Το να πούμε ότι το πρόγραμμα πολεμικών αεροσκαφών νέας γενιάς SCAF, το οποίο συγκεντρώνει τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία, βρίσκεται σήμερα σε κατηφορική πορεία θα ήταν υποτιμητικό.
Μετά από αρκετά επεισόδια έντασης σχετικά με τη βιομηχανική κοινή χρήση μεταξύ Παρισιού, Βερολίνου και Μαδρίτης, το πρόγραμμα βρίσκεται τώρα σε αναμονή ενόψει της αδύνατης συμφωνίας που η Γερμανία και η Airbus Defense & Space, προσπαθούν να κάνουν το Παρίσι και την Dassault Aviation να αποδεχθούν, και η οποία θα υποχρεώσει τον γαλλικό αεροναυτικό όμιλο να μοιραστεί την πιλοτική λειτουργία του πρώτου πυλώνα, σχετικά με τη σχεδίαση του μαχητικού Next Generation Fighter, ή NGF, με τον Γερμανό ομόλογό του.
Εδώ και αρκετές εβδομάδες, η κατάσταση έχει παγώσει εντελώς, με τον Eric Trappier, Διευθύνων Σύμβουλο της Dassault Aviation, πολλαπλασιάζοντας συνεχώς δηλώσεις στα ΜΜΕ κάνει γνωστό ότι η ομάδα του δεν θα έκανε επιπλέον παραχωρήσεις στην Airbus DS. Η «θανατηφόρα τροχιά» που ακολούθησε το πρόγραμμα φαίνεται ότι, έφτασε ακόμη και στο Βερολίνο, αφού σύμφωνα με έκθεση του γερμανικού υπουργείου Άμυνας , οι γερμανικές αρχές θα ήταν έτοιμες να εγκαταλείψουν το πρόγραμμα SCAF, δεδομένων των βαθιών διαφορών του οποίου αποτελεί αντικείμενο.
Στο Πενταπόσταγμα σε άρθρο μας αναφέραμε: Γαλλογερμανικός "καβγάς" στην συμπαραγωγή του νέου μαχητικού 6ης γενιάς Gen FCAS Jet, τονίζοντας πως το Βερολίνο μιλά για αμφισβήτηση της συνεργασίας με το Παρίσι.
Σημειώστε, από αυτή την άποψη, ότι οι Γαλλικές αρχές θεωρούν πως επιδεικνύουν εξαιρετική διακριτικότητα σχετικά με αυτό το θέμα. Εάν είναι αλήθεια ότι, η εκτελεστική εξουσία έχει πιθανώς πολλά θέματα να ασχοληθεί σήμερα, είναι ωστόσο αλήθεια ότι το πρόγραμμα SCAF, όπως και το βαρύ θωρακισμένο αντίστοιχό του το MGCS, είναι πάνω απ' όλα απορρέουσες από μια κοινή πολιτική βούληση, μεταξύ του Εμανουέλ Μακρόν και της Άνγκελα Μέρκελ.
Πρώτον, για να δώσει ουσία στη φιλοδοξία τους για την ευρωπαϊκή άμυνα, το δεύτερο, ως διέξοδο από τις δυσκολίες που αναμενόταν για τη Γερμανία μετά την άφιξη του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο το 2016.
Έκτοτε, το πλαίσιο έχει αλλάξει βαθιά, από τότε που ο Τζο Μπάιντεν αντικατέστησε τον Τραμπ και επανεκκίνησε τη διατλαντική συνεργασία και τον κεντρικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ. Όσο για τις επαναλαμβανόμενες πρωτοβουλίες του Εμανουέλ Μακρόν, υπέρ μιας Ευρώπης της Άμυνας, όλες έχουν μείνει «κενά γράμματα» μεταξύ των ευρωπαίων γειτόνων της.
Μόνο τα προγράμματα SCAF και MGCS παραμένουν για να υποστηρίξουν αυτή τη φιλοδοξία, παρόλο που βρίσκονται τώρα αντιμέτωπες με ορισμένες βιομηχανικές, επιχειρησιακές και δογματικές πραγματικότητες, ομολογουμένως απόλυτα ταυτισμένες εδώ και πολύ καιρό, αλλά που σήμερα δεν αντισταθμίζονται πλέον από την ισχυρή πολιτική θέληση, του Μακρόν και Μέρκελ.
Όπως και να έχει, με το περισσότερο από ζοφερό μέλλον που διαμορφώνεται για το SCAF, είναι δύσκολο να δούμε πώς ένας πολιτικά αποδυναμωμένος Εμμανουέλ Μακρόν και ένας Όλαφ Σολτς, που είναι πιο «ατλανιστής» από ποτέ, θα μπορούσαν να επενδύσουν για να το σώσουν, χωρίς να θέτει σημαντικές προκλήσεις για τη γαλλική αμυντική βιομηχανία, αλλά και κυρίως για τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις της χώρας (Γαλλία), καθώς έχει ξεκινήσει ένας νέος τεχνολογικός αγώνας εξοπλισμών.
Ομολογουμένως, για την Dassault Aviation, το Rafale έχει τη δυνατότητα εξέλιξης να κρατήσει τη γραμμή για αρκετές δεκαετίες. Ωστόσο, και χωρίς αμφιβολία το γεγονός ότι, μια τέτοια υπόθεση θα ταίριαζε απόλυτα στον κατασκευαστή και τους μετόχους του, αφού το βιβλίο παραγγελιών της Rafale είναι γεμάτο για 10 χρόνια.
