Δημ. Καιρίδης: Η διάσωση ζωών σε κίνδυνο ήταν η επιχειρησιακή κατευθυντήρια γραμμή της Ελληνικής Ακτοφυλακής - Έχουν διασωθεί 245.000 μετανάστες σε πάνω από 1.800 επιχειρήσεις την περίοδο 2015-2023
Το περιεχόμενο της επιστολής της επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Ντούνια Μιγιάτοβιτς, προς τον Έλληνα πρωθυπουργό σχετικά με το ναυάγιο της Πύλου στο οποίο, μεταξύ άλλων, τονίζεται ότι «είναι υψίστης σημασίας η διεξαγωγή ερευνών ικανών να ρίξουν φως στις συνθήκες του συμβάντος και να οδηγήσουν στη διαπίστωση των γεγονότων και, όπου χρειάζεται, στην τιμωρία των υπευθύνων», δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα από το γραφείο της επιτρόπου.
Στην ανακοίνωση, που δημοσιοποιήθηκε με Δελτίο Τύπου, κοινοποιείται και το περιεχόμενο της απάντησης του υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, Δημήτρη Καιρίδη, εκ μέρους του πρωθυπουργού, και στην οποία περιγράφεται το εύρος των ενεργειών προς τη διερεύνηση των συνθηκών του ναυαγίου, από τη Δικαιοσύνη και τα όργανα της Πολιτείας, αλλά και οι συνθήκες υποδοχής των διασωθέντων και της πρόσβασης τους στις διαδικασίες ασύλου. Και όπως αναφέρεται στην επιστολή του Έλληνα υπουργού, για την Ελληνική Ακτοφυλακή (Ελληνικό Λιμενικό Σώμα), η διάσωση ζωών που βρίσκονται σε κίνδυνο είναι «κορυφαία (top) προτεραιότητα», κάτι που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι την περίοδο 2015-2023 διασώθηκαν 245.000 μετανάστες σε πάνω από 1.800 επιχειρήσεις Έρευνας και Διάσωσης (SAR - Search and Rescue) και ήταν η «επιχειρησιακή κατευθυντήρια γραμμή» στην περίπτωση του ναυαγίου της Πύλου.
Σύμφωνα με το κείμενο της ανακοίνωσης, στην επιστολή της επιτρόπου τονίζεται ότι «η Ελλάδα έχει τη νομική υποχρέωση να διεξάγει αποτελεσματικές έρευνες για το ναυάγιο της Πύλου, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περισσότερων από 80 ατόμων με πολλές εκατοντάδες να αγνοούνται, για να διαπιστωθούν τα γεγονότα και, όπου κρίνεται σκόπιμο, να οδηγηθούν στην τιμωρία των υπευθύνων».
Η επίτροπος αναφέρει εκτενώς το νομικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει η υποχρέωση αυτή όλων των κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης, τονίζοντας ότι πρόκειται για μία υποχρέωση που «οι επιζώντες το αξίζουν, όπως και οι συγγενείς των θυμάτων και όλοι εμείς που ζούμε στην Ευρώπη».
Συγκεκριμένα, αφού υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Στρασβούργο), στην υπόθεση Safi and Others v. Greece, διευκρίνισε τις παραμέτρους μιας αποτελεσματικής έρευνας για ένα παρόμοιο γεγονός, η επίτροπος σημειώνει ότι «η ανεξαρτησία είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης των συγγενών των θυμάτων, των επιζώντων, του κοινού και των διεθνών εταίρων της Ελλάδας», ενώ τονίζει ότι «οι έρευνες δεν μπορούν να περιοριστούν στο ρόλο των φερόμενων λαθρεμπόρων» και ζητά «διευκρινίσεις για το εύρος των ερευνών που ξεκίνησαν μετά το ναυάγιο».
