«Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα σημαντικό μέρος –δηλαδή ένα τρίτο-- αφορά ανθρώπους κάτω των 75 ετών», αναφέρεται στη μελέτη αυτή που δημοσιεύθηκε από την υπηρεσία δημόσιας υγείας, μια από τις πρώτες που αξιολογεί τη σχέση μεταξύ της ζέστης και της θνησιμότητας στη χώρα τα τελευταία χρόνια, σε ένα πλαίσιο πιθανών συνεπειών της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Τα τελευταία χρόνια σημαδεύτηκαν πράγματι από αύξηση στον αριθμό των περιόδων καύσωνα, κυρίως το 2019 και το 2022. Ενώ είναι αδύνατον να στοιχειοθετεί συστηματικά η σχέση ανάμεσα σε κάθε ένα από αυτά τα κύματα ζέστης και την αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη, αυτή συμβάλλει αναμφισβήτητα στην αύξηση της συχνότητάς τους.
Η δημόσια υπηρεσία υγείας έχει ήδη δώσει στοιχεία που καταγράφουν μεγάλη υπερβάλλουσα θνησιμότητα στη διάρκεια αυτών των περιόδων καύσωνα. Κατέγραψε σχεδόν 3.000 υπερβάλλοντες θανάτους το περασμένο καλοκαίρι κατά τις τρεις περιόδους καύσωνα.
Αλλά η τελευταία μελέτη της προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, αξιολογώντας τη θνησιμότητα που συνδέεται με όλες τις θερινές περιόδους ζέστης και όχι μόνο με την έντονη κορύφωση των κυμάτων καύσωνα.
Πράγματι, «η έκθεση του γενικού πληθυσμού κατά τις θερμές ημέρες εκτός των καυσώνων… συχνά θεωρείται ότι δεν αποτελεί ζήτημα υγείας, ενώ συνδέεται εξίσου με αυξημένο κίνδυνο θανάτων», σύμφωνα με τη μελέτη.
Η υπηρεσία εκτιμά ότι μεταξύ 29.612 και 34.975 θανάτων αποδίδονται από το 2014 έως το 2022 στη ζέστη του καλοκαιριού, δηλαδή τρεις φορές περισσότεροι από τους θανάτους που συνδέονται μόνο με τους καύσωνες.
Για να καταλήξουν σε αυτές τις εκτιμήσεις, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μοντέλα που είναι δύσκολο να παρουσιαστούν συνοπτικά. Αυτά λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο την εξέλιξη των θερμοκρασιών και της θνησιμότητας, αλλά προσπαθούν να διακρίνουν τον ρόλο της ζέστης από άλλους παράγοντες, όπως η πανδημία της Covid.