Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι ιστορικές πηγές χαρακτηρίζουν σαφώς και κατηγορηματικά τον Σαμουήλ ως Βούλγαρο και τη χώρα του ως Βουλγαρικό Βασίλειο σύμφωνα με το echedoros-a.gr και μέχρι τώρα στα σχολικά βιβλία της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, γίνεται λόγος για «μακεδονικό βασίλειο», για τυφλούς «Μακεδόνες» στρατιώτες, για δημιουργία «μακεδονικής εκκλησίας» κ.λπ., γράφει σε άρθρο του ο Βούλγαρος καθηγητής πανεπιστημίου Γκεόργκι Νικόλοφ, σύμφωνα με την ιστοσελίδα echedoros.
Η ιστορία γράφεται με βάση ιστορικές πηγές, δεν παρουσιάζεται με δημόσιες δηλώσεις. Το γεγονός ότι το 1945 το «μακεδονικό αλφάβητο», η «μακεδονική λογοτεχνική και κρατική γλώσσα» κωδικοποιήθηκαν με κρατικές πράξεις στην τότε Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία και στη συνέχεια συντάχθηκε επίσης μια «μακεδονική» μεσαιωνική ιστορία, ήταν αποτέλεσμα μιας γιγαντιαίας πολιτικής χειραγώγησης του αντιβουλγαρικού χαρακτήρα. Δυστυχώς, εξακολουθεί να βρίσκεται στις σελίδες των σχολικών εγχειριδίων στη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας.
Αγαπητοί φίλοι, συνάδελφοι ιστορικοί, δημόσια πρόσωπα και πολιτικοί από τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, ποια ήταν αυτή η πλοκή που εξακολουθεί να σας κάνει να μας βλέπετε εχθρούς όταν σας θεωρούμε αδέρφια;
Με την κολοσσιαία πολιτική του μορφή, ο Βούλγαρος Σαμουήλ συμβόλιζε τόσο το μεγαλείο όσο και την τραγωδία του βουλγαρικού λαού στον μακροχρόνιο πόλεμο για τη σωτηρία της Βουλγαρίας.
Το καλοκαίρι του 1014, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β' (976 - 1025) με μεγάλο στρατό εισήλθε στην κοιλάδα του ποταμού Στρυμώνα που διασχίζει την οροσειρά της Κερκίνης. Αλλά ο έμπειρος στρατιωτικός διοικητής Σαμουήλ, που βρισκόταν σε πόλεμο με τους Ρωμαίους (βυζαντινούς) για περισσότερα από 30 χρόνια, ήταν προετοιμασμένος. Έφτιαξε μια ισχυρή οχύρωση από πέτρινους τοίχους, τάφρους και επάλξεις στο φαράγγι. Κεντρική θέση κατείχε η σκοπιά Κλουτς (σημερινό φρούριο του Σαμουήλ). Για πολλές μέρες οι εχθροί προσπαθούσαν να περάσουν τα φράγματα και να εισέλθουν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας του Σαμουήλ προς Πρέσπα, Μοναστήρι και Αχρίδα.
Οι Βούλγαροι τους βομβάρδισαν με πέτρες και βέλη από τα ύψη του τείχους, τραυμάτισαν και σκότωσαν τους πιεστικούς εχθρούς.
Τότε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος ανέλαβε έναν απρόσμενο ελιγμό.
Έστειλε δύο διμοιρίες αλόγων να περάσουν από τα υψώματα του άγριου βουνού Μπελασίτσα.
Σε τρεις μέρες, τα ρωμαϊκά αποσπάσματα διένυσαν περίπου 15 χλμ. και κατάφεραν να περάσουν κρυφά από τα ορεινά μονοπάτια, με επικεφαλής ντόπιους βοσκούς, που τους οδήγησαν στην άγνωστη περιοχή, απαρατήρητοι από τους Βούλγαρους φρουρούς.
Ο βυζαντινός χρονικογράφος Ιωάννης Σκιλίτσης σημειώνει ότι στις 29 Ιουλίου, τα ξημερώματα, εμφανίστηκε ξαφνικά από το ύψος πίσω από τους Βουλγάρους ένα απόσπασμα με αρχηγό τον Νικηφόρο Ξίπιο με κραυγές και θόρυβο.
Φοβισμένοι, έτρεξαν. Και ο αυτοκράτορας κατέστρεψε το εγκαταλελειμμένο τείχος και άρχισε να τους καταδιώκει. Πολλοί σκοτώθηκαν και ένας ακόμη μεγαλύτερος αριθμός αιχμαλωτίστηκε. Το άλλο βυζαντινό απόσπασμα συνάντησε τους Βούλγαρους στο κύριο στρατόπεδό τους στο Μακρύεβο.
Και ο αυτοκράτορας τύφλωσε τους αιχμαλώτους περίπου 15 χιλιάδων Βουλγάρους, διέταξε κάθε εκατό τυφλωμένους να οδηγούνται από έναν μονόφθαλμο και έτσι τους έστειλε στον Σαμουήλ.
Κι εκείνος, βλέποντάς τους να έρχονται σε τάξεις, δεν άντεξε αυτή την εικόνα και λιποθύμησε.
Οι παρευρισκόμενοι κατάφεραν να τον αγιάσουν με νερό και θυμίαμα.
Όταν συνήλθε, ζήτησε να πιει κρύο νερό, αλλά όταν το πήρε και το ήπιε, έπαθε καρδιακή προσβολή και μετά από δύο μέρες πέθανε στις 6 Οκτωβρίου 1014.
Έτσι έβαλε τέλος στη ζωή του ο Σαμουήλ, σύμφωνα με τους ίδιους τους βυζαντινούς χρονικογράφους, ενώ ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος Β’ επονομάστηκε Βουλγαροκτόνος, γράφει το βουλγαρικό δημοσίευμα.