νομοθεσία απαιτεί από τα ξένα πλοία να πληρώνουν για αναφορές καιρού ή πάγου, Ρώσους πιλότους και υπηρεσίες ρωσικών παγοθραυστικών, ενώ τους απαγορεύει να μεταφέρουν πετρέλαιο ή φυσικό αέριο που εξάγεται από την περιοχή. Η Μόσχα επεκτείνει τον στόλο παγοθραυστικών της, ο οποίος ήδη είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο.

Η δεύτερη πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τη στάση της Ρωσίας στην Αρκτική είναι ότι έως και τα δύο τρίτα των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου της πιστεύεται ότι βρίσκονται στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της στα βόρεια. Η πολιτική της απέναντι στην Αρκτική καθορίζεται επομένως από την επιθυμία να επεκτείνει τη βάση των φυσικών της πόρων για να καλύψει τις ενεργειακές και κοινωνικοοικονομικές αναπτυξιακές της ανάγκες.

Ωστόσο, η εκμετάλλευση αυτών των υδρογονανθράκων στην Αρκτική απαιτεί τεχνολογικές και υλικοτεχνικές δυνατότητες, αδύνατες χωρίς διεθνή συνεργασία. Αρχικά, οι κύριες ρωσικές εταιρείες υδρογονανθράκων – Rosneft και Gazprom – προσπάθησαν να ζητήσουν τη συνεργασία αμερικανικών ή Ευρωπαίων ομολόγων τους, αλλά οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν μετά την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας και το ξέσπασμα της κρίσης στην Ανατολική Ουκρανία το 2014, αλλά και η σημερινή ρωσική εισβολή στη γείτονα Ουκρανία, τις απέτρεψαν. Αυτό οδήγησε τη Μόσχα να εμβαθύνει τη σχέση της με έναν παράγοντα εκτός της περιοχής, αλλά με το καθεστώς μιας παγκόσμιας δύναμης: την Κίνα.

4.2 Κίνα: Ημιαρκτική χώρα

Από την αρχαιότητα, η Κίνα είχε στόχο να επεκτείνει τους εμπορικούς της δρόμους σε άλλα στρατηγικά μέρη εκτός της φυσικής ζώνης επιρροής της. Σήμερα, η θαλάσσια κυκλοφορία είναι για την Κίνα ζήτημα εθνικής ασφάλειας, η οποία αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 60% του εμπορίου της. Είναι σημαντικό να διασφαλιστούν τα ενεργειακά αποθέματα. Αυτό εξηγεί εν μέρει τη στρατηγική που είναι γνωστή ως «Belt & Road Initiative» (BRI), με την οποία προσπαθεί να κινητοποιήσει την πολιτική και οικονομική επιρροή για τον έλεγχο βασικών υποδομών σε άλλες χώρες για να διασφαλίσει αυτό το εμπόριο. Η παρουσία των ΗΠΑ και άλλων παραγόντων στην κύρια οδό ανεφοδιασμού τους, οδήγησε το Πεκίνο να εξετάσει με μεγάλο ενδιαφέρον την εναλλακτική που προσφέρει η Βόρεια Θαλάσσια Οδός και να φιλοδοξήσει να δημιουργήσει το λεγόμενο «Πολικό Δρόμο του Μεταξιού», ως μέρος του BRI.

Αυτό αποτελεί μέρος της στρατηγικής της Κίνας απέναντι στην περιοχή, που εγκρίθηκε με τη μορφή της Λευκής Βίβλου του 2018 για την Αρκτική Πολιτική. Σε αυτό, η Κίνα δηλώνει «ημιαρκτικό κράτος», με φιλοδοξίες να γίνει «πολική δύναμη». Αν και αναγνωρίζει την κυριαρχία των κρατών της Αρκτικής, θεωρεί την Αρκτική ως ένα παγκόσμιο ζήτημα του οποίου η διαχείριση δεν μπορεί να ανατεθεί μόνο σε αυτά.

Στον «Πολικό Δρόμο του Μεταξιού» αξίζει να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον των κινεζικών ναυτιλιακών εταιρειών για την εγκατάσταση της κυκλοφορίας στη Βόρεια Θαλάσσια Διαδρομή, την καθέλκυση του πρώτου κινεζικού παγοθραυστικού εθνικής κατασκευής το 2018 και την ανάπτυξη πυρηνικών παγοθραυστικών ή το ενδιαφέρον Κινέζων επενδυτών για την ολοκλήρωση της σιδηροδρομικής σύνδεσης μεταξύ της ευρωπαϊκής Αρκτικής και του άξονα της Μεσογείου, μέσω έργων όπως η σήραγγα Ελσίνκι-Τάλιν.

