Τα δυτικά έθνη έχουν κάνει σημαντικά βήματα για να κόψουν τους ενεργειακούς δεσμούς με τη Ρωσία, καταστέλλοντας τις εισαγωγές θαλάσσιου αργού πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων πετρελαίου, επιβάλλοντας ανώτατο όριο τιμής 60 δολαρίων ΗΠΑ στις πωλήσεις σε μη δυτικές χώρες, σε μια προσπάθεια να περιορίσουν την ικανότητα του Κρεμλίνου να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Πέντε χώρες όμως έχουν επεκτείνει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου στον απόηχο της εισβολής στην Ουκρανία, και το διύλισαν σε προϊόντα που πωλούν σε χώρες που έχουν επιβάλει κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε από το Κέντρο Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (CREA).
Η επιχείρηση του «ξεπλύματος τους» υπονομεύει το ανώτατο όριο τιμής του ρωσικού πετρελαίου και τροφοδοτεί την εισβολή
Η CREA προσδιορίζει την Κίνα, την Ινδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Τουρκία και τη Σιγκαπούρη ως «χώρες πλυντηρίου», που αύξησαν τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Αύξησαν επίσης τις εξαγωγές διυλισμένων προϊόντων στις «χώρες ανώτατου ορίου τιμών» που επέβαλαν κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Αυστραλίας, της Ιαπωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η απαγόρευση του πετρελαίου και το ανώτατο όριο τιμών της ΕΕ, που επιβλήθηκαν τον Δεκέμβριο και τον Φεβρουάριο αντίστοιχα, κοστίζουν στη Μόσχα περίπου 160 εκατομμύρια ευρώ (175,3 εκατομμύρια δολάρια) την ημέρα, αλλά σχεδιάστηκαν προσεκτικά για να επιτρέπουν τις ροές ρωσικού πετρελαίου στις παγκόσμιες αγορές, για να διατηρήσουν τις τιμές χαμηλές και να αποφύγουν διαταραχές του εφοδιασμού.
Η έκθεση της CREA δείχνει ότι, οι θαλάσσιες εισαγωγές ρωσικού αργού πετρελαίου στην Κίνα, την Ινδία, την Τουρκία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σιγκαπούρη αυξήθηκαν κατά 140% σε όρους όγκου, ή 182% σε αξία σε σχέση με το προηγούμενο έτος, από την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Η συνολική αξία των εισαγωγών τους ήταν 74,8 δισεκατομμύρια ευρώ (82 δισεκατομμύρια δολάρια) τους 12 μήνες, με τις πέντε χώρες να αντιπροσωπεύουν το 70% των εξαγωγών αργού πετρελαίου της Ρωσίας από την έναρξη του πολέμου.
Από την εισβολή, η ΕΕ, η G7 και η Αυστραλία αύξησαν τον όγκο των προϊόντων διύλισης πετρελαίου που εισήγαγαν από την Κίνα κατά 94%, την Ινδία κατά 2%, την Τουρκία κατά 43%, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κατά 23% και τη Σιγκαπούρη κατά 33%. Οι εξαγωγές προϊόντων πετρελαίου των πέντε εθνών αυξήθηκαν 80% σε όρους αξίας και 26% σε όρους όγκου προς χώρες με ανώτατο όριο τιμών, αναφέρει η έκθεση, με αύξηση μόνο κατά 2% σε όγκο σε χώρες χωρίς ανώτατο όριο τιμών από τον Φεβρουάριο του 2022.
Η CREA είπε ότι, δεν είναι σε θέση να επαληθεύσει την ακριβή ποσότητα προϊόντων πετρελαίου από ρωσικό αργό πετρέλαιο που περνά από τις πέντε χώρες «πλυντήρια» σε έθνη που τηρούν το ανώτατο όριο τιμών, αν και αναφέρει τις τάσεις των δεδομένων, ως «απόδειξη ότι οι χώρες πλυντηρίων παρέχουν κεφάλαια στο Κρεμλίνο μέσω υψηλότερων εισαγωγών ρωσικού αργού σε σχέση με το προηγούμενο έτος».
«Ένας από τους τρόπους με τους οποίους η Ρωσία μπόρεσε να δημιουργήσει μια αδιαφανή αγορά, είναι η αποστολή δεξαμενόπλοιων χωρίς ακριβή προορισμό. Έτσι φτάνουν τελικά στις μεταφορές από πλοίο σε πλοίο», αναφέρει έγκριτο μέσο ενημέρωσης.
