Σύμφωνα με δημοσκόπηση η πλειοψηφία των Γερμανών δεν αναμένει μείωση του πληθωρισμού, ο οποίος αγγίζει ήδη το 10%. Συνέχιση των υψηλών πληθωριστικών τάσεων βλέπουν και οι «Σοφοί».
To 2022 η ζωή στη Γερμανία ακρίβυνε απότομα εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού που συνδέεται με την ενεργειακή κρίση και βέβαια στο βάθος τον πόλεμο στην Ουκρανία. Και το 2023 όμως το 50% των 2.057 ερωτηθέντων σε νέα δημοσκόπηση του Ινστιτούτου YouGov δεν περιμένει να πέσουν οι τιμές, το αντίθετο: αναμένει νέα αύξηση του πληθωρισμού.
Το ένα τρίτο των Γερμανών, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, αναμένει επίσης εξίσου υψηλές τιμές σε βασικά αγαθά όπως και τους τελευταίους μήνες του 2022, κατά τους οποίους ο πληθωρισμός αγγίζει το 10% σύμφωνα με την τελευταία καταμέτηρηση της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας για τον Νοέμβριο. Με άλλα λόγια δεν διαβλέπουν ουσιαστική βελτίωση της αγοραστικής τους δύναμης προσεχώς.
Δεν συμμερίζεται η πλειοψηφία τις προβλέψεις της Bundesbank
Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι τις συγκρατημένες -αν όχι ελαφρώς αισιόδοξες- προβλέψεις ορισμένων γερμανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για την πορεία του πληθωρισμού στη Γερμανία τα επόμενα χρόνια δεν συμμερίζονται οι ίδιοι οι καταναλωτές. Για παράδειγμα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας Bundesbank προβλέπει για το 2023 μείωση του πληθωρισμού από τον μέσο όρο του 2022 (8,6%) στο 7,2%.
Εντούτοις η πλειοψηφία των ερωτηθέντων αναμένει περαιτέρω αύξηση (35%) ή σταθερό υψηλό πληθωρισμό (24%) και τα επόμενα τρία χρόνια. Λιγότεροι (28%) είναι εκείνοι που αναμένουν μείωση του ρυθμού των ανατιμήσεων, ενώ η μειοψηφία (12%) δεν θέλησε να προβεί σε εκτιμήσεις.
«Σοφοί» της γερμανικής οικονομίας: Υψηλος πληθωρισμός ως το 2024
Οι εκτιμήσεις των καταναλωτών φαίνονται πάντως να επιβεβαιώνονται και από τη Μόνικα Σνίτσερ, επικεφαλής της ομάδας των Σοφών της Γερμανικής Οικονομίας, συμβουλευτικού σώματος της γερμανικής κυβέρνησης.
Η κορυφαία Γερμανίδα οικονομολόγος αναμένει υψηλά ποσοστά πληθωρισμού στη Γερμανία τουλάχιστον μέχρι το 2024. Η ίδια θεωρεί ότι το φαινόμενο του υψηλού πληθωρισμού οφείλεται κυρίως στις δευτερογενείς επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, με πολλές εταιρείες και παραγωγούς να μετακυλίουν πολλαπλά κόστη στους τελικούς καταναλωτές.