Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, ο Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να αποτελέσει και επίσημα παρελθόν από την ηγεσία των ΗΠΑ. Η εκλογή του Τζο Μπάιντεν στο αξίωμα υποδηλώνει ότι είναι θέμα χρόνου μέχρι να συμβεί. Αυτό, όμως, που δεν λέει να υποχωρήσει είναι η πιθανότητα μιας πυρηνικής επίθεσης, τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί έως τις 20 Ιανουαρίου 2021.
Τις τελευταίες μέρες, η φιλολογία σχετικά με τη στάση του επόμενου προέδρου των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν έχει φουντώσει.
Μια από τις προεκλογικές εξαγγελίες του Τζο Μπάιντεν, εξάλλου, ήταν η επιστροφή της χώρας του στη Συμφωνία για τα Πυρηνικά του Ιράν που είχε υπογραφεί το 2015.
Επρόκειτο για ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης, το οποίο θεωρήθηκε ως ένα από τα επιτεύγματα του Μπαράκ Ομπάμα. Με εκείνη τη Συμφωνία, έκλεινε για την Τεχεράνη ο δρόμος προς την απόκτηση μιας πυρηνικής βόμβας με τη χρήση εμπλουτισμένου ουρανίου και το Ιράν δεσμευόταν ότι θα σταματούσε την παραγωγή οπλικού πλουτωνίου.
Η επίθεση στο Ιράν και οι σκέψεις για δεύτερο «χτύπημα»
Τον περασμένο Ιανουάριο, ΗΠΑ και Ιράν έφτασαν κοντά στον πόλεμο, αφού ο Τραμπ διέταξε επίθεση με drone εναντίον του Ιρανού διοικητή Κασέμ Σολεϊμανί, υποστηρίζοντας ότι ήταν υπεύθυνος για τους θανάτους εκατοντάδων Αμερικανών στρατιωτών. Το Ιράν απάντησε εξαπολύοντας βαλλιστικούς πυραύλους σε ιρακινές στρατιωτικές βάσεις που στεγάζουν τις αμερικανικές δυνάμεις.
Απώλειες δεν υπήρξαν, αλλά περισσότεροι από 100 Αμερικανοί διαγνώστηκαν με σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες. To ζήτημα είναι πως η πυρηνική απειλή φαίνεται πως αποτελεί κάτι περισσότερο από ένα τρομολαγνικό σενάριο συνωμοσίας.
Όπως αποκάλυψαν οι New York Times, λίγο μετά τις αμερικανικές εκλογές, ο πρόεδρος ζήτησε από ανώτερους συμβούλους του Οβάλ Γραφείου να του παραθέσουν τις επιλογές για επίθεση κατά του κύριου πυρηνικού χώρου του Ιράν το επόμενο διάστημα.
Η συνάντηση έλαβε χώρα μια ημέρα μετά την έκθεση διεθνών επιθεωρητών για σημαντική αύξηση του αποθέματος πυρηνικών της ασιατικής χώρας.
Τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο (από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της επίθεσης) όσο και ο στρατηγός Μάικ Μίλεϊ περιέγραψαν τους πιθανούς κινδύνους στρατιωτικής κλιμάκωσης. Αμφότεροι αναφέρεται πως αποχώρησαν με την εντύπωση ότι μια πυραυλική επίθεση στο Ιράν δεν είναι της παρούσης.
Οι υπερεξουσίες του προέδρου
Στον διεθνή τύπο εκφράζεται έντονος προβληματισμός για τις υπερεξουσίες που έχουν δοθεί στον Αμερικανό πρόεδρο, χάρη στις οποίες θα μπορούσε να κάνει χρήση πυρηνικών εναντίον όποιας χώρας επιθυμούσε.
Βάσει του Συντάγματος, ο πρόεδρος των ΗΠΑ απαιτείται να συμβουλευτεί τον Υπουργό Άμυνας πριν αποφασίσει να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα. Εάν ο τελευταίος αντιταχθεί, η γνώμη του μπορεί να παρακαμφθεί.
Έτσι, με την πρόσφατη απόφασή του να απολύσει τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, Μαρκ Έσπερ, ο Αμερικανός πρόεδρος έβγαλε από τη μέση ένα από τα τελευταία εμπόδια που τον χώριζαν από την ενεργοποίηση του αμερικανικού οπλοστασίου πυρηνικών πυραύλων χωρίς καμία διαβούλευση ή προειδοποίηση.