Στη συνέχεια, εκφράζει την ανησυχία της «για αναφορές (reports) για ασκήσεις πιέσεων σε επιζώντες» και «για ισχυρισμούς (allegations) για παρατυπίες στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και μαρτυριών, που μπορεί να οδήγησαν σε ελαχιστοποίηση της εστίασης σε ορισμένους παράγοντες αυτής της τραγωδίας, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος», αναφερόμενη σε καταγγελίες διασωθέντων και διεθνών ΜΜΕ και «θα ήταν χρήσιμο να δοθούν διευκρινίσεις για το εύρος της έρευνας που ξεκίνησε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και για το εάν, επιπλέον, ο εισαγγελέας του Ναυτοδικείου ερευνά την ενδεχόμενη ευθύνη του Λιμενικού Σώματος».
Επιπλέον, σχετικά με το δικαίωμα των οικογενειών των αγνοουμένων να γνωρίζουν την αλήθεια, η επίτροπος ζητά πληροφορίες σχετικά με τις προσπάθειες που καταβάλλονται προκειμένου «να διασφαλιστεί ότι τα λείψανα των αποθανόντων μεταναστών εντοπίζονται, γίνονται σεβαστά, ταυτοποιούνται και θάβονται» και εκφράζει ανησυχία για τους περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησης των επιζώντων και τον τρόπο με τον οποίο έχουν διεξαχθεί οι συνεντεύξεις για το άσυλο. Ακόμη ζητά πληροφορίες για τα συγκεκριμένα μέτρα που έχει λάβει η Ελλάδα για να τηρήσει τις υποχρεώσεις της για τα ανθρώπινα δικαιώματα σχετικά με τις συνθήκες υποδοχής και την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου.
«Κατά την άποψή μου, το ναυάγιο της 14ης Ιουνίου δεν είναι δυστυχώς ένα μεμονωμένο περιστατικό», γράφει η επίτροπος και αυτό «θα πρέπει να οδηγήσει σε επανεξέταση της προσέγγισης όσον αφορά την άφιξη των προσφύγων και των μεταναστών δια θαλάσσης σε πολιτικό, πολιτικό και πρακτικό επίπεδο». Προτρέπει, δε, τον πρωθυπουργό να διασφαλίσει ότι «η Ελλάδα τηρεί τις διεθνείς της υποχρεώσεις σχετικά με την έρευνα και τη διάσωση, τόσο βάσει του ναυτικού δικαίου όσο και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Η επίτροπος, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ανακοίνωση, «επαναλαμβάνει την έκκλησή της προς την ελληνική κυβέρνηση να δημιουργήσει και να διατηρήσει ενεργά ένα ευνοϊκό νομικό πλαίσιο και ένα πολιτικό και δημόσιο περιβάλλον που ευνοεί την ύπαρξη και τη λειτουργία των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και το έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ερευνητών δημοσιογράφων» και να σταματήσει «η ποινικοποίησή τους και άλλες μορφές παρενόχλησης».
Δημ. Καιρίδης: Η διάσωση ζωών σε κίνδυνο ήταν η επιχειρησιακή κατευθυντήρια γραμμή της Ελληνικής Ακτοφυλακής - Έχουν διασωθεί 245.000 μετανάστες σε πάνω από 1.800 επιχειρήσεις την περίοδο 2015-2023
Στην επιστολή του, ο κ. Καιρίδης εκφράζει τον «βαθύτατο σεβασμό» για την αποστολή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς πρόκειται για «αξίες που θεωρούμε, σε μεγάλο βαθμό, δεδομένες στην ευρωπαϊκή ήπειρο», και «που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής».
Διευκρινίζει, δε, ότι «η πρόσφατη τραγωδία στη Μεσόγειο είναι μια υπενθύμιση του γεγονότος ότι αυτό που εμείς στην Ευρώπη θεωρούμε ως κανόνα, δεν ισχύει για ένα σημαντικό μέρος του κόσμου», καθώς «απελπισμένοι άνθρωποι αναλαμβάνουν επικίνδυνα ταξίδια παράτυπης μετανάστευσης, πέφτοντας θύματα εγκληματικών συνδικάτων λαθρεμπορίου, που υπερφορτώνουν μη αξιόπλοα πλοία σε ακτές που οι αρχές επιβολής του νόμου δεν έχουν πρόσβαση».
