Η οικονομία της Ρωσία ενδεχομένως να χρειαστεί μια δεκαετία για να επιστρέψει στα επίπεδα προ της επιβολής των κυρώσεων του 2021, δήλωσε σήμερα ο διευθύνων σύμβουλος της μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας, καθώς οι οικονομικοί περιορισμοί έχουν αποκόψει την χώρα από το ήμισυ του εμπορίου της.
Οι δυτικές χώρες επέβαλαν στη Ρωσία οικονομικές κυρώσεις, τις πιο σκληρές που έχει αντιμετωπίσει στην σύγχρονη ιστορία της, αφότου η Μόσχα έστειλε τα στρατεύματα της στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, κάνοντας λόγο για «ειδική στρατιωτική επιχείρηση».
Τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία δέχθηκαν ένα άμεσο πλήγμα και οι τιμές στα καταναλωτικά είδη εκτινάχθηκαν στα ύψη, αναγκάζοντας τις αρχές να εισαγάγουν ελέγχους κεφαλαίων (capital controls), να αυξήσουν το βασικό επιτόκιο και να περιορίσουν τη δυνατότητα των ξένων επενδυτών να πωλούν τα περιουσιακά τους στοιχεία στη Ρωσία.
Ο Γκέρμαν Γκρεφ, η τράπεζα του οποίου θεωρείται ως υποκατάστατο της ρωσικής οικονομίας, καθώς κατέχει την πλειοψηφία των καταθέσεων των νοικοκυριών και των επιχειρηματικών δανείων, εκτίμησε την Παρασκευή ότι οι χώρες που έπληξαν τη Ρωσία με κυρώσεις αντιπροσώπευαν το 56% των εξαγωγών της και το 51% των εισαγωγών της.
«Αυτή είναι μια απειλή για το 15% του ΑΕΠ της χώρας, ο κύριος όγκος της οικονομίας δέχεται πυρά» δήλωσε ο Γκρεφ –ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών– στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης.
«Ως αποτέλεσμα –και αν δεν κάνουμε τίποτα– θα χρειαστούμε περίπου μια δεκαετία για να επιστρέψουμε στα επίπεδα της οικονομίας του 2021» δήλωσε ο Γκρεφ, τονίζοντας ότι χρειάζεται διαρθρωτική μεταρρύθμιση της ρωσικής οικονομίας.
Οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στις ρωσικές τράπεζες έχουν περιορίσει ευρέως τις οικονομικές συναλλαγές με τις ξένες τράπεζες ενώ η Ρωσία δεν μπορεί να εισάγει εξοπλισμό και ανταλλακτικά που χρειάζεται για την αυτοκινητοβιομηχανία, τον ενεργειακό τομέα και την αεροπορική βιομηχανία.
Σύμφωνα με τον Γκρεφ, οι αποστολές εμπορευμάτων μειώθηκαν κατά έξι φορές, ενώ οι θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές υπέστησαν επίσης συνέπειες, καθώς οι κυρώσεις δεν επιτρέπουν στις ρωσικές αεροπορικές εταιρείες να πραγματοποιούν πτήσεις προς την Δύση ενώ στα πλοία με ρωσική σημαία απαγορεύτηκε η είσοδος σε λιμάνια της ΕΕ.
Πούτιν: Οι απώλειες της ΕΕ από τις κυρώσεις που επιβάλει μπορούν να ξεπεράσουν τα $400 δισ. σε ένα χρόνο
Αναφερόμενος στην εγχώρια οικονομία, ο Πούτιν σημείωσε ότι το 16,7% είναι ένας μεγάλος δείκτης πληθωρισμού, ωστόσο «οι αρχές θα εργαστούν για τη μείωσή του, η οικονομική δυναμική θα σταθεροποιηθεί».
