Κόσμος

Ζόντιακ: O serial killer που έμεινε για πάντα στην σκιά των ερευνών

Για άλλη μια φορά στις ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι έχουν εντοπίσει την ταυτότητα του κατά συρροή δολοφόνου που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ζόντιακ.

Ο εγκληματίας με το ψευδώνυμο Ζόντιακ έγινε τόσο δημοφιλής που κάθε χρόνο η αμερικανική αστυνομία λαμβάνει εκατοντάδες μηνύματα από ανθρώπους που θεωρούν ότι σίγουρα γνωρίζουν την πραγματική του ταυτότητα. Ας δούμε τους θρύλους γύρω από τον άπιαστο δολοφόνο.

Λουλούδια, αίμα και κοροϊδευτικά σχόλια

Όπως αποδείχθηκε, τα τέλη της δεκαετίας του 1960 σηματοδότησαν το τέλος της εποχής των χίπηδων, με την νεολαία να κάνει επανάσταση ενάντια στην εξουσία των ενηλίκων, ενώ το πνεύμα της ελευθερίας, εμποτισμένο με σεξ, ναρκωτικά και ροκ εν ρολ επικρατούσε ακόμη.

Ταυτόχρονα στην Καλιφόρνια εκείνη την εποχή διέπραξαν τα εγκλήματά τους δύο από τους ίσως πιο διάσημους Αμερικανούς κατά συρροή δολοφόνους.

Αν η ομάδα γνωστή ως Οικογένεια Μάνσον αποκαλύφθηκε γρήγορα, και ο ηγέτης της Τσαρλς Μάνσον, ο οποίος προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα εγκλήματά του βάσει μιας αμφίβολης ιδεολογικής βάσης, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή, ο άπιαστος Ζόντιακ μετατράπηκε σε ένα είδος αντιήρωα.

Πρώτα από όλα επειδή δεν τιμωρήθηκε ποτέ. Του Ζόντιακ, σε αντίθεση με τους περισσότερους κατά συρροή δολοφόνους, δεν του αρκούσε μόνο να διαβάζει τα άρθρα σχετικά με τα «κατορθώματά» του στον Τύπο, ήθελε να επικοινωνεί με τα μέσα ενημέρωσης και την αστυνομία.

Το έκανε επί τέσσερα χρόνια αφήνοντας κοροϊδευτικά σχόλια για την έρευνα και προσπαθώντας με κάθε δυνατό τρόπο να διατηρήσει το ενδιαφέρον για το πρόσωπό του.

«Οι μπάτσοι δεν θα με πιάσουν ποτέ επειδή είμαι πολύ έξυπνος για αυτούς» έγραφε ο Ζόντιακ.

Τα ζευγάρια που μπήκαν στο στόχαστρό του

Στις 20 Δεκεμβρίου του 1968 κάποιος πυροβόλησε ένα ζευγάρι φοιτητών, τον Ντέιβιντ Φάραντεϊ και την Μπέτι Λου Τζένσεν στο αυτοκίνητό τους στις όχθες της λίμνης Χέρμαν.

Το έγκλημα διαπράχθηκε μετά τις δέκα το βράδυ, οπότε η αστυνομία δεν κατάφερε να βρει κανέναν μάρτυρα, ούτε κάποια στοιχεία και η υπόθεση δεν προχώρησε.

Περίπου τα μεσάνυχτα της 4ης Ιουλίου του 1969, άλλο ένα ζευγάρι δέχτηκε επίθεση μέσα στο αυτοκίνητό του. Αυτή τη φορά, ο δράστης πυροβόλησε τον Μάικλ Μεζό και την Νταρλίν Φερίν.

Σαράντα λεπτά αργότερα, το Αρχηγείο της Αστυνομίας της πόλης Βαλέχο έλαβε μια τηλεφωνική κλήση. Ο άνδρας στην άλλη άκρη της γραμμής ομολόγησε το έγκλημα και δήλωσε μάλιστα ότι ήταν αυτός που «σκότωσε εκείνα τα παιδιά πέρυσι», υπονοώντας ξεκάθαρα τον Φάραντεϊ και την Τζένσεν.

Ο αστυνομικός που έλαβε την ανώνυμη κλήση θεώρησε ότι ο δράστης διάβαζε τη δήλωση την οποία είχε γράψει σε χαρτί.

