Ο Τίμοθι Μαγιόπουλος-Τιμ για τους φίλους του-δεν έχει χρόνο για χάσιμο αυτές τις μέρες που δουλεύει πάνω από δεκατέσσερις ώρες την ημέρα, για να «σώσει» την Silicon Valley Bank.
Ίσως και να αναπολεί κάποιες στιγμές από το παρελθόν του, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν τελειώνοντας τις σπουδές του στη Νομική, ξεκίνησε την καριέρα του στο Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της επαγγελματικής διαδρομής του 64χρονου Ελληνοαμερικανού, που χάρη στις πολλαπλές ιδιότητες που οφείλει να έχει ένας μάνατζερ, όταν καλείται να διασώσει εταιρείες ή τράπεζες που κινδυνεύουν με χρεοκοπία.
Φορώντας σοφιστικέ γυαλιά όρασης ο Μαγιόπουλος αντικατοπτρίζει αυτό που λέμε «η ήρεμη δύναμη», και δεν χάνει ποτέ την ψυχραιμία του, όταν οι καταστάσεις ζορίζουν πολύ.
Ίσως γι’ αυτό όταν την προ-περασμένη Παρασκευή οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ ανέλαβαν τον έλεγχο της Silicon Valley Bank και άρχισαν να αναζητούν τον κατάλληλο άνθρωπο για να αναλάβει την επόμενη μέρα, το όνομα του Μαγιόπουλου φέρεται να ήταν το πρώτο στη λίστα τους.
Ο Ελληνοαμερικανός ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος για να αναλάβει τα ηνία της διεύθυνσης σε ότι είχε απομείνει από τις επιχειρήσεις της τράπεζας και να ισορροπήσει την κατάρρευση του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.
Μέχρι τώρα έχει αποδειχθεί ουκ ολίγες φορές αυτός που έβγαλε τα κάστανα από την φωτιά σύμφωνα με τους New York Times καθοδηγώντας αρκετούς τραπεζικούς και χρηματοοικονομικούς οργανισμούς τεχνολογίας σε δύσκολες στιγμές. Αυτό πράττει και με την πολύπαθη Silicon Valley Bank που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα με την κατάρρευση της πριν από δέκα ημέρες, προκαλώντας τους ανάλογους κλυδωνισμούς στο τραπεζικό σύστημα της Αμερικής.
Ψύχραιμος και αποτελεσματικός
Ενδεικτικά ο δικηγόρος για τα δύσκολα έχει περάσει από την Deutsche Bank και την πολυσυζητημένη τις τελευταίες ημέρες Credit Suisse ως ανώτερο στέλεχος, αποκομίζοντας όχι μόνο εμπειρίες, αλλά και δυνατές γνωριμίες.
Για τον επιχειρηματικό κόσμο των ΗΠΑ ο Τιμ Μαγιόπουλος έκανε πολύ καλή δουλειά ως γενικός σύμβουλος της Bank of America κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008 που ταρακούνησε συθέμελα το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας. Έφυγε από την τράπεζα τον Δεκέμβριο του 2009 και λίγο μετά ανέλαβε τις θέσεις του αντιπροέδρου και γενικού συμβούλου της Fannie Mae, της ελεγχόμενης από την κυβέρνηση ασφαλιστικής εταιρείας στεγαστικών δανείων.
Το επαγγελματικό παλμαρέ του περιλαμβάνει επίσης μια θητεία ως πρόεδρος της Blend, μιας νεοφυούς εταιρείας τεχνολογίας που παρέχει υπηρεσίες Cloud στις τράπεζες.
Επίσης ο Ελληνοαμερικανός συνέβαλε τα μέγιστα ώστε να μπει σε απόλυτη τάξη το χάος που επικρατούσε στην διαδικτυακή πλατφόρμα δανεισμού Lending Club, όταν εντάχθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας εβδομάδες μετά την αποπομπή του διευθύνοντος συμβούλου της.
