Οι πολέμιοι της αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, χρησιμοποιούν τις εικόνες απελπισμένων Αφγανών που αναζητούν πτήσεις έξω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ, για να επιτεθούν στην απόφαση της κυβέρνησης, να εγκαταλείψουν τον πόλεμο που διήρκεσε δεκαετίες.
Η Νίκι Χέιλι, πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη της κυβέρνησης Τραμπ, εξίσωσε την αποχώρηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν από τη χώρα της Νότιας Ασίας, ως μια πλήρη παράδοση στους Ταλιμπάν, σαν να μην υπήρχε μια εναλλακτική λύση, μεταξύ της εξόδου της χώρας των ΗΠΑ και κλιμάκωσης του ρόλου της Ουάσινγκτον στη σύγκρουση.
«Δεν είναι απλώς μια επική ήττα για τις Ηνωμένες Πολιτείες» , έγραψε ο Ρόμπιν Ράιτ, αρθρογράφος του New Yorker στις 15 Αυγούστου. «Η πτώση της Καμπούλ μπορεί να χρησιμεύσει, ως ένα χτύπημα για την εποχή της παγκόσμιας ισχύος των ΗΠΑ».
Ο αντίκτυπος της αποχώρησης ( εγκατάλειψης άρον –άρον ) των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, όμως, παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς σχεδόν 100 απόστρατοι στρατηγοί και ναύαρχοι, απαιτούν από τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ (και πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Raytheon) Λόιντ Όστιν και τον πρόεδρο των αρχηγών του επιτελείου Μαρκ Μίλεϊ, να παραιτηθούν αμέσως, μετά την αποτυχημένη αποχώρηση από το Αφγανιστάν.
«Οι απόστρατοι αξιωματικοί που υπογράφουν αυτήν την επιστολή, ζητούν την παραίτηση και τη συνταξιοδότηση του υπουργού Άμυνας (SECDEF) και του προέδρου των αρχηγών του κοινού επιτελείου (CJCS), με βάση την αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, κυρίως με γεγονότα που σχετίζονται με την καταστροφική αποχώρηση από Αφγανιστάν», γράφει μια επιστολή της Δευτέρας, που υπέγραψαν 90 απόστρατοι ανώτατοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι.
"Ως κύριοι στρατιωτικοί σύμβουλοι του CINC (Γενικός Διοικητής)/Προέδρου, το SECDEF και το CJCS, θα έπρεπε να είχαν συστήσει δράσεις ενάντια σε αυτήν την επικίνδυνη απόσυρση με τον πιο δυνατό τρόπο", έγραψαν.
"Αν δεν έκαναν τα πάντα για να σταματήσουν τη βιαστική απόσυρση, θα πρέπει να παραιτηθούν''.
Από την επιστολή τους φαίνεται, ότι πιστεύουν πως οι συνέπειες αυτής της καταστροφής είναι τεράστιες και θα αντηχήσουν για δεκαετίες, ξεκινώντας με την ασφάλεια των Αμερικανών και των Αφγανών, που δεν μπορούν να μετακινηθούν με ασφάλεια στα σημεία εκκένωσης, καθώς όντας, είναι de facto όμηροι των Ταλιμπάν αυτή τη στιγμή.
«Ο θάνατος και τα βασανιστήρια των Αφγανών, έχει ήδη ξεκινήσει και θα οδηγήσει σε μια ανθρώπινη τραγωδία μεγάλων διαστάσεων . Η απώλεια δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό και προμήθειες που πέφτουν στα χέρια των εχθρών μας, είναι καταστροφική. Η ζημιά στη φήμη των Ηνωμένων Πολιτειών είναι απερίγραπτη, τώρα θεωρείται, και θα θεωρείται για πολλά χρόνια, ως ένας αναξιόπιστος εταίρος σε οποιαδήποτε πολυεθνική συμφωνία ή επιχείρηση. Η εμπιστοσύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες, βλάπτεται ανεπανόρθωτα».
Επιπλέον, ένας άλλος φόβος που μπορεί να υπάρξει είναι πως οι αντίπαλοί των ΗΠΑ, ενθαρρύνονται να κινηθούν εναντίον της Αμερικής λόγω της αδυναμίας που εμφάνισε στο Αφγανιστάν. Η Κίνα είναι αυτή που επωφελείται περισσότερο από ότι η Ρωσία, το Πακιστάν, το Ιράν. Οι τρομοκράτες σε όλο τον κόσμο θα ενθαρρυνθούν και ίσως μπορέσουν, να περάσουν ελεύθερα στη χώρα των ΗΠΑ, μέσω των ανοιχτών συνόρων με το Μεξικό.
Όπως είναι γνωστό 13 στρατιώτες, σκοτώθηκαν την περασμένη Πέμπτη σε βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας ISIS-K. Ενώ ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ανέλαβε την «τελική» ευθύνη για τον θάνατό τους, (κοιτώντας αμήχανα το ρολόι του αρκετές φορές αφού τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν στην αεροπορική βάση του Ντόβερ), έχουν ήδη αρχίσει να ακούγονται φωνές που τον καλούν να παραιτηθεί για τον φρικτό χειρισμό της κυβέρνησής του,(αποχώρηση για την οποία είχαν επτά μήνες να προγραμματίσουν).
Εξίσου σημαντικός φόβος είναι πως υπάρχει, μια νόμιμη ανησυχία στους κύκλους της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον, για την επιστροφή του Αφγανιστάν σε αυτό που ήταν κάποτε: το κατεξοχήν καταφύγιο του κόσμου, για αντι-αμερικανικές τρομοκρατικές ομάδες.
Αυτός δεν είναι ένας παράλογος φόβος. Ο διευθυντής της CIA Γουίλιαμ Μπερνς, κατέθεσε τον Απρίλιο ότι οι αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ, θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο δύσκολες χωρίς αμερικανική παρουσία επί τόπου.