Αργότερα, όταν εντοπίστηκε το σημείο της κλήσης, αποδείχθηκε ότι ο δράστης πήρε τηλέφωνο από έναν τηλεφωνικό θάλαμο που βρισκόταν μερικές εκατοντάδες μέτρα από το σπίτι του Φερίν και μερικά τετράγωνα από το αστυνομικό τμήμα.

Ωστόσο, αυτή τη φορά ένα από τα θύματα κατάφερε να επιβιώσει. Ο Μάικλ Μεζό σώθηκε παρά τα σοβαρά τραύματα στο στήθος και το πρόσωπο.

«Μου αρέσει να σκοτώνω ανθρώπους επειδή έχει πολλή πλάκα»

Στις 31 Ιουλίου του 1969, τρεις εφημερίδες της Καλιφόρνιας -η «Vallejo Times-Herald», η «San Francisco Chronicle» και η «San Francisco Examiner»- έλαβαν επιστολές από τον δολοφόνο που ανέλαβε την ευθύνη για δύο επιθέσεις σε ζευγάρια στις 20 Δεκεμβρίου του 1968 και στις 4 Ιουλίου του 1969. Οπότε συνολικά υπήρχαν τρεις επιστολές. Καθεμία περιείχε ένα κομμάτι του κρυπτογραφημένου κειμένου.

Στις 7 Αυγούστου του 1969, η εφημερίδα «San Francisco Examiner» έλαβε μια νέα ανώνυμη επιστολή. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η υπόθεση του δολοφόνου Ζόντιακ.

Συνήθως τα τρομακτικά ονόματα στους κατά συρροή δολοφόνους τα δίνει ο κόσμος ή ο Τύπος, σε αυτή την περίπτωση ο ίδιος ο δολοφόνος υπέγραψε την επιστολή του με το όνομα Ζόντιακ.

https://youtu.be/If3uvdH9_BE

Η επιστολή ήταν η απάντηση του δολοφόνου στο αίτημα του αρχηγού της αστυνομίας, που ζητούσε ο συντάκτης των προηγούμενων ανώνυμων επιστολών να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη διάπραξη των δολοφονιών.

Ο Ζόντιακ ανέφερε τις λεπτομέρειες των δολοφονιών που δεν είχαν αποκαλυφθεί και μπορούσαν να γίνουν γνωστές μόνο στους υπεύθυνους της έρευνας.

Την επόμενη μέρα, ο δάσκαλος Ντόναλντ Χάρντεν και η σύζυγός του Μπέτι από την πόλη Σάλινας της Καλιφόρνιας κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν το μήνυμα που έστειλε ο Ζόντιακ στις 31 Ιουλίου.

«Μου αρέσει να σκοτώνω ανθρώπους επειδή έχει πολλή πλάκα. Είναι ακόμη πιο διασκεδαστικό από το να σκοτώνει κανείς άγρια ​​ζώα, επειδή ο άνθρωπος είναι το πιο επικίνδυνο ζώο από όλα. Είναι η πιο συναρπαστική εμπειρία, είναι ακόμη καλύτερη από το να πηγαίνεις με ένα κορίτσι» έλεγε ένα απόσπασμα από την επιστολή του Ζόντιακ.

Η δολοφονία σόου με τον μανδύα και ο ταξιτζής

Το βράδυ της 29ης Σεπτεμβρίου του 1969, ο Ζόντιακ επιτέθηκε στον νεαρό Μπράιαν Χάρτνελ και τη Σεσίλια Αν Σέπαρντ στις όχθες της λίμνης Μπεριέσα. Αυτή τη φορά ο δράστης οργάνωσε πραγματικό σόου.

Εμφανίστηκε μπροστά στα θύματά του φορώντας έναν μαύρο μανδύα με κουκούλα, που έμοιαζε με στολή εκτελεστή. Φορούσε ακόμη κάτι σαν ποδιά με ένα σύμβολο σε μορφή κύκλου που διαγραφόταν από έναν σταυρό.

Ο Ζόντιακ μαχαίρωσε πολλές φορές τα θύματά του και στη συνέχεια σχεδίασε με μαρκαδόρο το σύμβολο της ρόμπας του στο αυτοκίνητό τους. Στις 7:40 το βράδυ τηλεφώνησε στο γραφείο του σερίφη της κομητείας Νάπα και δήλωσε ότι δύο άτομα είχαν δολοφονηθεί στη λίμνη.

