«Έχεις το δικαίωμα να παραμείνεις σιωπηλός. Οτιδήποτε πεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου στο δικαστήριο. Έχεις το δικαίωμα να μιλήσεις με δικηγόρο για συμβουλές προτού σου κάνουμε οποιαδήποτε ερώτηση. Έχεις το δικαίωμα να έχεις δικηγόρο μαζί σου κατά την ανάκριση. Εάν δεν μπορείς να ανταπεξέλθεις οικονομικά στην πρόσληψη δικηγόρου, θα διοριστεί ένας για εσένα, εάν το επιθυμείς πριν από οποιαδήποτε ανάκριση. Εάν αποφασίσεις να απαντήσεις σε ερωτήσεις τώρα χωρίς την παρουσία δικηγόρου, έχεις το δικαίωμα να σταματήσεις να απαντάς ανά πάσα στιγμή».
Σας θυμίζουν κάτι όλα τα παραπάνω; Αν όχι ας το αναφέρουμε και στα Αγγλικά: «You have the right to remain silent. Anything you say can be used against you in court. You have the right to talk to a lawyer for advice before we ask you any questions. You have the right to have a lawyer with you during questioning. If you cannot afford a lawyer, one will be appointed for you before any questioning if you wish. If you decide to answer questions now without a lawyer present, you have the right to stop answering at any time».
Τώρα είναι, μάλλον, σίγουρο ότι τη θυμηθήκατε γιατί, κακά τα ψέμματα, όλοι την έχουμε ακούσει σε κάποια χολιγουντιανή ταινία δράσης. Και αν όλοι την έχουμε ακούσει, λίγοι είναι αυτοί που ξέρουν πως «γεννήθηκε» όλο αυτό και κυρίως γιατί οι αστυνομικοί στις ΗΠΑ είναι υποχρεωμένοι να επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια κάθε φορά που κάνουν μια σύλληψη.
Υπόθεση: Μιράντα εναντίον Αριζόνας
Το 1963 μια 18χρονη γυναίκα από το Φοίνιξ της Αριζόνα, κατήγγειλε στις αστυνομικές αρχές πως είχε απαχθεί και βιαστεί. Η νεαρή κοπέλα είχε πει στους αστυνομικούς πως ένας άγνωστος σε αυτή άνδρας την είχε βάλει με τη βία μέσα σε ένα όχημα, την είχε μεταφέρει στην περίφημη έρημο της περιοχής και εκεί την είχε βιάσει. Η 18χρονη έδωσε στους αστυνομικούς την περιγραφή του υπόπτου αλλά και την περιγραφή του οχήματος το οποίο οδηγούσε. Μετά από έρευνες των αστυνομικών και με τη βοήθεια του αδερφού του θύματος που πρώτος αυτός εντόπισε το όχημα του φερόμενου ως δράστη, συνελήφθη ο Ερνέστο Μιράντα ο οποίος μετά από πολύωρη ανάκριση, ομολόγησε το έγκλημά του και υπέγραψε, μάλιστα και τη σχετική ομολογία.
Το περίεργο είναι πως η 18χρονη Lois Ann Jameson ουδέποτε κατάφερε με σιγουριά να πει πως πράγματι ο Μιράντα ήταν ο άνθρωπος που την είχε απαγάγει και στη συνέχεια την είχε βιάσει. Είπε μόνο πως η φωνή του Μιράντα, μοιάζει με εκείνη του δράστη που τη βίασε. Παρ’ όλα αυτά η δίκη του Μιράντα έγινε και καταδικάστηκε. Από το σημείο αυτό και έπειτα, ξεκινάει, ουσιαστικά η ιστορία μας.
Αμέσως μετά την καταδίκη του ο δικηγόρος του Μιράντα ξεκίνησε έναν δικαστικό αγώνα για να αποδείξει πως ουσιαστικά οι αστυνομικοί εκβίασαν την ομολογία του πελάτη του ο οποίος αναγκάστηκε να παραδεχθεί το έγκλημα επειδή κανείς δεν τον είχε ενημερώσει πως θα μπορούσε να παραμείνει σιωπηλός και να μην πει οτιδήποτε θα μπορούσε να τον ενοχοποιήσει ή πως κατά την διάρκεια της ανάκρισης από τους αστυνομικούς ο Μιράντα δικαιούταν να έχει στο πλευρό του τον δικηγόρο του.
Ουσιαστικά αυτό που έλεγε ο Μιράντα (μέσω του δικηγόρου του) ήταν πως η ομολογία του ήταν προϊόν εξαναγκασμού από τα αστυνομικά όργανα. Όπως προέκυψε, μάλιστα, στην έγγραφη ομολογία του, στο πάνω μέρος κάθε σελίδας, υπήρχε η σημείωση πως η ομολογία «έχει γίνει εθελοντικά και με τη δική μου ελεύθερη βούληση, χωρίς απειλές, εξαναγκασμούς ή υποσχέσεις ασυλίας και με πλήρη γνώση των νομικών μου δικαιωμάτων, κατανοώντας οποιαδήποτε δήλωση που κάνω μπορεί και θα χρησιμοποιηθεί εναντίον μου»!