Παράδειγμα αποτελεί η βιομηχανία διύλισης της Σιγκαπούρης, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες στον κόσμο με συνδυασμένη ικανότητα επεξεργασίας άνω του 1,5 εκατομμυρίου bpd και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου.
Υποκρισία στις κυρώσεις των κρατών
Για να κατανοήσουμε την υποκρισία, η Σιγκαπούρη έχει ασκήσει δημόσια κριτική για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, επιβάλλοντας στοχευόμενες κυρώσεις και περιορισμούς στη Ρωσία, που καλύπτουν τους ελέγχους των εξαγωγών σε στρατιωτικά και ορισμένα αγαθά διπλής χρήσης, καθώς και μέτρα που απαγορεύουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να συναλλάσσονται με καθορισμένες ρωσικές τράπεζες. Ωστόσο, το νησιωτικό έθνος δεν έχει απαγορεύσει την εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου ή προϊόντων πετρελαίου!
Εκτός από τις εισαγωγές ντίζελ από τη Ρωσία που σημείωσαν τον υψηλότερο όγκο τους σε περισσότερο από ένα χρόνο, τα επίσημα στοιχεία έδειξαν ότι οι εισαγωγές της Σιγκαπούρης ρωσικής νάφθας, η οποία χρησιμοποιείται στην ανάμειξη βενζίνης και επίσης βασικό συστατικό σε πλαστικά και πετροχημικά, σχεδόν τριπλασιάστηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2023 σε 741.000 τόνους, από περίπου 261.000 τόνους το τέταρτο τρίμηνο πέρυσι.
Σύμφωνα με το σύστημα ανώτατων ορίων τιμών, οι εταιρείες που αποστέλλουν ρωσικό πετρέλαιο εκτός Ευρώπης μπορούν να έχουν πρόσβαση στις ασφαλιστικές και χρηματιστηριακές υπηρεσίες της ΕΕ, μόνο εάν πουλήσουν το πετρέλαιο σε τιμή ή μικρότερη από 60 δολάρια.
Σύμφωνα με την έκθεση της CREA, το 56% του ρωσικού αργού πετρελαίου που αποστέλλεται στις πέντε χώρες του «πλυντηρίου» έχει μεταφερθεί με πλοία που ανήκουν ή είναι ασφαλισμένα από χώρες του ανώτατου ορίου τιμών, από τον Δεκέμβριο του 2022 έως τον Φεβρουάριο του 2023.
Ο ερευνητικός οργανισμός που εδρεύει στο Ελσίνκι προτείνει οι χώρες με ανώτατα όρια τιμών να χρησιμοποιούν την επιρροή τους στις ασφαλιστικές και ναυτιλιακές βιομηχανίες, για να απαγορεύσουν τις εισαγωγές από διυλιστήρια που λαμβάνουν οποιοδήποτε ρωσικό αργό, να αρνηθούν τις εισαγωγές προϊόντων διύλισης πετρελαίου ρωσικής προέλευσης, καθώς και να απαγορεύουν διαρκώς τις ναυτιλιακές υπηρεσίες σε πλοία που χρησιμοποιούνται να μεταφέρουν ρωσικό αργό χωρίς συμμόρφωση με το ανώτατο όριο τιμής.
«Η ποινή για παραβίαση της πολιτικής ανώτατου ορίου τιμών είναι αποκλεισμός από ασφαλιστικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες για τρεις μήνες. Αυτό ισοδυναμεί με ένα «απαλό χάδι» σε σύγκριση με την αρχική πρόταση, που ήταν ο αποκλεισμός στο διηνεκές. Η τιμωρία πρέπει ξεκάθαρα να γίνει πιο αυστηρή», δήλωσε ο Λεβί, ενεργειακός αναλυτής στο CREΑ , ο οποίος είπε ότι δεν γνωρίζει καμία εταιρεία που έχει ακόμη «παγιδευτεί στο δίχτυ για παραβιάσεις των κυρώσεων».
Τέλος να αναφέρουμε ότι, η Ρωσία έχει απαγορεύσει συμφωνίες που περιλαμβάνουν την εφαρμογή του μηχανισμού ανώτατου ορίου τιμών, και οι εταίροι της τώρα επενδύουν σε πλοία, που φέρουν σημαία, ταξινομήσεις και ασφαλίσεις, σε δικαιοδοσίες πέραν της εμβέλειας της ΕΕ και της G7 για να αποφευχθούν περιορισμοί ανώτατων τιμών.