Η Κίνα ενδιαφέρεται επίσης για την εκμετάλλευση των σημαντικών ορυκτών πόρων της περιοχής. Εκμεταλλευόμενη τις δυσκολίες της Μόσχας στην πρόσβαση στη δυτική τεχνολογία και χρηματοδότηση λόγω των κυρώσεων στις οποίες υπόκειται, το Πεκίνο έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές μεταφορών και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και μεταφορών στη ρωσική Αρκτική, όπως το έργο Yamal για την υγροποίηση φυσικού αερίου , στη Σιβηρία. Επίσης σε άλλα αρκτικά θέατρα, όπως η Γροιλανδία, είναι παρούσες κινεζικές εταιρείες, εν προκειμένω στην εκμετάλλευση των σπάνιων γαιών.

Αυτές οι φιλοδοξίες είχαν επίσης θεσμική αντανάκλαση: το 2013 η Κίνα απέκτησε καθεστώς παρατηρητή στο Αρκτικό Συμβούλιο. Όσον αφορά τους χώρους κυριαρχίας, το Πεκίνο αναγνωρίζει τη δυνατότητα εφαρμογής της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, με την προσδοκία ότι τα δικαιώματά της, όπως αυτό της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, θα γίνονται σεβαστά και από τα κράτη της Αρκτικής.

Αυτό που θα καθορίσει την μετατόπιση της κινεζικής πολιτικής προς την Αρκτική θα είναι η εξέλιξη της σχέσης ευκολίας που έχει δημιουργηθεί με τη Ρωσία. Και οι δύο χώρες έχουν ήδη ανακηρύξει την Αρκτική ως χώρο συνεργασίας στην επιστημονική έρευνα, την ενέργεια, τις μεταφορές, τον τουρισμό ή την προστασία του περιβάλλοντος. Η Κίνα παρέχει τους οικονομικούς και τεχνολογικούς πόρους που χρειάζεται η Ρωσία και τα κοινά ενεργειακά έργα θα ωφελήσουν και τις δύο πλευρές. Ωστόσο, η Μόσχα δεν θα παραιτηθεί από τον έλεγχό της στη Βόρεια θαλάσσια διαδρομή και είναι επιφυλακτική για την ανάπτυξη του κινεζικού στόλου παγοθραυστικών.

4.3 Ηνωμένες Πολιτείες: Ο κοιμισμένος γίγαντας

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν ένα αρκτικό κράτος λόγω της κυριαρχίας τους στο έδαφος της Αλάσκας. Η προσέγγισή του στην Αρκτική έχει επικεντρωθεί στη διχογνωμία μεταξύ της εκμετάλλευσης των τεράστιων πόρων που υπάρχουν εκεί και των ανησυχιών που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Τα γεωπολιτικά και «σκληρά» ζητήματα ασφαλείας είχαν σχετικά περιορισμένη θέση στην προσοχή τους στην Αρκτική μέχρι πρόσφατα, όταν η αυξημένη ρωσική διεκδίκηση και το αυξανόμενο κινεζικό ενδιαφέρον για την περιοχή ανάγκασαν την Ουάσιγκτον σε μια αλλαγή στρατηγικής.

Όσον αφορά τους χώρους κυριαρχίας, οι ΗΠΑ διατηρούν ανοιχτές διαφορές στην περιοχή με τη Ρωσία, καθώς η Δούμα δεν έχει επικυρώσει τη συμφωνία που υπογράφηκε το 1990 για την οριοθέτηση των υδάτων στο Βερίγγειο Στενό και με τον Καναδά για την οριοθέτηση των υδάτων στο στενό του Μποφόρ. Η Ουάσιγκτον δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά αναγνωρίζει τα νομικά αποτελέσματά της ως διεθνές θεσμό και υποστηρίζει την εφαρμογή της στο σενάριο της Αρκτικής, αποκλείοντας εναλλακτικές λύσεις όπως η υπογραφή ενός συγκεκριμένου εγγράφου όπως η Συνθήκη της Ανταρκτικής.

Η Ουάσιγκτον αναπτύσσει στρατηγικές σχετικά με την Αρκτική από τη δεκαετία του 1970. Η τελευταία, Προεδρική Οδηγία Εθνικής Ασφάλειας NSPD 66, που υπογράφηκε από τον τότε Πρόεδρο Τζορτζ Μπους, χρονολογείται από το 2009. Περιλαμβάνει ανησυχίες για την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια, το περιβάλλον, τη βιώσιμη διαχείριση των πόρων στην περιοχή και την ενίσχυση των θεσμών συνεργασίας με τα υπόλοιπα έθνη της Αρκτικής.