«Ο οικονομικός αιφνιδιαστικός πόλεμος κατά της Ρωσίας δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας» συνέχισε ο Πούτιν, προβλέποντας ότι οι ανισότητες θα διευρυνθούν ακόμα περισσότερο στην Ευρώπη και, ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει διάσπαση της κοινωνίας λόγω λαθών στην οικονομία. «Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί επέφεραν σοβαρό πλήγμα στην οικονομία τους με τα ίδια τους τα χέρια. Μόνο οι άμεσες απώλειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον πυρετό των κυρώσεων μπορούν να ξεπεράσουν τα 400 δισεκατομμύρια δολάρια σε ένα χρόνο. Αυτό είναι το τίμημα των αποφάσεων που είναι αποκομμένες από την πραγματικότητα και λαμβάνονται σε αντίθεση με την κοινή λογική» τόνισε ο Πούτιν, προσθέτοντας πως το κόστος αυτό το επωμίζονται οι λαοί.
Σύμφωνα με τον Ρώσο πρόεδρο η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χάσει την πολιτική της κυριαρχία, «οι γραφειοκρατικές της ελίτ χορεύουν στο ρυθμό κάποιου άλλου, βλάπτοντας τον ίδιο τους τον πληθυσμό». Παράλληλα, είπε πως «μια αποτυχημένη ενεργειακή πολιτική συνέβαλε στην κλιμάκωση των τιμών στην Ευρώπη, η Ρωσία δεν είχε καμία σχέση με την άνοδο των τιμών της ενέργειας, τα καύσιμα άρχισαν να ανεβαίνουν σε τιμές πολύ πριν από την ειδική επιχείρηση». Ο Πούτιν τόνισε πως οι συνάδελφοί του στη Δύση προσπαθούν να αντιστρέψουν την πορεία της ιστορίας, σκέφτονται με όρους του περασμένου αιώνα, έχουν ψευδαισθήσεις και δεν θέλουν να παρατηρήσουν τις αλλαγές. «Οι εταίροι μας στη Δύση υπονομεύουν σκόπιμα τα διεθνή θεμέλια στο όνομα των γεωπολιτικών τους ψευδαισθήσεων» σχολίασε, προσθέτοντας πως «οι σημερινές αλλαγές στην οικονομία και τη διεθνή πολιτική είναι τεκτονικές και επαναστατικές».
Ο Πούτιν δήλωσε ακόμα ότι υπάρχουν πολλές επιλογές για την εξαγωγή των ουκρανικών σιτηρών, αλλά μόνο οι αρχές του Κιέβου θα αποφασίσουν πώς θα γίνει αυτό, «χωρίς να επικεντρωθούν στις επιθυμίες των 'ιδιοκτητών' τους από την άλλη πλευρά του ωκεανού». Ο Πούτιν σημείωσε, ακόμα, ότι «αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σημαντικός προμηθευτής τροφίμων, τώρα έχουν γίνει καθαρός εισαγωγέας - τυπώνουν χρήματα και αγοράζουν τρόφιμα από όλο τον κόσμο».
Επιπρόσθετα, κατηγόρησε τη Δύση ότι διοχετεύει όπλα στην Ουκρανία και χρηματοδοτεί τη ρωσοφοβία στη χώρα. «Όποιος συνεχίζει να συνεργάζεται με τη Ρωσία δέχεται πιέσεις από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, δέχεται άμεσες απειλές», είπε ο Πούτιν. Ωστόσο, η Ρωσία θα συνεχίσει να αλληλεπιδρά με τις δυτικές εταιρείες, οι οποίες συνεργάζονται με τη Μόσχα.
Σχολιάζοντας την εισβολή του Ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, ανέφερε πως η απόφαση ήταν δύσκολη αλλά αναγκαστική και ότι «οι στρατιώτες του Κρεμλίνου υπερασπίζονται τα δικαιώματα της Ρωσίας για ασφαλή ανάπτυξη» ενώ η επιχείρηση έχει σκοπό «να υπερασπιστεί τον λαό της περιοχής του Ντονμπάς» και ότι «όλα τα καθήκοντά της θα εκπληρωθούν».