Πρακτικά αυτό σήμαινε πως οι αστυνομικοί ήξεραν πως έπρεπε να ενημερώσουν τον ύποπτο για τα δικαιώματα του αλλά ουδέποτε το έκαναν και προσπάθησαν να ξεπεράσουν το «σκόπελο» αυτό με το συγκεκριμένο τέχνασμα. Ο δικαστικός αγώνας που ξεκίνησε είχε σαν τελικό προορισμό το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο των ΗΠΑ. Ο 76χρονος δικηγόρος του Μιράντα είχε προβλήματα υγείας και αποσύρθηκε από την υπεράσπισή του και την υπόθεση ανέλαβε να «τρέξει» η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU) που έφτασε τελικά μέχρι το ανώτατο στάδιο της Δικαιοσύνης στις ΗΠΑ.
Εκεί οι δικαστές αφού μελέτησαν την υπόθεση (οι δικηγόροι του Μιράντα είχαν ετοιμάσει μια αιτιολογική έκθεση 2500 λέξεων) κατέληξαν στο συμπέρασμα πως πράγματι είχαν παραβιαστεί δικαιώματα (5η και 6η τροπολογία του συντάγματος των ΗΠΑ) του κατηγορούμενου και πως ουσιαστικά η ομολογία του ήταν άκυρη από τη στιγμή που οι αστυνομικοί δεν τον είχαν ενημερώσει πως θα μπορούσε να παραμείνει σιωπηλός μέχρι να έρθει ο δικηγόρος του.
Κάνοντας ένα βήμα παραπάνω, μάλιστα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε την ομολογία του Μιράντα και διέταξε να επαναληφθεί η δίκη του χωρίς να ληφθεί υπόψιν ότι ο δράστης (στο στάδιο της προανάκρισης) είχε ομολογήσει το έγκλημα του! Η δική επαναλήφθηκε το 1967, η αρχική ομολογία δε λήφθηκε υπόψιν αλλά και πάλι οι ένορκοι έστειλαν στη φυλακή τον Ερνέστο Μιράντα καθώς πείστηκαν από τα στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει οι αστυνομικοί.
Για την ιστορία και μόνο να αναφερθεί πως ο Μιράντα έμεινε τελικά στη φυλακή μέχρι το 1972 οπότε και αποφυλακίστηκε αν και είχε καταδικαστεί σε 20ετη κάθειρξη. Όταν βγήκε από τη φυλακή φρόντισε να εκμεταλλευτεί τον ντόρο που είχε δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του και την υπόθεση συνολικά και είχε τυπώσει κάρτες πάνω στις οποίες αναγράφονταν τα δικαιώματα που θα πρέπει να γνωρίζουν οι συλληφθέντες και τις οποίες πουλούσε έναντι 1,5 δολαρίου τη μια! Τελικά, στις 31 Ιανουαρίου 1976 δολοφονήθηκε, σε ηλικία 36 ετών, κατά τη διάρκεια ενός καυγά μέσα στο μπαρ «La Amapola» στο Φοίνιξ. Ο Μιράντα ήταν ήδη νεκρός όταν έφτασε στο νοσοκομείο. Πάνω του οι γιατροί βρήκαν πολλές από τις κάρτες που πουλούσε!
«Miranda Warning»
Η απόφαση αυτή του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου των ΗΠΑ, άλλαξε επί της ουσίας τον τρόπο που η αστυνομία και η Δικαιοσύνη αντιμετωπίζουν τους υπόπτους. Από εκείνο το σημείο και έπειτα οι αστυνομικοί κατά τη διάρκεια της σύλληψης ή της προσαγωγής θα έπρεπε να ενημερώνουν προφορικά τον ύποπτο για τα δικαιώματά του. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο πως ο ύποπτος αντιλαμβάνεται τα δικαιώματά του και γι αυτό το λόγο ο αστυνομικός θα πρέπει να τον ρωτάει στο τέλος της ανάγνωσης αν πράγματι κατανοεί τα δικαιώματά του.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου δεν υπάρχει συγκεκριμένη ορολογία που χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί αρκεί να γίνεται σαφές πως ο ύποπτος έχει το δικαίωμα να μη μιλήσει και κυρίως πως δικαιούται πριν γίνει οποιαδήποτε άλλη διαδικασία να έχει στο πλευρό του τον δικηγόρο του (ή τον δικηγόρο που θα του ορίσει η πολιτεία σε περίπτωση δικής του αδυναμίας).
Στα χρόνια που ακολούθησαν πολλές παρόμοιες υποθέσεις έφτασαν στα πολιτειακά δικαστήρια. Όλες οι υποθέσεις (παρά τις αντιδράσεις κυρίως αστυνομικών ή και κάποιων δικαστικών) είχαν την ίδια κατάληξη μιας και η απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν επιδεχόταν καμίας αμφισβήτησης. Ανάμεσα σε αυτούς που αντιδρούσαν, μάλιστα, ήταν και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον ο οποίος έλεγε ότι όλη η διαδικασία ανάγνωσης των δικαιωμάτων θα κάνει την αστυνομία λιγότερο αποτελεσματική.
Μοναδική εξαίρεση που έδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το 1990 στην υπόθεση «Πέρκινς εναντίον Ιλινόις» όταν ένας πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών προσποιούμενος τον φυλακισμένο κατάφερε να αποσπάσει την ομολογία ενός δολοφόνου!