Αυτή η πρόσφατη τραγωδία τροφοδότησε μια «φρενίτιδα κριτικής», η οποία, όπως αναφέρει, σε πολλές περιπτώσεις, έχει πολιτικά κίνητρα από υποστηρικτές μιας ατζέντας «ανοιχτών συνόρων», που κηρύττουν ότι όλες αυτές οι τραγωδίες μπορούν να αποφευχθούν, αυξάνοντας την ικανότητα Έρευνας και Διάσωσης (SAR). «Αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσο τα εγκληματικά δίκτυα θέτουν ανθρώπινες ζωές σε κίνδυνο, θα χαθούν περισσότερες ζωές», αναφέρει και υπογραμμίζει ότι «για να σώσουμε ζωές, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος, να παραβιάσουμε το επιχειρηματικό μοντέλο (business model) των λαθρεμπόρων και να αυξήσουμε τις νόμιμες οδούς».
Στη συνέχεια, τονίζει ότι το Ελληνικό Λιμενικό-Ελληνική Ακτοφυλακή έχει πραγματοποιήσει χιλιάδες επιχειρήσεις Έρευνας και Διάσωσης (SAR), έχοντας καταφέρει να σώσει εκατοντάδες χιλιάδες, κάτι που «δυστυχώς, σημειώνω ότι αυτό το γεγονός συχνά παραβλέπεται». Αναφερόμενος, δε, σε στοιχεία, σημειώνει ότι «η διάσωση ζωών σε κίνδυνο είναι η κορυφαία προτεραιότητα του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, κάτι που επιβεβαιώνεται από τους 245.000 μετανάστες που διασώθηκαν την περίοδο 2015-2023 σε περισσότερες από 1800 επιχειρήσεις SAR». Και η διάσωση ζωών σε κίνδυνο ήταν η επιχειρησιακή κατευθυντήρια γραμμή της Ελληνικής Ακτοφυλακής, η οποία ξεκίνησε την επιχείρηση SAR που πραγματοποιήθηκε στα διεθνή ύδατα στα ανοικτά των ακτών της Πύλου, κατά τη θητεία της μεταβατικής κυβέρνησης, όπως αναφέρεται στην επιστολή.
Υπογραμμίζει, επίσης, ότι οι επιζώντες μεταφέρθηκαν πράγματι στο κέντρο υποδοχής της Μαλακάσας, όπου έλαβαν όλα τα προνόμια ενός αιτούντος άσυλο και επωφελήθηκαν από ταχείες διαδικασίες ασύλου. Επιπλέον, η Ελληνική Μονάδα του Δουβλίνου ξεκίνησε τη διεκπεραίωση αιτημάτων οικογενειακής επανένωσης, αποστέλλοντάς τα στις αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών της ΕΕ. «Τέτοια αιτήματα εκκρεμούν ακόμη», όπως αναφέρει στην επιστολή του ο Έλληνας υπουργός.
Σχετικά με τις αναφορές στα διεθνή μέσα, αναφέρει ότι «ως ελεύθερη κοινωνία, τρέφουμε τον μεγαλύτερο σεβασμό για τον ρόλο του Τύπου και παίρνουμε πολύ σοβαρά την εποικοδομητική κριτική» και «ως εκ τούτου, έχει ξεκινήσει ανεξάρτητη δικαστική έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας εκκρεμούν επί του παρόντος», ενώ περαιτέρω, έχει δοθεί εντολή από τον εισαγγελέα του ΑΠ προς τους αρμόδιους δικαστικούς (εισαγγελέας Ναυτοδικείου) να διερευνηθεί η συμπεριφορά του Λιμενικού Σώματος κατά την εν λόγω επιχείρηση Έρευνας και Διάσωσης (SAR).
Τέλος, χαιρετίζει τον σημαντικό ρόλο της κοινωνίας των πολιτών, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση «συνεργάζεται εκτενώς με σημαντικό αριθμό ΜΚΟ που παρέχουν πολύτιμη τεχνογνωσία και γνώση», ιδίως όσον αφορά την ένταξη. «Περιθάλπουμε αυτή τη διευρυνόμενη συνεργασία. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με όλα τα νομικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι ΜΚΟ και τα μέλη τους πρέπει να συμμορφώνονται με τη νομοθεσία», καταλήγει στην επιστολή, δηλώνοντας ότι παραμένει στη διάθεσή της.