Τον πρώτο μεγάλο σεισμό των 7,8 Ρίχτερ ακολούθησε ένας δεύτερος σεισμός μεγέθους 7,5 Ρίχτερ καθώς και εκατοντάδες μικρότεροι μετασεισμοί. Στη NASA άρχισαν να επεξεργάζονται αμέσως τις πρώτες δορυφορικές εικόνες από το σημείο.
«Πρόκειται για πολύ μεγάλους και ισχυρούς σεισμούς που έφτασαν μέχρι την επιφάνεια», δήλωσε ο Έρικ Φίλντινγκ, γεωφυσικός στο Εργαστήριο Αεριοπροώθησης της NASA.
«Αυτό προκάλεσε εξαιρετικά ισχυρές δονήσεις που έπληξαν πολλές πυκνοκατοικημένες πόλεις και κωμοπόλεις. Το μήκος και το μέγεθος του ρήγματος ήταν παρόμοια με τον σεισμό του 1906 που κατέστρεψε το Σαν Φρανσίσκο», σημείωσε.
Στον χάρτη φαίνονται τμήματα των πόλεων Türkoğlu, Kahramanmaraş και Nurdaği. Τα σκούρα κόκκινα εικονοστοιχεία αντιπροσωπεύουν περιοχές οι οποίες έχουν πιθανόν υποστεί σοβαρές ζημιές, ενώ οι πορτοκαλί και κίτρινες περιοχές έχουν υποστεί μέτριες ή μερικές ζημιές. Κάθε στοιχείο στην εικόνα έχει διάμετρο περίπου 30 μέτρα (περίπου το μέγεθος ενός γηπέδου μπέιζμπολ).
Ο χάρτης προέρχεται από δεδομένα που συλλέχθηκαν από το PALSAR-2 του προηγμένου δορυφόρου παρατήρησης ALOS-2 (Advanced Land Observing Satellite-2) στις 8 Φεβρουαρίου 2023. Ο δορυφόρος χαρτογραφεί το τοπίο, συμπεριλαμβανομένων των κτιρίων.
Συγκρίνοντας τα δεδομένα της 8ης Φεβρουαρίου με παρατηρήσεις που έγιναν από τον ίδιο δορυφόρο πριν από τον σεισμό (στις 7 Απριλίου 2021 και στις 6 Απριλίου 2022), οι επιστήμονες παρακολούθησαν τις αλλαγές και άρχισαν να εντοπίζουν τις περιοχές που υπέστησαν ζημιές.
«Ο χάρτης καλύπτει μόνο το κεντρικό τμήμα της πληγείσας περιοχής λόγω του στενού εύρους των δεδομένων της λεπτής δέσμης ALOS-2 που χρησιμοποιήθηκαν, αλλά περιλαμβάνει τα επίκεντρα τόσο του κύριου σεισμού μεγέθους 7,8 βαθμών όσο και του μετασεισμού μεγέθους 7,5 βαθμών», εξήγησε ο Φίλντινγκ.
«Σημειώστε ότι τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των λήψεων του ALOS-2 απέχουν έως και ένα έτος μεταξύ τους, οπότε η ακρίβεια του χάρτη των πλησιέστερων ζημιών μπορεί να είναι χαμηλότερη σε περιοχές με βλάστηση, όπως στα βουνά, εξαιτίας των εποχιακών διακυμάνσεων», δήλωσε ο Φίλντιγκ.
«Εκτός από τη χαρτογράφηση των ζημιών, χρησιμοποιούμε δορυφόρους για να παρακολουθούμε τους αυξημένους κινδύνους κατολισθήσεων, τις διακοπές ρεύματος και τις καιρικές συνθήκες που θα μπορούσαν να δυσκολέψουν τις προσπάθειες αντιμετώπισης της κατάστασης», δήλωσε η Σάνα ΜακΚλέιν, υπεύθυνη του προγράμματος.