Οι παραστρατιωτικοί κι ο στρατός προχωρούν σε γενικευμένες σεξουαλικές επιθέσεις στο Χαρτούμ και στα περίχωρα της πρωτεύουσας εν μέσω του πολέμου για την εξουσία στον οποίο έχουν εμπλακεί στο Σουδάν, σύμφωνα με έκθεση της που δίνει σήμερα στη δημοσιότητα η μη κυβερνητική οργάνωση Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, HRW).
Η οργάνωση με έδρα τη Νέα Υόρκη αναφέρει πως συγκέντρωσε μαρτυρίες 42 ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων μελών του νοσηλευτικού προσωπικού και πάροχων υπηρεσιών, που έκαναν λόγο για τουλάχιστον 262 επαληθευμένες περιπτώσεις σεξουαλικής βίας στη σουδανική πρωτεύουσα το διάστημα από το ξέσπασμα του πολέμου, στα μέσα του Απριλίου του 2023, ως τον Φεβρουάριο του 2024.
Οι επιθέσεις αυτής της φύσης έχουν θύματα «κορίτσια και γυναίκες ηλικίας μεταξύ εννιά και εξήντα ετών» και συμπεριλαμβάνουν «βιασμούς και ομαδικούς βιασμούς», τονίζει το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο κείμενο.
Μεταξύ των θυμάτων στα οποία προσφέρθηκε περίθαλψη από τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας, που μίλησαν σχετικά στο HRW, «τουλάχιστον τέσσερις γυναίκες πέθαναν» εξαιτίας των επιπλοκών τραυματισμών που υπέστησαν από τους δράστες.
Ο πόλεμος ξέσπασε τη 15η Απριλίου 2023 ανάμεσα στον στρατό υπό τον στρατηγό Άμπντελ Φάταχ αλ Μπουρχάν και τους παραστρατιωτικούς των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (ΔΤΥ) υπό τον μέχρι τότε δεύτερο τη τάξει της στρατιωτικής χούντας στο Σουδάν, τον στρατηγό Μοχάμεντ Χαμντάν Ντάγκλο. Η σύρραξη έχει στοιχίσει τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους — ορισμένες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ως ακόμη και 150.000 νεκρούς, σύμφωνα με τον αμερικανό ειδικό απεσταλμένο για το Σουδάν, τον Τομ Περιέλο. Προκάλεσε επίσης εκτεταμένη καταστροφή των υποδομών της χώρας, ειδικά των νοσοκομείων και ευρύτερα των δομών υγείας.
Οι ΔΤΥ κατηγορούνται συγκεκριμένα για «ατομικούς και ομαδικούς βιασμούς» και ότι «εξανάγκασαν να παντρευτεί μέλη τους ανυπολόγιστος αριθμός γυναικών και κοριτσιών» σε συνοικίες της σουδανικής πρωτεύουσας, εξηγεί η Λετίσια Μπέιντερ, υποδιευθύντρια του τμήματος του HRW για την Αφρική.
Η έκθεση έκτασης 88 σελίδων αναφέρεται σε «συνθήκες που μπορεί να θεωρηθεί πως αποτελούν σεξουαλική σκλαβιά».
Αν και οι περισσότερες μαρτυρίες υποδεικνύουν πως τα εγκλήματα αυτής της φύσης διαπράττονται κυρίως από τις ΔΤΥ, μέλη του στρατού φέρονται επίσης να επιδίδονται σε παρόμοιες πρακτικές.
Παρότι συγκριτικά «λιγότερες», οι επιθέσεις που προσάπτονται στον στρατό «αυξήθηκαν» αφού «κυρίευσε την Ομντουρμάν», βορειοανατολικό προάστιο της πρωτεύουσας, στις αρχές του 2024.
Το HRW κατηγορεί ειδικά τις ΔΤΥ για «εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» και τα δυο μέρη για «εγκλήματα πολέμου», πάνω απ’ όλα για τις επιθέσεις τους εναντίον του σουδανικού συστήματος υγείας.
«Οι επιθέσεις των αντιμαχόμενων εναντίον του συστήματος υγείας και του ιατρικού προσωπικού», σε συνδυασμό με «τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις μετακινήσεις των αμάχων, τις μάχες σε πυκνοκατοικημένες περιοχές και την εσκεμμένη παρεμπόδιση της ανθρωπιστικής βοήθειας», σημαίνουν πως δεν είναι διαθέσιμες «επείγουσες ιατρικές φροντίδες έπειτα από βιασμούς», στηλιτεύει η οργάνωση στο κείμενό της.
Πολλές γυναίκες προσπάθησαν —μάταια— να τερματίσουν εγκυμοσύνες μετά τους βιασμούς τους.
Σύμφωνα με το HRW, είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθεί το πραγματικό εύρος της σεξουαλικής βίας στη χώρα, εξαιτίας του δισταγμού των θυμάτων να μιλήσουν, καθώς φοβούνται πως θα στιγματιστούν.
Η ΜΚΟ απευθύνει έκκληση στον ΟΗΕ και την Αφρικανική Ένωση να «αναπτύξουν επειγόντως δύναμη προστασίας των αμάχων» στο Σουδάν.