Το να περιοριστούν στην επαναληπτική ανάπτυξη του μαχητικού τα επόμενα χρόνια, θα μπορούσε να οδηγήσει σε σκλήρυνση της τεχνογνωσίας και της ανταγωνιστικής απόδοσης ολόκληρου του κλάδου, ο οποίος είναι κρίσιμος για την οικονομία και την Εθνική Άμυνα της Γαλλίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούν να μελετηθούν 3 υποθέσεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτές οι βιομηχανικές, τεχνολογικές προκλήσεις και προκλήσεις ασφάλειας: ο σχεδιασμός ενός Super-Rafale, αυτός ενός Mirage NG, καθώς και η επανεκκίνηση του SCAF με άλλους εταίρους, Ευρωπαίους ή μη…
Το Super-Rafale: ένα μεταβατικό μαχητικό
Το Rafale είναι ένα τρομερό μαχητικό αεροσκάφος και η εξαγωγική του επιτυχία είναι μια τέλεια απόδειξη αυτού, ιδιαίτερα ενόψει των επιθετικών και ελκυστικών προσφορών από τις αμερικανικές βιομηχανίες με τα F-35, F-16V και F-15EX.
Πέρα από τις προηγμένες επιδόσεις του και τη μοναδική του ευελιξία στην αγορά, το Rafale «λάμπει» πάνω από όλα από την ικανότητά του να εξελίσσεται, σε σημείο που το πρώτο Rafale F1 που παραδόθηκε στο Γαλλικό Ναυτικό στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μεταφέρθηκε σε στάνταρ F-3R omnirole, εξοπλισμένο με το ραντάρ EASA RBE2 και τον πύραυλο Air-Air μεγάλου βεληνεκούς Meteor, και ότι θα φέρουν ακόμη και στο μέλλον το πρότυπο F4 και τις δυνατότητές του που καταπατούν την 5η γενιά.
Ωστόσο, η τρέχουσα σχεδίαση του Rafale αρχίζει να αγγίζει τα όριά της, γεγονός που οδήγησε τη Dassault να σχεδιάσει την εξέλιξη του F4 σε δύο πρότυπα, το ένα για αεροσκάφη από προηγούμενες παρτίδες, το άλλο για νέα αεροσκάφη, ώστε να έχουμε νέες δυνατότητες αναβάθμισης στο μέλλον.
Πώς η διαμόρφωση F4 του Rafale συνδέεται με την ανάπτυξη του 6ης γενιάς μαχητικού FCAS
Πολλές από τις τεχνολογίες που ενσωματώθηκαν στο Rafale, αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος ανάπτυξης του Mirage 2000-9. O σπονδυλωτής αρχιτεκτονικής υπολογιστής αποστολής του μαχητικού αυτού επί παραδείγματι (Modular Mission Computer), γνωστός ως MDPU (Modular Data Processing Unit), που είναι σχεδιασμένος ώστε να αναβαθμίζεται εύκολα και να αποκτά άμεση επέκταση της μνήμης του με ταχύτητες επεξεργασίας δεδομένων εφάμιλλες ή και μεγαλύτερες από τον αντίστοιχο υπολογιστή του F-15 στις τελευταίες του εκδόσεις (!), είναι αυτός που φέρει και το Rafale!
Αρχικά το F4 θα διαθέτει αυξημένες ικανότητες εκτέλεσης αποστολών και επιχειρήσεων, σε δικτυοκεντρικό περιβάλλον (Network-Centric), ενώ οι διαδικασίες συλλογής, επεξεργασίας και διαβίβασης πληροφοριών και δεδομένων θα ενισχυθούν, τόσο σε επίπεδο υπολογιστικής ισχύος και αποθηκευτικού χώρου, όσο και σε επίπεδο ταχύτητας στην επεξεργασία δεδομένων και ασφάλειας κατά τη διαβίβαση τους, από και προς, άλλες φίλιες πλατφόρμες.
Δηλαδή, πρόκειται για δυνατότητα που σε πιο εξελιγμένη μορφή θα έχει το 6ης γενιάς FCAS. To οποίο θα λειτουργεί ώς πλατφόρμα συλλογής, επεξεργασίας και απεικόνισης πληροφοριών μάχης, οι οποίες θα προέρχονται τόσο από τους αισθητήρες του (ενεργούς και παθητικούς), όσο και από τους αισθητήρες (ραντάρ και ηλεκτροοπτικά συστήματα), που θα φέρουν πλατφόρμες στο έδαφος και την επιφάνεια της θάλασσας.
Η συγκεκριμένη φιλοσοφία αποσκοπεί, στο να καθιστά ταχύτατους τον εντοπισμό και τη στοχοποίηση μονάδων του αντιπάλου, πριν καν αυτός προλάβει να αντιδράσει. Ο χρόνος και η ταχύτητα εξέλιξης αυτής της διαδικασίας (εντοπισμός, ταυτοποίηση, στοχοποίηση), είναι τα κρίσιμα ζητούμενα στο πλαίσιο της ανάπτυξης του FCAS και των συστημάτων του.