Κίνα

Η μακροχρόνια στρατηγική εξόντωσης της κινεζικής οικονομίας

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, μετά την ισχυρή οικονομική της άνοδο, θεωρείται μια νέα «μεγάλη δύναμη» και εγγυητής της σταθερότητας. Η Κίνα, λόγω του ευρέος δικτύου επενδυτικών της ροών, είναι πιο διατεθειμένη να επιλύει ειρηνικά τις συγκρούσεις στις γειτονικές της περιοχές και να διατηρεί το status quo στην παγκόσμια σκηνή.

Εμπειρογνώμονες προσκείμενοι στη Δύση έχουν επανειλημμένα εκτιμήσει ότι η Κίνα θα γνωρίσει σύντομα τη μοίρα της ΕΣΣΔ, με την κατάρρευση της κινεζικής οικονομίας, χωρίς αυτό να έχει υλοποιηθεί έως σήμερα, με αποτέλεσμα την επικράτηση της πεποίθησης ότι η οικονομική δύναμη της Κίνας είναι σταθερή και τα αντίπαλα δέη της ανατολικής αυτοκρατορίας οφείλουν να συμφιλιωθούν με αυτή την κατάσταση. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι διαφορετική...

Πρώτον, μια συχνή αιτία παρανοήσεων σχετικά με την κατάσταση της εσωτερικής πολιτικής στην Κίνα είναι η έλλειψη σχετικών πληροφοριών σχετικά με αυτήν. Τα αίτια μπορεί να είναι η εσωστρέφεια του Πεκίνου απέναντι στον κόσμο και η έλλειψη αντικειμενικής τεχνογνωσίας στον τομέα των κινεζικών σπουδών. Πράγματι, αγγλοσαξονικές πηγές βλέπουν το Πεκίνο αποκλειστικά ως απειλή και εχθρό που «σίγουρα θα πέσει σύντομα», ενώ στη Ρωσία, για παράδειγμα, η κατάσταση είναι αντίθετη, με τους προπαγανδιστές να επιδιώκουν να ευχαριστήσουν έναν ισχυρότερο εταίρο και να εξιδανικεύουν υπερβολικά τις πολιτικές του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε αυτό συνέβαλαν και κινέζοι λομπίστες και τα υπερπόντια γραφεία κινεζικών μέσων ενημέρωσης.

Δεύτερον, διατηρείται μία ανελέητη επιθετικότητα κατά της Κίνας, σε όλα τα κρίσιμα πεδία, με στόχο την υποβάθμιση των οικονομικών και στρατιωτικών της δυνατοτήτων. Αυτά τα μέτρα εφαρμόζονται εδώ και μια δεκαετία ως μέρος μιας μακροχρόνιας αντικινεζικής στρατηγικής.

Οι συνεργάτες της Κίνας στη Μέση Ανατολή που εκθρονίστηκαν

Η πρώτη φάση αυτής της στρατηγικής χρονολογείται από την πυροδότηση της Αραβικής Άνοιξης το 2011. Πολλοί δεν αντιλαμβάνονται πλήρως τον αντίκτυπο που είχαν οι αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες και η ανατροπή αρκετών πολιτικών καθεστώτων στη Μέση Ανατολή από τότε στην παγκόσμια κοινότητα. Ωστόσο, ακόμη και η ΛΔΚ έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό. Ο Μπασάρ αλ Άσαντ, ο Χόσνι Μουμπάρακ, ο Μουαμάρ αλ Καντάφι και ο Ομάρ αλ Μπασίρ συνδέθηκαν όλοι με τεράστιες κινεζικές επενδύσεις. Οι αυτουργοί που υποκίνησαν λαϊκές αναταραχές και ανέτρεψαν ηγεμόνες που ήταν ανεπιθύμητοι για τις δυτικές ελίτ κατέστρεψαν επίσης υποδομές που είχαν κατασκευαστεί με κινεζικά χρήματα. Η φήμη της Κίνας διαλύθηκε και το ΚΚΚ βρέθηκε σε μειονεκτική θέση στρατηγικά. Η «ήπια επέκταση» του Πεκίνου κυριολεκτικά καταπατήθηκε και κάηκε από ομάδες ανταρτών και ριζοσπάστες ισλαμιστές.

Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, η Κίνα προμήθευσε ανεπίσημα το καθεστώς Καντάφι με όπλα αξίας 200 εκατομμυρίων δολαρίων και ο όγκος των επενδύσεων που έχασε στη Λιβύη ανέρχεται επίσημα σε 18 δισεκατομμύρια δολάρια – χωρίς να υπολογίζεται το γεγονός ότι το λιβυκό πετρέλαιο αντιπροσώπευε το 26% του συνολικού πετρελαίου που εξαγόταν στην Κίνα. Το 2011, η Κίνα σχεδίαζε ακόμη και να στείλει πολεμικά πλοία και αποβατικές δυνάμεις για να υποστηρίξουν το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ, αλλά και πάλι δεν τόλμησε να υλοποιήσει το εν λόγω σχέδιο - επειδή η Αμερική έχει ήδη εφαρμόσει τη στρατηγική περιορισμού της στα ανοιχτά της ίδιας της Κίνας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

"Μαραθώνιος" εξοπλισμών και αμυντικές μεταρρυθμίσεις

Η Κίνα έπρεπε σαφώς να εκσυγχρονίσει το στρατιωτικό-βιομηχανικό της συγκρότημα για να προστατεύσει τις επενδύσεις της και να ανταποκριθεί στις προκλήσεις κοντά στα σύνορά της. Από το 2012, η Θάλασσα της Νότιας Κίνας άρχισε σταδιακά να μετατρέπεται σε ένα πεδίο μάχης: το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ αύξησε γρήγορα την παρουσία του σε αυτή την περιοχή, ενώ «ειρηνικοί Κινέζοι ψαράδες» βύθιζαν πλοία στα σύνορα του Βιετνάμ και σκότωναν Ινδονήσιους ψαράδες. Η Ιαπωνία και η Ταιβάν επικεντρώθηκαν σε σαρωτικές αμυντικές μεταρρυθμίσεις, ενώ γινόταν ολοένα και πιο σαφές στα μέσα ενημέρωσης και στους ειδικούς ότι τα εθνικά κινήματα σε περιοχές της Κίνας όπως το Σιντζιάνγκ, το Θιβέτ και η Εσωτερική Μογγολία αποτελούσαν αυξανόμενη απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Κίνας.

Λόγω αυτού του παράγοντα, το Πεκίνο μπήκε σε έναν κύκλο επανεξοπλισμού μεγάλης κλίμακας και ανασυγκρότησης ολόκληρων κλάδων του στρατού, που απαιτούσαν τεράστιους πόρους για ανάπτυξη και παραγωγή, κατάσταση την οποία υποκίνησαν οι ΗΠΑ. Πολλοί θα μπορούσαν να πουν ότι οι Κινέζοι έχουν σχεδόν αμέτρητους οικονομικούς πόρους και μπορούν να αντέξουν οικονομικά οποιοδήποτε έργο εκσυγχρονισμού, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Η Κίνα ήδη μειώνει τον ρυθμό αύξησης των δαπανών, αν και απέχει ακόμη πολύ από την επίτευξη ποιοτικής και ποσοτικής ισοδυναμίας με τις δυτικές δυνάμεις.

Επιπλέον, υπάρχει η ανάγκη να μειωθεί το τεχνολογικό χάσμα. Τα κινεζικά όπλα δεν μπορούν να ανταγωνιστούν την ανέλιξη των ΗΠΑ στη στρατιωτική τεχνολογία. Η ΛΔΚ ασχολείται κυρίως με την αγορά ή τη λογοκλοπή απαρχαιωμένης τεχνολογίας από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην αεροπορική βιομηχανία, όπου η Κίνα προσπάθησε να αγοράσει το ουκρανικό εργοστάσιο Motor-Sich προκειμένου να αποκτήσει τεχνολογία για την παραγωγή κινητήρων αεροσκαφών. Παρεμπιπτόντως, οι Ουκρανοί, με δεδομένη την καθοδήγηση του Αμερικανικού παράγοντα στο Κίεβο, εξαπάτησαν το Πεκίνο και εθνικοποίησαν το εργοστάσιο, αφήνοντας τους Κινέζους χωρίς χρήματα και χωρίς κινητήρες αεροσκαφών.

Η κρίση στη βιομηχανία των τεχνολογιών

Το τρίτο πλήγμα για την Κίνα ήταν η κρίση στην παραγωγή της κρίσιμης βιομηχανίας του επερχόμενου «ψηφιακού κόσμου» – της μικροηλεκτρονικής. Τα μικροτσίπ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος κάθε σύγχρονης τεχνολογίας και η ηγεσία στην παραγωγή τους σημαίνει ηγετική θέση σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία. Η ιδιαιτερότητα αυτού του κλάδου είναι η ταχεία ανάπτυξή του και τα εργοστάσια χρειάζονται συνεχώς όλο και πιο προηγμένες μονάδες παραγωγής.