«Είναι πολύ ψύχραιμος», είπε στους Times ο Μπράιαν Μπρουκς, ένας δικηγόρος που έχει συνεργαστεί πολύ στενά με τον Μαγιόπουλο καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του, και ήταν γενικός σύμβουλος της εταιρείας όταν ο Τίμοθι κατείχε τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου.
«Περνώντας την οικονομική κρίση στην Bank of America κατά τη διάρκεια όλων των τρελών πραγμάτων που συνέβησαν, ήταν ο τύπος του οποίου η συμπεριφορά δεν άλλαξε ποτέ», επισήμανε ο Μπρουκς.
Πολλοί πιστεύουν ότι οι ισχυρές διασυνδέσεις του κ. Μαγιόπουλου με επενδυτές επιχειρηματικών συμμετοχών θα τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει ότι είναι απαραίτητο μέσα στην νέα τράπεζα, που ονομάστηκε Silicon Valley Bridge Bank.
Δημιουργήθηκε όταν η Federal Deposit Insurance Corporation ανέλαβε τον έλεγχο της Silicon Valley Bank, αλλά ο Μαγιόπουλος ενδέχεται να μην κρατήσει τη δουλειά για πολύ- πιθανότατα να μείνει μόνο μέχρι η F.D.I.C. καταφέρει να την πουλήσει ολόκληρη, σε κομμάτια, ή να την ρευστοποιήσει.
Οι ρυθμιστικές αρχές συνεχίζουν να συνομιλούν με ενδιαφερόμενους αγοραστές ενώ ο Ελληνοαμερικανός θα πρέπει να διευθύνει τις δραστηριότητες της τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων των αποθεματικών της.
Ψηλά στη λίστα
Ταυτόχρονα αναζητάει νέες επενδύσεις και χειρίζεται δάνεια που εξακολουθούν να έχουν αξία, όλα υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός διοικητικού συμβουλίου που διορίστηκε από την F.D.I.C. «Σε αυτό το σημείο, χρειάζεται απλώς να διευθύνει τις κανονικές λειτουργίες της τράπεζας μέχρι να είναι ξεκάθαρο τι θα συμβεί με αυτήν», δήλωσε ο Roberto Robatto, επίκουρος καθηγητής οικονομικών στο University of Wisconsin-Madison School of Buisiness.
Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank, η οποία είχε σχεδόν 209 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία στα τέλη του περασμένου έτους, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τραπεζική πτώχευση στην ιστορία των ΗΠΑ και η μεγαλύτερη από την κατάρρευση της Washington Mutual εν μέσω της οικονομικής κρίσης του 2008. Ο Μαγιόπουλος σύμφωνα με άριστους γνώστες του τραπεζικού χώρου καλείται να προσπαθήσει ώστε να παραμείνουν τα αποθεματικά της Silicon Valley Bank σε αρκετά καλή κατάσταση.
Αν το καταφέρει θα προσελκύσει αγοραστές ανεξάρτητα από το χρόνο που απαιτείται για την πώληση της νέας πλέον τράπεζας.
Ο εκπρόσωπος της F.D.I.C είπε ότι το όνομα του κ. Μαγιόπουλου βρισκόταν σε μια λίστα, που δημιουργήθηκε ήδη από το 2017, με «έμπειρους επαγγελματίες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών». Αυτό που δεν είπε είναι ότι ο Ελληνοαμερικανός βρισκόταν πολύ ψηλά στη συγκεκριμένη λίστα με στελέχη που θα μπορούσαν να κληθούν σε περιπτώσεις που ο οργανισμός χρειαζόταν να αναλάβει μια τράπεζα και να αντικαταστήσει την ομάδα διαχείρισης.