Οι αστυνομικοί κατάφεραν να βρουν νέα δακτυλικά αποτυπώματα από τον τηλεφωνικό θάλαμο τα οποία όμως δεν καταγράφηκαν στα αρχεία της υπόθεσης. Η τρίτη επίθεση μπορεί να θεωρηθεί και πάλι μόνο κατά το ήμισυ επιτυχημένη για τον Ζόντιακ, επειδή ο νεαρός Χάρτνελ επέζησε.

Ωστόσο, την ώρα που το ασθενοφόρο έφτασε στον τόπο του εγκλήματος, η Σέπαρντ ήταν ακόμη ζωντανή και κατάφερε να περιγράψει τον δολοφόνο της.

Στις 11 Οκτωβρίου, στο Σαν Φρανσίσκο, ένας άγνωστος επιβάτης πυροβόλησε σκοτώνοντας έναν οδηγό ταξί ονόματι Πολ Στάιν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο δολοφόνος έκλεψε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, το πορτοφόλι του θύματος και πήρε μαζί του ένα κομμάτι από το ματωμένο πουκάμισο του νεκρού.

Τρεις έφηβοι έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος και κατάφεραν να καλέσουν την αστυνομία πριν ακόμη ο δράστης προλάβει να βγει από το αυτοκίνητο.

Λίγα τετράγωνα από τον τόπο του εγκλήματος, οι αστυνομικοί συνάντησαν έναν λευκό άντρα που ταίριαζε με την αρχική περιγραφή που έδωσαν οι μάρτυρες, αλλά οι αστυνομικοί τον ρώτησαν μόνο εάν είχε προσέξει κάποιον που κρατούσε όπλο. Υποτίθεται ότι τους έδειξε την κατεύθυνση προς την οποία έτρεξε ο δολοφόνος.

Αργότερα, βγήκαν στο φως τα στοιχεία όπου ο φερόμενος δολοφόνος είχε καταγραφεί ως μαύρος στο αστυνομικό σήμα έρευνας. Τη λάθος περιγραφή για κάποιο άγνωστο λόγο μετέφερε ο αστυνομικός που έλαβε την κλήση.

Αυτή ήταν η τελευταία δολοφονία που η αστυνομία συνδέει επίσημα με τις πράξεις του Ζόντιακ.

Στις 14 Οκτωβρίου, η εφημερίδα «The Chronicle» έλαβε μια επιστολή από τον δολοφόνο, στην οποία δήλωσε ότι είχε σκοτώσει τον ταξιτζή και επισύναψε στο μήνυμα ένα κομμάτι του πουκαμίσου που πήρε από τον τόπο του εγκλήματος.

Και η παράσταση αίματος συνεχίζεται

Στην επιστολή, ο Ζόντιακ ανέφερε ότι είχε σκοπό να επιτεθεί σε ένα σχολικό λεωφορείο. Ο ίδιος υποστήριξε ότι σκόπευε αρχικά να πυροβολήσει τη ρόδα του οχήματος και στη συνέχεια να πυροβολήσει τα παιδιά που έβγαιναν έξω. Ευτυχώς, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.

Αργότερα, ο άνδρας που συστήθηκε ως Ζόντιακ δήλωσε ότι θα τηλεφωνούσε στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή του Όκλαντ αν εκεί θα ήταν παρόντες οι δικηγόροι Φράνσις Λι Μπέιλι ή Μέλβιν Μπελάι.

Ο δεύτερος δικηγόρος συμμετείχε στην εκπομπή, ένας άνδρας όντως πήρε τηλέφωνο, αργότερα όμως αποδείχθηκε ότι ήταν ένας ασθενής σε μια ψυχιατρική κλινική.

Στις 8 Νοεμβρίου, η εφημερίδα «The Chronicle» έλαβε άλλη μια επιστολή, η οποία αποκρυπτογραφήθηκε μόλις το 2020. Σε αυτήν, ο Ζόντιακ ανέφερε ότι δεν είχε τηλεφωνήσει ο ίδιος στο στούντιο της τηλεοπτικής εκπομπής.

Την επόμενη μέρα, σε μια νέα επιστολή, ο δολοφόνος περιέγραψε τη συνάντησή του με την αστυνομία μετά τη δολοφονία του ταξιτζή.

Ποιος είστε, κύριε Ζόντιακ;

Ο Ζόντιακ συνέχισε την επικοινωνία με την αστυνομία μέσω του Τύπου. Έγραψε μερικές επιστολές ακόμη, σε μια από τις οποίες υποσχέθηκε να ανατινάξει ένα σχολικό λεωφορείο.

