Ήταν κόρη του πρωθυπουργού Γιαβαχαρλάλ Νεχρού, ζώντας ταραγμένα παιδικά χρόνια εξαιτίας των πολιτικών διώξεων που γνώρισαν οι γονείς της. Σπούδασε στην Ελβετία και στην Οξφόρδη και μετά στο πανεπιστήμιο του Σαντινικετάν, το περίφημο πνευματικό κέντρο που ίδρυσε ο Ταγκόρ.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής της, ο ρόλος του πατέρα της, ο γάμος
Εξαιτίας των αγώνων και των συνεχών φυλακίσεων του πατέρα της και του πρώιμου θανάτου της μητέρας της από φυματίωση το 1930, η Ίντιρα Γκάντι μεγαλώνει μόνη της στην ιδιωτική έκταση της οικογένειας, κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι και το 1935 φεύγει για σπουδές στην Οξφόρδη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, συμμετέχει σε οργανώσεις υπέρ της ανεξαρτησίας της Ινδίας και κατά του φασισμού στην Ισπανία.
Ωστόσο, αναγκάζεται να διακόψει πολλές φορές τη φοίτησή της και να καταφύγει στην Ελβετία για λόγους υγείας, ώσπου τελικά το 1941, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επιστρέφει στην Ινδία, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές της. Τον επόμενο χρόνο παντρεύεται, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της, τον Φερόζ Γκάντι (εξου και το επίθετο της), με τον οποίο υπήρξαν συναγωνιστές στην Αγγλία. Αποκτά μαζί του δύο παιδιά, τον Ρατζίβ και τον Σαντζάι. Ο γάμος τους λήγει σύντομα.
Η ενασχόληση της με την πολιτική
Το 1959 εκλέχθηκε πρόεδρος της παράταξης του Κόμματος του Κογκρέσου, ενώ θάνατος του πατέρα της το 1964 οδηγεί στη δική της ανέλιξη στην πολιτική, αφού ο επόμενος πρωθυπουργός, Λαλ Μπαχαντούρ Σάστρι, τη διορίζει Υπουργό Πληροφοριών και Ραδιοφωνίας.
Η θητεία του Σάστρι είναι σύντομη, αφού πεθαίνει ξαφνικά το 1966 από καρδιακή προσβολή. Μετά το θάνατο του, τα μέλη της παράταξης προτείνουν να κατέβει η Ίντιρα ως υποψήφια πρωθυπουργός στις εκλογές και το 1968, εκλέγεται η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ινδίας.
Η πρώτη της θητεία συνοδεύεται από μία σειρά ριζοσπαστικών μέτρων με στόχο την καταπολέμηση της φτώχειας που αποτελούσε το βασικότερο πρόβλημα της χώρας. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, επιτυγχάνεται η «Πράσινη Επανάσταση», η εθνικοποίηση τραπεζών και η μεταρρύθμιση της ισότιμης αμοιβής γυναικών και ανδρών.
Από το 1975, όμως, η Γκάντι έγινε στόχος επιθέσεων της αντιπολίτευσης, η οποία αμφισβητούσε τη γνησιότητα του αποτελέσματος των εκλογών που ανανέωναν την παραμονή της στην εξουσία. Η Γκάντι αντέδρασε με μαζικές συλλήψεις και κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τελικά όμως αναγκάστηκε να διενεργήσει νέες εκλογές το 1977 στις οποίες ηττήθηκε. Το 1980, ωστόσο, ξαναγύρισε πανηγυρικά στην εξουσία μετά από νέες εκλογές.
Επιχείρηση Γαλάζιο Αστέρι
Η θέση σε εφαρμογή της επιχείρησης Γαλάζιο Αστέρι τον Ιούνιο του 1984 σήμανε την αρχή του τέλους για την Γκάντι. Η ίδια διέταξε τον ινδικό στρατό να επανακαταλάβει το Χρυσό Τέμενος του Σιχισμού, που είχε πέσει από το 1982 στα χέρια των Σιχ. Η επιχείρηση είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Σκοτώθηκαν σχεδόν 500 πολίτες και πάνω από 300 στρατιώτες. Ακολούθησαν χιλιάδες συλλήψεις, βασανιστήρια και διωγμοί των Σιχ. Όλα αυτά με εντολή της ίδιας της Γκάντι.
Η άγρια δολοφονία της
Στις 31 Οκτωβρίου 1984 δολοφονήθηκε στην αυλή του σπιτιού της από τους δυο προσωπικούς Σιχ σωματοφύλακές της. Είχε προηγηθεί ο θάνατος σε αεροπορικό ατύχημα του πρωτότοκου γιου της, στον οποίο είχε μεγάλη αδυναμία.
Ο τρόπος δολοφονίας της ήταν ακραίος καθώς, μετά τους τρεις εξ επαφής πυροβολισμούς που δέχθηκε από τον ένα σωματοφύλακα της, ο δεύτερος της έριξε άλλες 30(!) σφαίρες. Παρ’ όλα αυτά, η Γκάντι παρέμεινε ζωντανή, μέχρι και τη στιγμή που τη μετέφεραν στο νοσοκομείο.