Η φτωχή οικογένεια και το Cornell
Ο Μαγιόπουλος δεν μιλάει σχεδόν ποτέ για την προσωπική του ζωή και περιορίζεται να δηλώνει ότι προέρχεται από μια οικογένεια με ταπεινό υπόβαθρο. Ο πατέρας του Χάρι Μαρκόπουλος, τεχνικός αεροσκαφών ήταν ενεργός συνδικαλιστής και η μητέρα του Έλινορ δούλευε part time στην αλυσίδα Sears. Τον κράτησαν στην αγκαλιά τους για πρώτη φορά στις 7 Μαρτίου του 1959 και ο μικρός μεγάλωσε τα επόμενα χρόνια στο περιβάλλον μιας οικογένειας που τα έβγαζε πέρα με κάποιες δυσκολίες.
Από παιδί ήταν πολύ καλός μαθητής και όταν ήρθε η ώρα των σπουδών μπήκε στο πανεπιστήμιο του Cornell με υποτροφία και ένα γενναιόδωρο πακέτο οικονομικής βοήθειας, που του άνοιξε νέες πόρτες. Εκεί σπούδασε Αγγλική Φιλολογία μέχρι το 1980, ενώ ακολούθησε η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης το 1984, την οποία έβγαλε χωρίς να χάσει τον καιρό του σε πάρτι και ξενύχτια.
Μετά από το Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ, ακολούθησε ένα δικηγορικό γραφείο, ενώ από το 1994 έως το 1996 ήταν ερευνητής στην ομοσπονδιακή έρευνα του σκανδάλου Whitewater για τις ακίνητες περιουσίες του Μπιλ και της Χίλαρι Κλίντον, σύμφωνα με το περιοδικό Time. Ακολούθησε η δεκαετία του 2000, όπου ο Ελληνοαμερικανός κατείχε ανώτερους ρόλους στη Deutsche Bank και Credit Suisse πριν αναλάβει ως γενικός σύμβουλος στην Τράπεζας της Αμερικής για πέντε χρόνια.
Όταν έφυγε δεν άργησε πολύ να εισέλθει στη Fannie Mae ως γενικός σύμβουλος, αντιπρόεδρος και εταιρικός γραμματέας το 2009.
Τρία χρόνια μετά έχοντας κάνει εξαιρετική δουλειά ανέλαβε ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, δύο θέσεις-κλειδιά που κράτησε για τα επόμενα έξι χρόνια.
Με βάση τα όσα σχεδίασε ο Τιμ, η Fannie Mae ανέκαμψε από την ύφεση και εισήγαγε νέα τεχνολογία για να προσφέρει περισσότερη ασφάλεια και διαφάνεια στο δανεισμό υποθηκών των Αμερικανών.
Το 2019 ανέλαβε την θέση του προέδρου στη Blend, μια εταιρεία λογισμικού που βασίζεται σε ένα Cloud που επεξεργάζεται υποθήκες και τραπεζικές καταναλωτικές εργασίες.
Η εμπειρία του Μαγιόπουλου με τις νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνολογίας και τα συμφέροντα επιχειρηματικών κεφαλαίων ξεκίνησε το 2016 όταν εκτός από την Fannie Mae, εντάχθηκε και στο διοικητικό συμβούλιο του Lending Club.
Ο λόγος; Ο ιδρυτής του συνελήφθη να λέει ψέματα στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας και αναγκάστηκε να φύγει κακήν-κακώς.
Ο δικηγόρος που σώζει κολοσσούς απέκτησε βαθιά γνώση του κόσμου των επιχειρηματικών κεφαλαίων όταν έγινε πρόεδρος της Blend, επισήμανε στο Time ο Χανς Μόρις, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας επιχειρηματικών κεφαλαίων Nyca Partners και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Lending Club.
«Ενώνει αυτούς τους τρεις κόσμους–τον πολιτικό κόσμο, τον οικονομικό κόσμο και το οικοσύστημα επιχειρηματικών συμμετοχών» και είναι πολύ καλός στο να παίρνει ένα σύνθετο σύνολο μεταβλητών, γεγονότων και διαφορετικών ενδιαφερόντων και να βγάζει μια λύση». Αφού η FDIC ανέλαβε τον έλεγχο της Silicon Valley Bank την προπερασμένη εβδομάδα, ο οργανισμός χτύπησε την πόρτα του Μαγιόπουλου για να είναι ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας.