Η κυβέρνηση Ομπάμα αντιλήφθηκε την Αρκτική ως σαφές παράδειγμα της επείγουσας ανάγκης να συμπεριληφθεί η κλιματική αλλαγή ως προτεραιότητα εθνικής ασφάλειας. Επέκτεινε τα εδάφη και τα ύδατα υπό ομοσπονδιακή προστασία για να ελαχιστοποιήσει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στην περιοχή και, ενόψει της προεδρίας του στο Αρκτικό Συμβούλιο το 2015, δημιούργησε τη θέση του Ειδικού Αντιπροσώπου για την Αρκτική Περιοχή.

Από το 2017, η κυβέρνηση Τραμπ διέλυσε τα περιβαλλοντικά μέτρα του προκατόχου της, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτό όμως δεν συνοδεύτηκε από επενδύσεις σε υποδομές της Αρκτικής, όπως τα παγοθραυστικά. Μια άλλη καινοτομία ήταν η υιοθέτηση ενός σταθερού τόνου ενάντια στις κινεζικές φιλοδοξίες να ενισχύσει την παρουσία της στην Αρκτική.

Η σημερινή Κυβέρνηση έχει κάνει κάποια βήματα προς την ανατροπή της κληρονομιάς του Τραμπ, ως αποτέλεσμα της επιστροφής στη Συμφωνία του Παρισιού και της εκ νέου υιοθέτησης περιβαλλοντικών μέτρων, όπως μορατόριουμ στην εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, σε εδάφη υπό ομοσπονδιακή προστασία. Ωστόσο, εξακολουθεί να ανησυχεί για την ενίσχυση των ρωσικών στρατιωτικών δυνατοτήτων και την υπεράσπιση της ανάγκης αντιμετώπισης της κινεζικής επιρροής.

4.4 Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Αρκτική

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει να διαδραματίσει θεμιτό ρόλο σε σχέση με την Αρκτική: τρία από τα μέλη της (Δανία, Φινλανδία και Σουηδία) και μισό εκατομμύριο πολίτες της βρίσκονται στην περιοχή. Η προσοχή στην Αρκτική χρονολογείται από το 1973, που συμπίπτει με την είσοδο της Δανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Μετά την προσχώρηση της Φινλανδίας και της Σουηδίας, η Ένωση υιοθέτησε μια πιο αποφασιστική προσέγγιση στις προκλήσεις της Αρκτικής. Αν και πάντα ισχυρίζεται ότι η πρωταρχική ευθύνη για τις πολιτικές της Αρκτικής ανήκει στις χώρες της Αρκτικής, η παρουσία κρατών και πολιτών της ΕΕ στην περιοχή σημαίνει ότι αυτό είναι –ή θα έπρεπε να είναι– εσωτερικό ζήτημα της Ένωσης.

Ωστόσο, αρκετοί παράγοντες περιορίζουν το πεδίο δράσης. Η ΕΕ δεν μπορεί να παίξει ρόλο στην ασφάλεια της Αρκτικής, σε σύγκριση με οντότητες όπως το ΝΑΤΟ. Επιπλέον, οι εξουσίες της κυμαίνονται ανάλογα με τον τομέα: είναι αποκλειστικές σε θέματα αλιείας, αλλά μπορεί να υποστηρίξει ή να συντονίσει μόνο τις πολιτικές των κρατών μελών της στη βιομηχανία ή τον τουρισμό. Επίσης, δεν βοηθά το γεγονός ότι λείπει η άμεση πρόσβαση στον Αρκτικό Ωκεανό. Όλα αυτά κάνουν την ΕΕ να ενεργεί στην πράξη ως εξωτερικός παράγοντας στην Αρκτική. Σε αυτό προστίθεται ότι το ενδιαφέρον των θεσμικών οργάνων της ΕΕ στην περιοχή ήταν διακεκομμένο και συχνά καθοδηγείται από ομάδες περιβαλλοντικής πίεσης, και ότι ο ενίοτε πατερναλιστικός τόνος οδήγησε άλλους φορείς της Αρκτικής να αποστασιοποιηθούν.

