Λίγες ημέρες μετά τον ισχυρό σεισμό μεγέθους 7,7 βαθμών που έπληξε την κεντρική Μιανμάρ η ζοφερή πραγματικότητα αρχίζει να γίνεται αντιληπτή.
Σε ένα νεκροταφείο στη Σαγκάικ, μια πόλη στην κεντρική Μιανμάρ που βρίσκεται στο επίκεντρο του σεισμού, συσσωρεύονται οι σοροί.
«Τα πτώματα αναδύουν μια άσχημη μυρωδιά από χθες. Σήμερα, είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Οι σοροί δεν μπορούν ακόμη να απομακρυνθούν από την πόλη και οι ομάδες διάσωσης δεν έχουν φτάσει», λέει ο Aye Moe, 20 ετών, κάτοικος της Σαγκάικ στον Guardian.
Επισήμως, ο αριθμός των νεκρών από τον σεισμό έχει ξεπεράσει τις 2.000. Πολλοί φοβούνται ότι μπορεί να είναι πολύ περισσότεροι.
Ομαδικοί τάφοι
«Αναγκάζονται να τοποθετούν 10 πτώματα ανά τάφο», λέει ο Aye Moe. «Όταν δεν υπάρχει αρκετός χώρος εκεί (στη Σαγκάικ), πρέπει να τους μεταφέρουν στη Μάντελεϊ για αποτέφρωση, αλλά ούτε εκεί υπάρχουν αρκετοί κλίβανοι».
Τα ξένα ΜΜΕ που βρισκόταν τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα έχουν αναγκαστεί σε μεγάλο βαθμό να πάνε στη γειτονική Ταϊλάνδη μετά την επιβολή της χούντας και του πολέμου που ξεκίνησε στη συνέχεια ανάμεσα στο καθεστώς και αντιστασιακές ομάδες.
Οι κομμένες επικοινωνίες λόγω του σεισμού και η ούτως ή άλλως δύσκολη ροή των πληροφοριών εμποδίζουν την ενημέρωση, όμως όσο οι μέρες περνούν τόσο περισσότερες λεπτομέρειες έρχονται στο φως.
«Τα πάντα αντιμετωπίζονται με ίδια μέσα. Ακόμα δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των πτωμάτων», λέει ο Aye Moe. «Στο κεντρικό νοσοκομείο, υπάρχουν τόσο ασθενείς όσο και πτώματα, και η κατάσταση αρχίζει να γίνεται μη διαχειρίσιμη. Δεν υπάρχει ανθρώπινο δυναμικό και δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου νέοι – κάποιοι έχουν καταφύγει στο δάσος (σ.σ. εξαιτίας της χούντας και πιθανόν για να ενταχθούν σε κάποιες αντιστασιακές ομάδες), άλλοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα».
Στη Σαγκάικ, ο Aye Moe λέει ότι οι ομάδες διάσωσης δεν είχαν ακόμη φτάσει μέχρι τη Δευτέρα.
Ο Aung Gyi, 25 ετών, ένας άλλος κάτοικος της Σαγκάικ, λέει: «Όλοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες». Η πόλη, λέει, έχει μετατραπεί σε «ερείπια» με τους ανθρώπους να αναζητούν απελπισμένα βασικές προμήθειες όπως τρόφιμα, νερό και κουνουπιέρες».
«Το κύριο πρόβλημα είναι ότι διώροφα και τριώροφα κτίρια έχουν καταρρεύσει και οι άνθρωποι που έχουν παγιδευτεί δεν μπορούν να βγουν», λέει, προσθέτοντας ότι μία από τις κύριες γέφυρες της Σαγκάικ έχει υποστεί ζημιές, εμποδίζοντας τη διέλευση βαρέων οχημάτων που απαιτούνται για τις επιχειρήσεις διάσωσης.
«Αυτό για το οποίο δεν γνωρίζουμε ακόμη τίποτα είναι οι ορεινές περιοχές», προσθέτει. «Και δεν έχουμε νέα από τα πολλά μοναστήρια – και γυναικεία μοναστήρια – που υπάρχουν σε αυτές τις περιοχές».
Δύσκολο να φτάσει η βοήθεια
Βοήθεια έκτακτης ανάγκης από χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και όλη η Νοτιοανατολική Ασία αρχίζουν να εισρέουν στη χώρα, κυρίως μέσω της πρωτεύουσας Ναϊπιτάου, αλλά η ταχεία παράδοσή της περιπλέκεται όχι μόνο από τις καταστροφές που προκάλεσε ο σεισμός, αλλά και από την υλικοτεχνική υποδομή της σε μια χώρα που αντιμετωπίζει συγκρούσεις.
«Αναγκάζονται να τοποθετούν 10 πτώματα ανά τάφo. Όταν δεν υπάρχει αρκετός χώρος, πρέπει να τους μεταφέρουν στη Μάντελεϊ για αποτέφρωση, αλλά ούτε εκεί υπάρχουν αρκετοί κλίβανοι»
Οι συνέπειες του σεισμού στη Μιανμάρ έχουν υπερφορτώσει το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, δήλωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με τις επιχειρήσεις διάσωσης να αντιμετωπίζουν «σημαντικά εμπόδια όπως το κατεστραμμένο οδικό δίκτυο, οι ασταθείς επικοινωνίες και οι περιπλοκές που σχετίζονται με την εμφύλια σύγκρουση», ανέφερε ο ΠΟΥ σε μια ενημέρωση.
Στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Μιανμάρ, τη Μάνταλεϊ, όπου τμήματα της έχουν ισοπεδωθεί, οι άνθρωποι κοιμούνται στους δρόμους από τον φόβο των μετασεισμών.
«Οι άνθρωποι προσπαθούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον», λέει η Δρ Νανγκ Γουίν, μια Βιρμανέζα γιατρός με έδρα την Αυστραλία, η οποία προσπαθεί να βοηθήσει τους συγγενείς, τους συναδέλφους και τους φίλους της στην πόλη. «Το σύστημα από την αρχή δεν έχει στηθεί, δεν υπάρχει σχεδιασμός για καταστροφές».
Κάποια βοήθεια έχει αρχίσει να φτάνει στην πόλη, λέει, με τους συναδέλφους της να στήνουν επίσης πρόχειρα ιατρεία. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις στην παροχή βοήθειας έκτακτης ανάγκης έχουν ήδη προκαλέσει επιπλέον απώλειες ζωών, κάτι που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί.
«1.700 δεν είναι ο πραγματικός αριθμός των νεκρών», αναφέρει. «Ακόμη και σε μια πόλη της πόλης Mandalay θα ήταν περισσότεροι από αυτό».