Σύμφωνα με ξένο μέσο ενημέρωσης, η παράδοση της δεύτερης παρτίδας ρωσικών συστημάτων αεράμυνας S-400 στην Τουρκία καθυστερεί λόγω της αντίρρησης της Άγκυρας στη ρήτρα που απαγορεύει την πώληση του συγκροτήματος σε τρίτες χώρες, κάτι που συνηθίζεται στην παγκόσμια πρακτική στρατιωτικής-τεχνικής συνεργασίας.
Ο Γιούρι Πίλιπσον, διευθυντής του τέταρτου ευρωπαϊκού τμήματος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, αναφέρει ότι η Μόσχα δεν βλέπει άλυτα θέματα στο ζήτημα του εφοδιασμού της Τουρκίας με το δεύτερο σύστημα του αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-400.
Η Τουρκία και η Ρωσία υπέγραψαν σύμβαση στις 11 Απριλίου 2017 για δύο συστήματα S-400 αξίας περίπου 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η πρώτη παράδοση του συστήματος των πυραύλων S-400 ξεκίνησε στις 12 Ιουλίου 2019 και ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2019 , αλλά δεν παρείχε στην Τουρκία καμία μεταφορά τεχνολογίας.
Η Ρωσία απλώς έστειλε δύο μονάδες S-400 και περισσότερους από 120 πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, ως μέρος της συμφωνίας μαζί με εμπειρογνώμονες για την εκπαίδευση Τούρκων στρατιωτικών σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας τους. Η δεύτερη παρτίδα δεν έχει ακόμη παραδοθεί.
Το 2022, ο διευθυντής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Στρατιωτικής-Τεχνικής Συνεργασίας (FSVTS) της Ρωσίας, Ντμίτρι Σουγκάεφ, δήλωσε ότι η σύμβαση για την προμήθεια του δεύτερου συντάγματος των συστημάτων αεράμυνας S-400 υπογράφηκε και άρχισε να εφαρμόζεται.
Σύμφωνα με τουρκικό μέσο ενημέρωσης, η Ρωσία όχι μόνο υπέγραψε συμφωνία για την ανταλλαγή γνώσεων, αλλά έδωσε και μια σειρά θετικών μηνυμάτων σε αυτό το πλαίσιο.
«Ενώ ήμασταν τόσο κοντά στην απόκτηση αυτής της κρίσιμης τεχνογνωσίας, έγινε μια παύση στην Άγκυρα. Έγινε γνωστό ότι λόγω άρθρου στη σύμβαση, το θέμα της μετάβασης στη δεύτερη φάση αναβλήθηκε και περίμενε την απαραίτητη έγκριση στο τραπέζι του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Χουλουσί Ακάρ.
Ο λόγος στον οποίο αντιτίθεται η Άγκυρα είναι η απαγόρευση πωλήσεων σε τρίτες χώρες, που αποτελεί παράγραφος συμφωνιών για την αμυντική βιομηχανία σχεδόν σε όλο τον κόσμο», αναφέρει το μέσο ενημέρωσης.
Οι δηλώσεις αυτές αποκτούν σημαντικό ενδιαφέρον εάν λάβει κανείς υπόψιν, πως ο Πρόεδρος της Τουρκικής Αμυντικής Βιομηχανίας Ισμαήλ Ντεμίρ, είχε δηλώσει πρόσφατα ότι εάν αποτύχει η συμφωνία για τα αμερικανικά F-16, η Τουρκία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο αγοράς ρωσικών μαχητικών αεροσκαφών Su-35.
Η επιμονή της κυβέρνησης του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να προχωρήσει στην απόκτηση των ρωσικών όπλων είχε υψηλό κόστος για την Τουρκία.
Να υπενθυμίσουμε ότι, η Άγκυρα όχι μόνο αποβλήθηκε από το παγκόσμιο πρόγραμμα F-35 Joint Strike Fighter αλλά και υπέστη μια σειρά κυρώσεων, εμπάργκο και περιορισμούς στην προμήθεια αμυντικών ειδών από τις ΗΠΑ και άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ.
Η τουρκική αμυντική βιομηχανία επρόκειτο να επωφεληθεί πάρα πολύ από το πρόγραμμα F-35, όσον αφορά τη μεταφορά τεχνολογίας και την πώληση ανταλλακτικών. Περίπου 1.000 εξαρτήματα για μαχητικά αεροσκάφη F-35 κατασκευάζονταν από διάφορες τουρκικές εταιρείες, έως ότου οι ΗΠΑ και οι εταίροι τους αποφάσισαν να τα προμηθευτούν από άλλες χώρες, μετά την αγορά των ρωσικών πυραύλων από την κυβέρνηση Ερντογάν.
Η Τουρκία έχασε επίσης, τα σχεδόν 11 δισεκατομμύρια δολάρια που περίμενε να κερδίσει από την πώληση αυτών των ανταλλακτικών.
Οι ΗΠΑ έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει την Τουρκία ότι, η ενεργοποίηση των πυραύλων S-400 ή η αγορά μιας δεύτερης παρτίδας θα προκαλούσε αυστηρότερες κυρώσεις, βάσει του νόμου για την αντιμετώπιση των αντιπάλων της Αμερικής μέσω κυρώσεων (CAATSA).
Να υπενθυμίσουμε ότι, στις 14 Δεκεμβρίου 2020 οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις στην Προεδρία της Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας (Savunma Sanayii Başkanlığı, SSB) και σε ορισμένους από τους κύριους αξιωματικούς της σχετικά με την προμήθεια S-400.