Η ΕΕ αναπτύσσει στρατηγικές για την Αρκτική από το 2008. Η πιο πρόσφατη δημοσιεύτηκε στις 13 Οκτωβρίου 2021 με τίτλο «Ενισχυμένη συμμετοχή της ΕΕ για μια ειρηνική, βιώσιμη και ευημερούσα Αρκτική». Σε αυτή, η ΕΕ προσδιορίζει την κλιματική αλλαγή ως την κύρια απειλή που αντιμετωπίζει η Αρκτική και αναγνωρίζει το αυξανόμενο ενδιαφέρον για πόρους και οδούς μεταφορών στην περιοχή ως πιθανή πηγή γεωπολιτικού ανταγωνισμού, ακόμη και σύγκρουσης. Θέτει ως θεμελιώδεις στόχους 1) να συμβάλει στη διατήρηση ειρηνικού και εποικοδομητικού διαλόγου και συνεργασίας στην Αρκτική, 2) να αντιμετωπίσει τις οικολογικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις στην περιοχή και 3) να υποστηρίξει την περιοχή χωρίς αποκλεισμούς και βιώσιμη ανάπτυξή της για την όφελος των κατοίκων τους.

Η θέση της ΕΕ στο Αρκτικό Συμβούλιο θα μπορούσε να βελτιωθεί. Η νέα στρατηγική της ΕΕ προβλέπει την επιμονή στην απόκτηση καθεστώτος παρατηρητή στη διακυβέρνηση και τη συμπερίληψη αρκτικών ζητημάτων στο διάλογο με τρίτα μέρη, από την περιοχή ή όσους ενδιαφέρονται για αυτήν (Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία, κ.λπ.). Για το σκοπό αυτό, έχει ειδικό απεσταλμένο για θέματα Αρκτικής στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης. Μια άλλη θεσμική ενίσχυση που προβλέπεται στη στρατηγική είναι να ανοίξει ένα γραφείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Nuuk, πρωτεύουσα της Γροιλανδίας, για να ενισχύσει τη συνεργασία της.

Η νέα στρατηγική της ΕΕ διατηρεί τις περιβαλλοντικές ανησυχίες στον πυρήνα της. Διατηρεί υποστήριξη για την έρευνα σε θέματα της Αρκτικής. Ως προς την κυριαρχία, αναφέρει την UNCLOS ως το κατάλληλο πλαίσιο για τη διαχείριση του Αρκτικού Ωκεανού. Στον τομέα της αλιείας, καθιερώνει τη διατήρηση των έμβιων θαλάσσιων πόρων ως προτεραιότητα, υποχρεώνοντας την ΕΕ να συνεχίσει τη σύναψη βιώσιμων εταιρικών σχέσεων με τις χώρες της περιοχής και να συμβάλει στην αποτελεσματική εφαρμογή της συμφωνίας για την πρόληψη της παράνομης αλιείας στην ανοικτή θάλασσα στην Κεντρική Αρκτική.

Πιο σημαντικό είναι το βήμα που κάνει για την ενέργεια: αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συνεργαστεί με τους εταίρους για τη θέσπιση πολυμερούς νομικής υποχρέωσης να μην επιτρέπει νέα ανάπτυξη αποθεμάτων υδρογονανθράκων στην Αρκτική και τις γειτονικές περιοχές και να μην αγοράζει τέτοιους πόρους εάν εξορύσσονται, που αναμφίβολα θα δημιουργήσει αντίσταση από άλλους αρκτικούς παράγοντες.

Η στρατηγική αφορά επίσης το ενδεχόμενο άνοιγμα νέων διαδρομών της Αρκτικής, δίνοντας έμφαση στην προώθηση της συνεργασίας στη διαχείριση καταστροφών και την πολιτική προστασία, με ιδιαίτερη αναφορά στις δραστηριότητες θαλάσσιας έρευνας και διάσωσης, μέσω του συστήματος εντοπισμού θέσης Galileo.

Η ΕΕ έχει αναπτύξει μια πιο εξελιγμένη προσέγγιση για την Αρκτική, λαμβάνοντας περισσότερο υπόψη τα συμφέροντα των κατοίκων της και χωρίς να παραιτείται από την κεντρική θέση της περιβαλλοντικής της ατζέντας. Ωστόσο, συνεχίζει να αγωνίζεται για να γίνει αντιληπτή ως ο πλήρης αρκτικός παράγοντας που θα έπρεπε να είναι.

Ακολουθεί αύριο το τρίτο και τελευταίο μέρος της μελέτης για την Αρκτική 

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Ελληνοτουρκικά 0

Αποκάλυψη: Αυτές είναι οι περιοχές του Αιγαίου που οι Τούρκοι θέλουν να υφαρπάξουν από την Ελλάδα στην «μοιρασιά» ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας

Η Τουρκία, επιδιώκει την περιορισμένη επέκταση των Ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, διαφοροποιούμενη γεωγραφικά...