Τα παιδιά ηλικίας 12 ετών και άνω που έχουν διαγνωστεί με Covid-19 θα πρέπει να περιμένουν 12 εβδομάδες πριν τον εμβολιασμό τους, ανακοίνωσαν οι ειδικοί της Βρετανικής Υπηρεσίας Υγειονομικής Ασφάλειας (UKHSA), αναφέρει ο Guardian.
Σύμφωνα με πληροφορίες από Guardian η αναβολή θα μπορούσε να συμβάλει στην περαιτέρω μείωση του «πολύ, πολύ χαμηλού» κινδύνου εμφάνισης φλεγμονής στην καρδιά μετά τον εμβολιασμό, συμπλήρωσαν οι ειδικοί.
Αυτή τη στιγμή, τα ποσοστά εμφάνισης μυοκαρδίτιδας σε ανήλικους φαίνονται να κυμαίνονται περίπου σε εννέα ανά εκατομμύριο εμβολιασμών, ενώ τα κρούσματα που έχουν παρατηρηθεί είναι «σχετικά ήπια», τόνισαν.
Η συμβουλή τους για τους ηλικιωμένους και τα άτομα που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σε περίπτωση που νοσήσουν από κοροναϊό, συμπεριλαμβανομένων των ανηλίκων 12 ετών και άνω, είναι να περιμένουν τέσσερις εβδομάδες. Όμως σημείωσαν ότι η παράταση κατά 12 εβδομάδες είναι εφικτή για τα παιδιά χαμηλότερου κινδύνου, ηλικίας 12-17 ετών.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η φυσική ανοσία στους νεότερους έχει διάρκεια τουλάχιστον τριών μηνών και ενδεχομένως έως και έξι μηνών.
Τη Δευτέρα, η επιτροπή εμβολιασμού (JCVI) ανέφερε ότι τα άτομα ηλικίας 16 και 17 ετών μπορούν να κλείσουν ραντεβού για τη δεύτερη δόση του εμβολίου 12 εβδομάδες μετά την πρώτη. Όμως το UKHSA δήλωσε ότι σε περίπτωση που τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την ηλικιακή ομάδα εντωμεταξύ νοσήσουν, η δεύτερη δόση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί 12 εβδομάδες μετά τη λοίμωξη.
Εκείνοι που δεν έχουν πραγματοποιήσει καμία δόση, έχουν όμως νοσήσει, επίσης θα πρέπει να περιμένουν 12 εβδομάδες. Προς το παρόν, δεν έχει δοθεί οδηγία χορήγησης δεύτερης δόσης στα υγιή παιδιά 12 έως 15 ετών.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι περίπου οι μισοί μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουν περάσει κοροναϊό. Όπως λένε, τα παιδιά θα πρέπει να ακολουθήσουν τη σύσταση για καθυστέρηση της δόσης μόνο σε περίπτωση που η λοίμωξη είχε επιβεβαιωθεί εργαστηριακά.
Οι ειδικοί επανέλαβαν ότι ο κίνδυνος μυοκαρδίτιδας και άλλων παρενεργειών αφορά «κυρίως τις πρώτες ημέρες. Επομένως, οι άνθρωποι που εμβολιάστηκαν τρεις ή τέσσερις εβδομάδες πριν, ένα μήνα μετά τη λοίμωξη, και αυτή τη στιγμή είναι καλά, μπορούν να είναι σίγουροι ότι έχουν ξεπεράσει την περίοδο ενδεχόμενου κινδύνου».
Όλα τα νεότερα άτομα που εμβολιάστηκαν στη διάρκεια των τελευταίων ημερών έχουν λάβει πληροφορίες για τις πιθανές παρενέργειες και τα σημάδια που πρέπει να προσέξουν, πρόσθεσαν. «Μέσα σε λίγες ημέρες, όλοι θα έχουν ξεπεράσει την περίοδο του κινδύνου, επομένως ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να τους καθησυχάσουμε», δήλωσε υψηλόβαθμος αξιωματούχος με στενούς δεσμούς με το πρόγραμμα στον Guardian.
Από την Πέμπτη, οι επαγγελματίες υγείας που πραγματοποιούν εμβόλια, θα συζητούν με τα παιδιά για να μάθουν αν τους έχει επιβεβαιωθεί λοίμωξη στη διάρκεια των τελευταίων 12 εβδομάδων.
Οι πολίτες ενθαρρύνονται να εμβολιαστούν ακόμη και αν έχουν μολυνθεί από τον ιό στο παρελθόν, προκειμένου να είναι όσο το δυνατόν πιο προστατευμένοι. Οι ερευνητές που συμμετείχαν στη μελέτη Covid Zoe Symptom ανέφεραν ότι η λοίμωξη πριν τον πλήρη εμβολιασμό προσφέρει κατά πολύ μεγαλύτερη προστασία, γεγονός που συνάδει με τις εκκλήσεις των ειδικών για εμβολιασμό όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από το αν είχαν διαγνωστεί με Covid-19 στο παρελθόν.
Η Δρ. Μέρι Ράμσεϊ, επικεφαλής ανοσοποίησης στο UKHSA δήλωσε: «Τα εμβόλια κοροναϊού είναι πολύ ασφαλή. Με βάση μια προσέγγιση υπέρμετρης προστασίας, συμβουλεύουμε σε μεγαλύτερο κενό μεταξύ της λοίμωξης και του εμβολιασμού για τα άτομα κάτω των 18 ετών. Αυτή η αύξηση στηρίζεται σε τελευταίες εκθέσεις από τη Βρετανία και άλλες χώρες, που ενδεχομένως δείχνουν ότι ένα μεγαλύτερο διάλειμμα θα μειώσει περαιτέρω τον ήδη πολύ μικρό κίνδυνο μυοκαρδίτιδας σε μικρότερες ηλικίες».
«Οι νέοι και οι γονείς θα πρέπει να είναι βέβαιοι ότι η μυοκαρδίτιδα είναι εξαιρετικά σπάνια όποτε και αν εμβολιαστούν και ότι αυτή η αλλαγή έχει γίνει βάσει υπέρμετρης επιφυλακτικότητας. Επανεξετάζουμε διαρκώς τις συστάσεις μας και θα συνεχίσουμε να τις ανανεώνουμε βάσει των τελευταίων στοιχείων και αποδείξεων».