Ο αυταρχισμός του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και η ιδεολογικά καθοδηγούμενη εξωτερική πολιτική του, έχουν ξεκινήσει μεγάλες διαμάχες μεταξύ της Τουρκίας και των Δυτικών συμμάχων της από τη συμμετοχή της χώρας στη συριακή διαμάχη, διευρύνοντας σε επικίνδυνο βαθμό τις παγκόσμιες αντιθέσεις.
Ο διευθυντής του δικτύου πολιτικών πληροφοριών της Μέσης Ανατολής, Eric R. Mandel τονίζει ότι όλα αλλάζουν πλέον από τον Τούρκο πρόεδρο.
“Οι συνεργασίες που έχει διαμορφώσει η Τουρκία με αντιπάλους των ΗΠΑ. όπως η Ρωσία και το Ιράν, είναι δομημένες σε ασταθές έδαφος και είναι πιθανό να υποβαθμιστούν μπροστά στον κίνδυνο που ονομάζεται Άσαντ”, δήλωσε ο Μαντέλ.
Αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν την κουρδική πλευρά στη Συρία, την οποία η Τουρκία θεωρεί ως τρομοκρατική οργάνωση, ο Ερντογάν ωθήθηκε να συνεργαστεί στενότερα με τη Ρωσία και το Ιράν, αν και οι δύο χώρες υποστηρίζουν αντίθετες πλευρές με την Τουρκία στον πόλεμο αυτό.
Δεδομένου όμως ότι η Άγκυρα και η Τεχεράνη μοιράζονται επίσης μια παρόμοια αντίθεση σε σχέση με την επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή, η Τουρκία συνεργάζεται με το Ιράν για να βοηθήσει το Κατάρ στη σύγκρουσή του με άλλα αραβικά κράτη, βοηθώντας το παράλληλα να ξεπλύνει δισεκατομμύρια δολάρια για λογαριασμό της ιρανικής κυβέρνησης με στόχο να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις.
Καθώς όμως ο πόλεμος εισήλθε σε ένα πολύ “καυτό επίπεδο” στη Συρία και οι δυνάμεις του προέδρου Μπασάρ Ασαντ, με την υποστήριξη του Ιράν και της Ρωσίας, προελαύνουν συνεχώς σε περιοχές που κατέχουν οι Τούρκοι, η Άγκυρα αλλάζει πλέον στάση και ζητά τη βοήθεια του ΝΑΤΟ.
“Με σχεδόν ολόκληρη τη συριακή αντιπολίτευση και τα εκατομμύρια των εκτοπισθέντων πολιτών να συγκεντρώνονται τώρα στην επαρχία Ιντλίμπ κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, ο Ερντογάν χρειάζεται τη Ρωσία για να τον βοηθήσει να συγκρατήσει τις δυνάμεις του Ασαντ και να αποτρέψει ένα τεράστιο κύμα μεταναστών από τη χώρα του”, δήλωσε ο Μαντέλ.
Μόνο που οι δύο χώρες δεν είναι φυσικοί σύμμαχοι και η συνεργασία τους είναι πλέον σε άσχημο επίπεδο λόγω της επίθεσης των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων στο Ιντλίμπ.
Τι θα κάνει λοιπόν ο Τούρκος πρόεδρος μπροστά σε αυτό το δίλημμα;
Μα αυτό που έπραττε πάντα η Τουρκία στην πολύχρονη ιστορίας της, το κόλπο της πολιτικής “Κυβίστησης”, βάζοντας το ΝΑΤΟ να αναμετρηθεί για λογαριασμό της στη Συρία.
Αυτό θα επιφέρει όμως μια σύγκρουση Ρώσων και Αμερικανών σε συριακό έδαφος, θυμίζοντας σε όλους μας το σενάριο της αρχής ενός αρχαίου τρομερού πολέμου με το όνομα "πελοποννησιακός πόλεμος", ο οποίος ξεκίνησε δια μέσω των συμμάχων των Αθηναίων και των Σπαρτιατών.
"Ζεσταίνει" πολεμικές μηχανές ο Άσαντ
Μόλις σήμερα έγινε γνωστό ότι ο στρατός του συριακού καθεστώτος έστειλε νέες ισχυρές ενισχύσεις, με την μετακίνηση της 1ης Μερρχίας πεζικού στην Ιντλίμπ.
Εκατοντάδες συριακά στρατιωτικά φορτηγά μετέφεραν χιλιάδες στρατιώτες, αλλά και δεκάδες άρματα μάχης και αυτοκινούμενα πυροβόλα και πυραύλους στην περιοχή Jabal Shahshubo.
Πρόκειται για σαφή ένδειξη, σύμφωνα με αμυντικούς αναλυτές, των προθέσεων της Δαμασκού για νέα επίθεση κατά των τουρκικών δυνάμεων και των φιλότουρκων Τζιχαντιστών στην πόλη αυτή.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Άσαντ θέλει να εκδιώξει τις τουρκικές δυνάμεις όχι μόνο από το Ιντλίμπ, αλλά από το σύνολο του συριακού εδάφους, διότι τις θεωρεί ως το μεγαλύτερο κίνδυνο για τη χώρα του.
Ρώσοι και Αμερικανοί δεν θα προσαρτήσουν ποτέ συριακό έδαφος, οι Τούρκοι όμως ήδη εκποιούν τα αγαθά της συριακής γης, κλέβοντας σιτάρι, λάδι, νερό και οτιδήποτε άλλο τους χρησιμεύει αφήνοντας παράλληλα το πληθυσμό να πεινάει.
Τα πετρέλαια της Συρίας θα αποτελέσουν ειδικό αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας και η Τουρκία δεν θα έχει λόγο σε καμία περίπτωση.
Παρόλα αυτά οι οι τουρκικές δυνάμεις έχουν δημιουργήσει τέσσερα νέα στρατόπεδα (σημεία παρατήρησης τα λένε ψευδώς οι Τούρκοι) στην περιοχή Jisr al-Shughour, συμπληρώνοντας τον αριθμό 56, καθώς εξακολουθούν να μεταφέρουν εν μέσω πανδημίας μεγάλες ενισχύσεις.
Η Τουρκία κινδυνεύει να δεχθεί στη Συρία μια ήττα ανάλογη με αυτή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, διότι οι Τούρκοι ξεχνούν ότι πολεμούν με ανθρώπους που θέλουν πίσω τη χώρα τους, μπορώντας να αντέξουν σε πολλές ανθρώπινες απώλειες σε σχέση με την Τουρκία που η κοινή γνώμη είναι κατά της τουρκικής επιχείρησης.