Αναφορά στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο Αιγαίο έγινε κατά τη διάρκεια της συνάντησης του Τζο Μπάιντεν με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που ολοκληρώθηκε πριν από λίγες ώρες στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής στο ΝΑΤΟ.
Κάτι περισσότερο από μια ώρα κράτησε η συνάντηση του Τζο Μπάιντεν με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο μέγαρο IFEMA στη Μαδρίτη, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με την ενημέρωση του Λευκού Οίκου για το τετ-α-τετ των δυο ηγετών, υπήρξε αναφορά και στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο Αιγαίο, αλλά και στη Συρία. «Μίλησαν για τη σημασία της διατήρησης της σταθερότητας στο Αιγαίο και τη Συρία», αναφέρει χαρακτηριστικά η Ουάσιγκτον στην ενημέρωση για τη συνομιλία των προέδρων ΗΠΑ και Τουρκίας.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ενημέρωση του Λευκού Οίκου, ο Τζο Μπάιντεν «χαιρέτισε τη σύναψη τριμερούς συμφωνίας από την Τουρκία με τη Φινλανδία και τη Σουηδία που άνοιξε το δρόμο για τους Συμμάχους να τους καλέσουν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Οι ηγέτες συζήτησαν τη συνεχιζόμενη υποστήριξή τους προς την Ουκρανία στην άμυνά της κατά της ρωσικής επιθετικότητας, καθώς και τη σημασία της άρσης των ρωσικών εμποδίων στην εξαγωγή ουκρανικών σιτηρών».
«Μίλησαν επίσης για τη σημασία της διατήρησης της σταθερότητας στο Αιγαίο και τη Συρία. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν επανέλαβε την επιθυμία του να διατηρήσει εποικοδομητικές διμερείς σχέσεις και οι ηγέτες συμφώνησαν στη σημασία συνεχών στενών διαβουλεύσεων μεταξύ των δυο κυβερνήσεων», τονίζει.
Οι δυο ηγέτες δεν προχώρησαν σε δηλώσεις μετά το τέλος της συνάντησης, ωστόσο, κατά την άφιξή τους είχαν σύντομη συνομιλία μπροστά τους εκπροσώπους του Τύπου.
«Θέλω να σας ευχαριστήσω ιδιαιτέρως για αυτό που κάνατε συνθέτοντας την κατάσταση όσον αφορά τη Φινλανδία και τη Σουηδία, και για όλη την απίστευτη δουλειά που κάνετε για να προσπαθήσετε να βγάλετε το σιτάρι από την Ουκρανία και τη Ρωσία. Θέλω να πω, κάνετε εξαιρετική δουλειά. Θέλω απλώς να σας ευχαριστήσω και θα ήθελα να σας μιλήσω για αυτά τα πράγματα όταν έχουμε την ευκαιρία», ανέφερε ο Τζο Μπάιντεν προς τον Ταγίπ Ερντογάν.
«Αυτή η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στην οποία συμμετέχουμε, όσον αφορά την ατζέντα της, θα είναι αρκετά απασχολημένη και θα είναι αρκετά σημαντική. Και αύριο, οι δραστηριότητες θα συνεχιστούν. Και χάρη στις προσπάθειές μας, πιστεύουμε ότι θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στις χώρες μας με γεμάτα τα χέρια και με πλήρη ικανοποίηση. Και ως Ηνωμένες Πολιτείες, πιστεύουμε ότι η πρωτοπορία σας σε αυτό το θέμα θα είναι κρίσιμη όσον αφορά την ενίσχυση του ΝΑΤΟ για το μέλλον και θα έχει μια πολύ θετική συμβολή στη διαδικασία μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας», σχολίασε με τη σειρά του ο Ερντογάν.
«Η σύγκρουση Ρωσίας και Ουκρανίας και οι αρνητικές εξελίξεις όσον αφορά την απομάκρυνση των σιτηρών από τα ουκρανικά λιμάνια, καθώς και οι εξελίξεις σχετικά με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, απαιτούν από όλους να συνεργαστούμε για να επιλύσουμε τις διαφορές μια για πάντα. Ελπίζω και προσεύχομαι ότι θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μια ισορροπία στη διπλωματία προκειμένου να καλλιεργήσουμε θετικά αποτελέσματα, ειδικά σε ό,τι αφορά τα σιτηρά. Υπάρχουν χώρες που στερούνται τα σιτηρά και θα ανοίξουμε διαδρόμους και θα τους επιτρέψουμε να έχουν πρόσβαση στα σιτηρά που τόσο χρειάζονται», πρόσθεσε ο Τούρκος πρόεδρος.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν ανέφερε πως όσα υποστήριξε ο Ερντογάν προέρχονται από τις προσπάθειές του τονίζοντας «Πραγματικά το εννοώ. Ευχαριστώ». Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως σε καμία από τις ενημερώσεις, τόσο του Λευκού Οίκου όσο και της τουρκικής Προεδρίας, δεν γίνεται αναφορά στο πρόγραμμα για την αναβάθμιση των F-16 της Άγκυρας σε κατηγορία Viper και στο αίτημα για αγορά νέων μαχητικών ίδιου τύπου από τους Τούρκους. Πληροφορίες, ωστόσο, αναφέρουν πως στη διάρκεια της συνάντησης οι δυο ηγέτες αντάλλαξαν απόψεις για το θέμα.
Στη συνάντηση, σύμφωνα με το Anadolu, συμμετείχαν επίσης από πλευράς Τουρκίας ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, ο Διευθυντής Επικοινωνιών του Προέδρου Φαρετίν Αλτούν, ο Προεδρικός Εκπρόσωπος Ιμπραήμ Καλίν και ο επικεφαλής της MIT Χακάν Φιντά. Από πλευράς ΗΠΑ το «παρών» έδωσε ο υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης Μπάιντεν.