Ο τελευταίος διαβεβαίωσε τους πελάτες στις πρώτες του δηλώσεις ότι ο δανειστής θα συνεχίσει να «διεξάγει τις συναλλαγές ως συνήθως». «Είμαστε εδώ για να σας εξυπηρετήσουμε», έγραψε σε επιστολή προς τους πελάτες. «Αναγνωρίζω ότι οι τελευταίες μέρες ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή για τους πελάτες μας και τους υπαλλήλους μας και είμαστε ευγνώμονες για την υποστήριξη τους».
Η Χέδερ της καρδιάς του
Το ίδιο ευγνώμων προς τον Τίμοθι για εντελώς διαφορετικό λόγο όμως είναι και η Χέδερ Ράσελ, η δεύτερη σύζυγος αλλά παλιά γνώριμη του Ελληνοαμερικανού δικηγόρου.
Γνωρίστηκαν το 2006 όταν η Ράσελ προσλήφθηκε στο νομικό τμήμα της Bank of America, που αριθμούσε 1000 δικηγόρους, τους οποίους διαχειριζόταν ο Μαγιόπουλος.
Μετά την συνέντευξη που της έκανε, είδε την Ράσελ ελάχιστες φορές μέχρι την ημέρα που ο ίδιος άφησε την εταιρία το 2009 αλλά πάντα υπήρχε μια επαφή μέσω των social media.
Τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, η δουλειά τους έφερνε στην ίδια πόλη και τότε έβγαιναν για ποτό ή φαγητό προκειμένου να τα πουν και να ηρεμήσουν.
Αμφότεροι τότε ήταν παντρεμένοι με παιδιά-και οι δύο απέκτησαν στους γάμους τους από ένα αγόρι και ένα κορίτσι αντίστοιχα-και μέχρι το 2015 οι συναντήσεις τους ήταν καθαρά φιλικές. Εκείνο το φθινόπωρο ο Τιμ ρώτησε για πρώτη φορά την Χέδερ πως είναι η κατάσταση στην οικογένεια της και όταν αυτή του είπε ότι χωρίζει της τόνισε ότι κι αυτός είχε υποβάλλει αίτηση διαζυγίου.
Αυτοί οι χωρισμοί ήταν που τους έφεραν πιο κοντά και έθεσαν αρχικά τις βάσεις μιας στενής φιλίας, η οποία εξελίχθηκε σε ένα ειδύλλιο που φάνηκε από την αρχή ότι ήταν σοβαρό.
Ως υπεύθυνη του Νομικού Τμήματος στην Fifth Third Bank η Χέδερ όφειλε να ενημερώσει το αρμόδιο τμήμα συμμόρφωσης της τράπεζας για την σχέση της με τον Μαγιόπουλο.
Το έκανε για να ενημερωθεί λίγες ώρες αργότερα ότι απολύεται, γεγονός που την σόκαρε αφού ο αγαπημένος της δεν εμπλεκόταν επ’ ουδενί στο επαγγελματικό της κάδρο.
Η ιστορία της δημοσιοποιήθηκε στην Wall Street Journal, αλλά η ίδια επέλεξε να μην κινηθεί νομικά κατά της τράπεζας, ενώ ο Μαγιόπουλος που επίσης ανέφερε την σχέση του με την Χέδερ στο αρμόδιο τμήμα δεν είχε καμία επίπτωση.
Μετά από αυτό η σχέση του ζευγαριού έγινε ακόμη πιο στέρεη και τον Νοέμβριο του 2019 αρραβωνιάστηκαν σε ένα εστιατόριο του Μανχάταν έχοντας δίπλα τους αγαπημένους φίλους και συγγενείς. Στις 21 Νοεμβρίου του 2020 αντάλλαξαν όρκους αγάπης και πίστης στο σπίτι της Χέδερ στο Μπρόνξβιλ της Νέας Υόρκης και δύο φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν στους New York Times, αποτυπώνουν ανάγλυφα την ευτυχία τους.