Η Κίνα έχει εργοστάσια καθώς και σπάνια μέταλλα ως πρώτες ύλες, αλλά ο εξοπλισμός για την παραγωγή δημιουργείται μόνο σε δύο χώρες, την Ολλανδία και την Ιαπωνία. Η θέση της Ιαπωνίας έναντι του αντιπάλου της στην περιοχή είναι σαφής και η ολλανδική ASML, η οποία ήταν ο μόνος εταίρος των κινεζικών εταιρειών στην προμήθεια εξοπλισμού για την παραγωγή μικροτσιπ, διέκοψε τις σχέσεις μαζί τους μετά από πιέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αυτή τη στιγμή, η Κίνα έχει κολλήσει στην ανάπτυξη όλων των καινοτόμων βιομηχανιών για αρκετά χρόνια, καθώς δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει το πιο σημαντικό στοιχείο οποιουδήποτε μηχανήματος. Οι ΗΠΑ αποκόπτουν επίσης την κινεζική βιομηχανία από την καινοτομία μέσω άλλων εταιρειών. Για παράδειγμα, η Google έχει στερήσει από τον κινεζικό τεχνολογικό κολοσσό Huawei την πρόσβαση στις υπηρεσίες της. Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε ότι χωρίς δυτικές τεχνολογίες και διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε αυτές, χωρίς τεχνική υποστήριξη, η τεράστια βιομηχανία της Κίνας αιωρείται σε έναν κυκεώνα αβεβαιότητας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ενεργειακή κρίση σε τρία κέντρα εξουσίας

Ο τελευταίος παράγοντας κρίσης για την Κίνα είναι η δύσκολη κατάσταση στον ενεργειακό τομέα, κρίση η οποία φυσικά δεν πλήττει μόνο την ηγέτιδα δύναμη της Ανατολής, αλλά δυσχεραίνει τη θέση όλων των μεγάλων "παικτών" στην παγκόσμια σκηνή, πλήττοντας βέβαια κυρίως τις μικρότερες χώρες που βασίζονται στην εισαγωγή καυσίμων και ενεργειακών υλών.

Από την άνοιξη του τρέχοντος έτους, η Κίνα αντιμετωπίζει διακοπές στον ενεργειακό εφοδιασμό. Το φθινόπωρο, η κατάσταση επιδεινώθηκε, άρχισαν προσωρινές διακοπές ρεύματος στα εργοστάσια, τέθηκε υπό αμφισβήτηση η κανονικότητα του θαλάσσιου εφοδιασμού λόγω της κλιμάκωσης που περιγράφηκε παραπάνω και η ενεργειακή υποδομή στην Κεντρική Ασία κινδυνεύει μετά την πτώση του καθεστώτος στο Αφγανιστάν. Η αναστολή των αποστολών άνθρακα από την Αυστραλία μετά από μια σειρά διπλωματικών σκανδάλων ήταν άλλο ένα σοβαρό πλήγμα στον ενεργειακό τομέα της Κίνας, ο οποίος στο πλαίσιο ενός εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ θα έπρεπε, αντίθετα, να υπερλειτουργεί.

Φυσικά, σε αυτό το σημείο δεν μιλάμε για την άνευ όρων ήττα της ΛΔΚ στην παγκόσμια αναμέτρηση. Ακόμη και ο αρχηγός του Μικτού Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ, στρατηγός Mark Milley, δήλωσε πρόσφατα τη διαμόρφωση μιας παγκόσμιας τάξης με τρία κέντρα εξουσίας – τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και τη Ρωσία. Ωστόσο, υπάρχουν αμφιβολίες ότι το Πεκίνο θα μπορέσει να διατηρήσει τον σταθεροποιητικό του ρόλο στην Ευρασία και τον Ειρηνικό, επομένως, η αποδυνάμωσή του θα οδηγήσει μόνο σε νέα πεδία κλιμάκωσης και θα δώσει στις ΗΠΑ νέες ευκαιρίες να ανακτήσουν στρατηγικό πλεονέκτημα σε περιοχές που θεωρούσαν από καιρό χαμένες.
 

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