«Κακός». «Γλοιώδης». «Αρρωστημένος». Αυτά είναι μερικά από τα επίθετα που χρησιμοποιούν γυναίκες, πρώην εργαζόμενες στο πολυκατάστημα Χάροντς, περιγράφοντας τον ιδιοκτήτη του, τον Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, ο οποίος πέθανε πέρυσι σε ηλικία 94 ετών.
Μέχρι σήμερα, τουλάχιστον 111 από αυτές έχουν καταγγείλει πως υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση ή βιασμό από αυτόν.
Το νεότερο θύμα φέρεται να είναι μόλις 13 ετών.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο Ντιν Άρμστρονγκ, της νομικής ομάδας που συλλέγει στοιχεία εναντίον του θανόντα Αιγύπτιου δισεκατομμυριούχου, πάνω από 420 άνθρωποι έχουν επικοινωνήσει μαζί της για να κάνουν ανάλογες καταγγελίες.
Όσο περνούν οι μέρες, πληθαίνουν οι αποκαλύψεις για τη συμπεριφορά του Αιγύπτιου κροίσου.
Την περασμένη εβδομάδα 12 άνδρες που εργάζονταν στο Χάροντς υποστήριξαν ότι υπέστησαν λεκτική ή σωματική βία, τόσο από τον ίδιο, όσο και από σωματοφύλακες του.
Την Πέμπτη, η Μητροπολιτική Αστυνομία ανακοίνωσε πως διενεργεί έρευνα σε βάρος τουλάχιστον πέντε ανθρώπων του στενού κύκλου του Αλ Φαγέντ. Εξετάζεται αν τον είχαν βοηθήσει στην διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται ή στη συγκάλυψη τους.
Οι περισσότεροι καταγγέλλοντες είναι από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά καταγγέλλοντες και καταγγέλλουσες είναι επίσης κάτοικοι ή υπήκοοι των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, της Ισπανίας κ.ά..
Αν και κατά καιρούς είχαν ακουστεί πολλά και διάφορα για το ποιόν του πρώην ιδιοκτήτη του Χάροντς, ο ίδιος πάντα διέψευδε οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον του. Φημολογείται ότι ακόμη και όταν κάποιες υποθέσεις έφθασαν στην αστυνομία, δεν δόθηκε συνέχεια, από αμέλεια ή φόβο των αστυνομικών ή, χειρότερα, γιατί οι αστυνομικοί εξαγοράστηκαν.
Βρίσκεται έτσι σε εξέλιξη εσωτερική έρευνα στη Σκότλαντ Γιαρντ: σκοπός είναι να διαπιστωθεί αν υπήρχε δόλος ή όχι από πλευράς αστυνομικών.
Το σκηνικό άρχισε να αλλάζει άρδην όταν, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ντοκιμαντέρ του BBC έφερε ξανά το θέμα στην επικαιρότητα, πολύ δυναμικά. Το βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο μπόρεσε να εντοπίσει πάνω από 20 γυναίκες οι οποίες κατήγγειλαν επίθεση και σωματική βία από τον Αλ Φαγέντ σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο. Από το Λονδίνο και το Παρίσι ως το Σεν Τροπέ και το Αμπού Ντάμπι.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο εκλιπών πολυεκατομμυριούχος περνούσε συχνά από τους χώρους πώλησης του πολυκαταστήματος του κι εντόπιζε ποιες νεαρές πωλήτριες του άρεσαν. Στη συνέχεια, ζητούσε να τις μεταθέσουν στα γραφεία του — εκεί διέπραττε τις επιθέσεις του.
Ο Αλ Φαγέντ κατηγορείται επίσης ότι διέπραξε κάποια από εγκλήματα του στο διαμέρισμά του στο Λονδίνο, σε δωμάτια του ξενοδοχείου Ριτζ του Παρισιού (το οποίο του ανήκε), στην εξοχική του κατοικία, ή ακόμη κατά την διάρκεια ταξιδιών στο εξωτερικό.
Η εφημερίδα Guardian σε εκτενές σχετικό ρεπορτάζ μεταξύ άλλων σημείωσε πως το μέγεθος των εγκλημάτων του Αλ Φαγέντ τον κατατάσσει «σε έναν από τους πιο διαβόητους κακοποιούς σεξουαλικών εγκλημάτων της Βρετανίας και εγείρει επειγόντως το ερώτημα για το πώς ξέφυγε».
O Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1929. Ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους δασκάλου δημοτικού σχολείου.
Μαζί με τα αδέρφια του αρχικά ίδρυσαν ναυτιλιακή εταιρεία στην γενέτειρα τους που αργότερα μετέφεραν στην Ιταλία, ανοίγοντας παράλληλα γραφείο στο Λονδίνο. Την δεκαετία του 1960 μετακόμισε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ξεκίνησε να συνεργάζεται με επιχειρηματίες από την Σαουδική Αραβία και τον εμίρη του Ντουμπάι, επενδύοντας στις κατασκευές και τις αγοροπωλησίες ακινήτων. Η φήμη του ξεκίνησε να απλώνεται στα πέρατα του κόσμου το 1985, όταν αγόρασε το πολυκατάστημα Χάροντς στο κέντρο του Λονδίνου, το οποίο πούλησε 25 χρόνια αργότερα, το 2010, έναντι 1,8 δισεκ. ευρώ στο κρατικό ταμείο επενδύσεων του Κατάρ, την Qatar Investment Authority.
Οι σημερινοί ιδιοκτήτες του Χάροντς εξέφρασαν τον «πλήρη αποτροπιασμό τους» στο άκουσμα των κατηγοριών. «Ως επιχείρηση, απογοητεύσαμε τους υπαλλήλους μας που έπεσαν θύματά του και γι' αυτό ζητούμε ειλικρινή συγγνώμη», τόνισαν σε ανακοίνωσή τους.
Την ερχόμενη εβδομάδα η Μητροπολιτική Αστυνομία αναμένεται να αποφανθεί αν θα πρέπει να αρχίσει να διενεργείται ανεξάρτητη έρευνα για να συντάξει σχετική έκθεση και να εξετάσει σε βάθος τις καταγγελίες.