Είναι γνωστό ότι, στις 15 Αυγούστου ξεκίνησαν στις ΗΠΑ οι συνομιλίες του τέταρτου τεχνικού επιπέδου μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, σχετικά με την αγορά και τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών F-16 . Αντιπροσωπεία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Τουρκίας, μετέβη στις ΗΠΑ.
Η Τουρκία απέκτησε το πρώτο συνταγματικό σύνολο συστημάτων αεράμυνας S-400 το 2017, γεγονός που επιδείνωσε τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας, η κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ απομάκρυνε την Τουρκία από το πρόγραμμα των F-35 και αργότερα επέβαλε κυρώσεις στο στρατιωτικό-βιομηχανικό συγκρότημα της χώρας και στους ηγέτες του.
Σύμφωνα με τον Mikhail Khodarenok, ωστόσο, η αντίδραση στις Ηνωμένες Πολιτείες για την παραλαβή του δεύτερου συντάγματος S-400 ήταν πολύ συγκρατημένη. «Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νεντ Πράις, προέτρεψε με λεπτότητα την Τουρκία μόνο να μην εμβαθύνει περαιτέρω τις σχέσεις με το ρωσικό στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα», αναφέρει και συνεχίζει:
«Ταυτόχρονα, ο Νεντ Πράις αρνήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα εάν η απόκτηση από την Άγκυρα του δεύτερου συντάγματος συστημάτων αεράμυνας S-400, θα αναγκάσει την κυβέρνηση Τζο Μπάιντεν να επανεξετάσει τα σχέδια πώλησης μαχητικών πολλαπλών ρόλων Lockheed Martin F-16V Block 70 Fighting Falcon προς την Τουρκία».
Την ίδια ώρα, το τουρκικό υπουργείο Άμυνας διέψευσε τις πληροφορίες για υπογραφή πρόσθετης σύμβασης για το σύστημα αεράμυνας S-400, σημειώνοντας ότι το δεύτερο σετ ήταν μέρος της αρχικής σύμβασης. Η Άγκυρα ισχυρίζεται επίσης ότι, μπορεί να συναφθεί συμφωνία με τη Ρωσία για την παραγωγή από επιχειρήσεις της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, ορισμένων εξαρτημάτων για το σύστημα αεράμυνας S-400.
Σημάδι ανάκαμψης των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών, σημειώθηκε στα τέλη Ιουνίου του τρέχοντος έτους, όταν ο Ερντογάν απέσυρε τις αντιρρήσεις του για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ .
Στη συνέχεια, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, εξέφρασε την υποστήριξή του για την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη. Στη συνέχεια, ο επικεφαλής του Λευκού Οίκου εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η αμερικανική κυβέρνηση, θα μπορέσει να λάβει τη συγκατάθεση του αμερικανικού Κογκρέσου για την εφαρμογή σχεδίων αυτού του είδους.
Να υπενθυμίσουμε ότι, η Τουρκία ζήτησε την αγορά 40 μαχητικών Lockheed Martin F-16V Block 70 Viper για 6 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Άγκυρα επιδιώκει επίσης να εκσυγχρονίσει τα αεροσκάφη F-16 της εθνικής πολεμικής αεροπορίας με νέους πυραύλους αέρος-αέρος και ηλεκτρονικά συστήματα αξίας 400 εκατομμυρίων δολαρίων, για αγορά από τις Ηνωμένες Πολιτείες 80 κιτ αναβάθμισης για το Block 70.
Να αναφέρουμε ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας Bob Menendez (D-NJ), απείλησε να μπλοκάρει την πώληση των F-16 λόγω των συνεχιζόμενων αγορών από την Τουρκία συστημάτων αεράμυνας S-400, της παραβίασης του ελληνικού εναέριου χώρου και των κυπριακών υδάτων στην ανατολική Μεσόγειο και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συνεχιζόμενες επιθέσεις σε μαχητές που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ στη βορειοανατολική Συρία.
Σύμφωνα με τον Mikhail Khodarenok, υπάρχουν δύο σημαντικές πτυχές που απαντούν στο ερώτημα γιατί ο Λευκός Οίκος σταμάτησε να ασκεί δημόσια πίεση στην Άγκυρα για τους S-400.
«Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες φοβούνται να χάσουν τελικά την Τουρκία ως σύμμαχο και αγοραστή όπλων. Και δεν θέλουν να υπερβούν τα όρια. Κατανοούν ότι η σύμβαση για την αγορά των S-400 έχει ήδη συναφθεί και αυτή η ιστορία δεν μπορεί να ανατραπεί. Επομένως, πρέπει να γίνουν τα πάντα ώστε στο μέλλον η Τουρκία να συνεργάζεται με τις ΗΠΑ και όχι με τη Ρωσία, στον τομέα του στρατιωτικοβιομηχανικού συγκροτήματος. Η ενίσχυση της πολιτικής κυρώσεων, δημόσιων απειλών και προσβολών θα έχει μόνο το αντίθετο αποτέλεσμα», αναφέρει και συνεχίζει:
«Δεύτερον, οι Αμερικανοί θα προσπαθήσουν (και μάλλον το έχουν ήδη κάνει) να ζητήσουν από τους Τούρκους πρόσβαση των ειδικών τους στους S-400. Η Τουρκία, με τη σειρά της, μπορεί να προσπαθήσει να πουλήσει μυστικά S-400 στις ΗΠΑ. Αλλά τίποτα δεν θα βγει από αυτό».
Το γεγονός είναι ότι, τα συγκροτήματα παραδόθηκαν στην Άγκυρα σε "ελαφριά" μορφή: ο πιο πρόσφατος εξοπλισμός δεν εγκαταστάθηκε εκεί.
«Και τα κύρια στρατιωτικά μυστικά, όσον αφορά, για παράδειγμα, την ανίχνευση και στόχευση, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα τα αποκτήσουν σε καμία περίπτωση. Παίρνουν μόνο αυτά που ήδη γνωρίζουν», αναφέρει.