Πρόκειται για το μεγαλύτερο κάστρο στον κόσμο, τόσο μεγάλο που θα μπορούσε να είναι και βασίλειο.
Το κάστρο Μάλμπορκ της Πολωνίας είναι ένα γοτθικό μεγαθήριο που εκτείνεται σε 52 στρέμματα στη ανατολική όχθη του ποταμού Νόγκατ.
Αποτελείται από όχι ένα, ούτε δύο, αλλά τρία κάστρα
Σύμφωνα με το iefimerida.gr, ο εντυπωσιακός μεσαιωνικός λεβιάθαν – μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO – χρειάστηκε 132 χρόνια για να χτιστεί, αποτελείται από 30 εκατομμύρια τούβλα και είναι περίπου διπλάσιος από το παλάτι του Μπάκιγχαμ και τέσσερις φορές μεγαλύτερος από το κάστρο του Γουίνδσορ.
Αποτελείται από τρία οχυρωμένα κάστρα μέσα σε δύο δακτυλίους αμυντικών τειχών, αρκετές εκατοντάδες σπίτια, σιταποθήκες και έναν λαβύρινθο από τάφρους, σκάλες, πυργίσκους, πύργους και διάφορες αίθουσες.
Η ιστορία του κάστρου
Όπως εξηγεί η Britannica, τα πρώτα τούβλα στο κάστρο του Μάλμπορκ τοποθετήθηκαν το 1274 από ιππότες του Τευτονικού Τάγματος – ενός σημαντικού θρησκευτικού κινήματος στην ανατολική Ευρώπη κατά τον ύστερο Μεσαίωνα – και οι οποίοι εξασφάλισαν τη γη από Πρώσους πολεμιστές. Το κάστρο χτίστηκε σταδιακά και αποτέλεσε την έδρα του Τευτονικού Τάγματος για περίπου 150 χρόνια, σύμφωνα με την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια.
Στο αποκορύφωμά του, το φρούριο μπορούσε να αποθηκεύσει αρκετή τροφή για 400 άτομα για δύο χρόνια και φιλοξενούσε 3.000 ιππότες και λαϊκούς, οι οποίοι είχαν «εύκολη πρόσβαση και έλεγχο των εμποριών πλοίων που έφταναν από τη Βαλτική Θάλασσα», όπως υπογραμμίζει το History Hit.
Το πρώτο από τα τρία κάστρα που χτίστηκε ήταν το High Castle, το οποίο περιγράφεται από το Lonely Planet ως «ο τρομερός κεντρικός προμαχώνας» που ξεκίνησε να χτίζεται το 1276. Τις επόμενες δεκαετίες, η περιοχή «επεκτάθηκε σημαντικά»,, με την προσθήκη του μεσαίου κάστρου και του κάτω κάστρου, εξηγεί ο ταξιδιωτικός οδηγός. Το 1457, το κατέλαβε ο πολωνικός στρατός και στη συνέχεια έγινε το σπίτι των Πολωνών βασιλιάδων, μέχρι που τελικά τέθηκε υπό κυβερνητική προστασία τη δεκαετία του 1800.
Σήμερα, το κάστρο είναι ένα «όμορφα ανακαινισμένο» μουσείο. Κάθε χρόνο δέχεται περισσότερους από 300.000 τουρίστες με ξεναγήσεις στις αχανείς αίθουσες, όπως το Summer Refectory, μια τραπεζαρία που κάποτε φιλοξενούσε «σημαντικές τελετές και συναντήσεις» κατά τον Μεσαίωνα. «Χρησίμευε ως αίθουσα ακροάσεων, όπου ο άρχοντας δεχόταν διακεκριμένους καλεσμένους. Γνωρίζουμε ότι οι τοίχοι της αίθουσας τότε ήταν βαμμένοι κόκκινοι και ο θόλος ήταν καλυμμένος με πλούσιες έλικες φυτών, βαμμένες κόκκινες και πράσινες»
Όσο για την θέα; Σύμφωνα με το Lonely Planet, «η καλύτερη θέα είναι από την απέναντι πλευρά του ποταμού – μπορείτε να πάτε εκεί μέσω μιας πεζογέφυρας – ειδικά αργά το απόγευμα, όταν το τούβλο γίνεται έντονο κόκκινο-καφέ στο φως του ήλιου που δύει».