Από τη στιγμή που ο Έσπερ έφυγε από τη μέση, απομένει η «γνωμάτευση» του αντιπροέδρου Μάικ Πενς, ο οποίος θα μπορούσε με την ομόφωνη υποστήριξη του υπουργικού συμβουλίου να απομακρύνει τον Τραμπ από το αξίωμα.
Όμως, ούτε ο Πενς έχει δείξει παρόμοιες διαθέσεις ούτε και το συμβούλιο, που αποτελείται κυρίως από υποστηρικτές του προέδρου, φαίνεται πιθανό να εγκρίνει την απομάκρυνσή του.
Ο ρόλος του Κογκρέσου
Αυτού του είδους οι ανησυχίες ώθησαν το μέλος του Κογκρέσου Τεντ Λιου και τον γερουσιαστή Έντουαρντ Μάρκεϊ να εισάγουν νομοθεσία που θα περιόριζε τον πρόεδρο να κάνει χρήση πυρηνικών όπλων χωρίς την πρότερη κήρυξη πολέμου από το Κογκρέσο. Ο Τραμπ, όμως, άσκησε βέτο, το οποίο η Σύγκλητος δεν κατάφερε να υπερκεράσει.
Ανώτεροι αξιωματούχοι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όπως ο Μάρκο Ρούμπιο, έχουν δηλώσει πως ο Τραμπ δεν είναι το κατάλληλο άτομο για να έχει τον αποκλειστικό έλεγχο των πυρηνικών όπλων επειδή είναι «ανισόρροπος».
Δεν είναι ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που περιγράφεται σε ασταθή κατάσταση.
Για παράδειγμα, ο Ρίτσαρντ Νίξον αδυνατούσε να διαχειριστεί ψυχολογικά πολλές καταστάσεις και κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης με μέλη του Κογκρέσου είχε πει ότι θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σηκώσει το τηλέφωνο «και σε 25 λεπτά, εκατομμύρια άνθρωποι θα είναι νεκροί.»
Ο Τραμπ, όμως, δεν έχει τη φήμη ανθρώπου που πίνει πολύ, παρότι η συμπεριφορά του μετά τις εκλογές συνεχίζει να είναι περίεργη και απρόβλεπτη.
Ο στρατός έχει τους δικούς του κανόνες
Κατά την προεδρία Τραμπ, κορυφαία στρατιωτικά στελέχη επιμένουν ότι δεν θα συμμορφωθούν με μια πιθανή εντολή για επίθεση. Όμως, αυτό που εννοούν είναι ότι δεν πρόκειται να συμμορφωθούν με μια εντολή που παραβιάζει το Διεθνές ή Στρατιωτικό Δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψη αρχές και ζητήματα όπως η αναλογικότητα και το καθεστώς των αμάχων.
Βάσει αρχής, άλλωστε, ο αμερικανικός στρατός ακολουθεί τον γνωστό ως «κανόνα των δύο ατόμων»: την απαίτηση ότι δύο ή περισσότερα άτομα θα είναι παρόντα κάθε φορά που τα όπλα είναι προσβάσιμα, σταθερά ή εκτοξευμένα.
Ο στόχος είναι να μη μένει ποτέ κανείς μόνος με ένα πυρηνικό όπλο. Ασφαλώς, ο κανόνας ισχύει και για τον εκάστοτε πρόεδρο.
Τι θα κάνει ο Μπάιντεν
Το επικείμενο τέλος της προεδρίας Τραμπ δίνει στις ΗΠΑ μια σημαντική ευκαιρία για τη μεταρρύθμιση βασικών διατάξεων που διέπουν τις προεδρικές εξουσίες.
Αυτή η εξέλιξη θα επέτρεπε στον πρόεδρο να πραγματοποιεί μόνο τις επιθέσεις που έχουν προηγουμένως περάσει από την έγκριση του Κογκρέσου.
Αναβαθμίζοντας τον ρόλο του Κογκρέσου, ο Τζο Μπάιντεν θα είναι ελεύθερος να εφαρμόσει την εξαγγελία του και να «τερματίσει τους πολέμους για πάντα».