Το 1974 ανέλαβε την ευθύνη για μερικά ακόμη εγκλήματα και ισχυρίστηκε ότι σκότωσε 37 ανθρώπους. Την τελευταία του επιστολή ο Ζόντιακ την έστειλε στην εφημερίδα στις 24 Απριλίου του 1974.

Για αρκετά χρόνια ο μόνος βασικός ύποπτος για τα εγκλήματα του Ζόντιακ παρέμεινε ο Άρθουρ Λι Άλεν. Τον είχαν συλλάβει αρκετές φορές για παρενόχληση εφήβων ενώ το 1969 εμπλεκόταν στην υπόθεση του Ζόντιακ, επειδή έμενε σε απόσταση λίγων λεπτών από τον τόπο της δολοφονίας του Ντέιβιντ Φάραντεϊ και της Μπέτι Λου Τζένσεν.

Το 1972 οι αστυνομικοί πραγματοποίησαν έρευνα στο τρέιλερ του Άλεν, αλλά δεν βρήκαν τίποτα που να τον συνδέει με τις δολοφονίες του Ζόντιακ.

Το 1974 συνελήφθη ως ύποπτος για μια σειρά δολοφονιών επτά κοριτσιών. Ύστερα από αυτό, οι δολοφονίες σταμάτησαν και ο Άλεν στάλθηκε σε ψυχιατρείο, όπου πέρασε τρία χρόνια.

Το 1991, με την εμφάνιση των DNA τεστ, ο Άλεν συνελήφθη ξανά. Σε μια κρυψώνα του βρέθηκαν όπλα και ένα ρολόι «Ζόντιακ», που του έκανε δώρο η μητέρα του το 1967.

Ο Άρθουρ έδωσε δείγματα σάλιου για ανάλυση DNA και πέρασε τεστ σε πολύγραφο.

Ως αποτέλεσμα, ο άνδρας αφέθηκε ελεύθερος, αν και υπήρχαν αμφιβολίες για την αθωότητά του λόγω των περιστασιακών αποδείξεων.

Ο ίδιος ο Άλεν δήλωνε ότι ήταν αθώος και σε συνεντεύξεις στα ΜΜΕ υποστήριζε ότι ήταν θύμα πολιτικών παιχνιδιών.

Ωστόσο, ο επιζών Μάικλ Μεζό, ο οποίος τότε ήταν 41 ετών, αναγνώρισε τον Άλεν από μια φωτογραφία ως τον άνθρωπο που του επιτέθηκε.

Ο Άλεν παραλίγο να αναγνωριζόταν ως ο Ζόντιακ, όμως τον Αύγουστο του 1992 πέθανε από καρδιακή προσβολή.

Το 2002 πραγματοποιήθηκε ένα τεστ DNA, στο οποίο αποδείχθηκε ότι τα δείγματα του Άλεν δεν συνέπιπταν με τα δείγματα, τα οποία, σύμφωνα με την αστυνομία οπωσδήποτε είχε αφήσει ο Ζόντιακ.

Νέα ανακάλυψη

Παρόλο που η υπόθεση του Ζόντιακ παραμένει ένα από τα πιο τρομακτικά μυστήρια του 20ου αιώνα, η αστυνομία δεν αναφέρει πολλές λεπτομέρειες σχετικά με την έρευνα.

Ωστόσο, στις αρχές του Οκτωβρίου του 2021, τα μέλη μιας ομάδας ντετέκτιβ «The Case Breakers» μπήκαν στο παιχνίδι.

Η συγκεκριμένη ομάδα περιλαμβάνει πρώην πράκτορες του FBI, αστυνομικούς, στρατιωτικούς, δημοσιογράφους και απλούς ανθρώπους που ενδιαφέρονται, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν λύσεις σε άλυτες υποθέσεις, μεταξύ των οποίων, για παράδειγμα, βρίσκεται η υπόθεση της εξαφάνισης του αρχηγού των συνδικάτων Τζίμι Χόφα.

Ισχυρίζονται ότι έχουν επιτέλους εντοπίσει την αληθινή ταυτότητα του άπιαστου δολοφόνου και αποδείχθηκε ότι ήταν κάποιος Χάρι Φράνσις Ποστ, ο οποίος πέθανε το 2018 σε ηλικία 80 ετών.

Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ήταν η ομοιότητα του Ποστ με το πορτρέτο του Ζόντιακ, που συντάχθηκε από τις περιγραφές των μαρτύρων.

Οι ντετέκτιβ τόνισαν επίσης ότι βρήκαν μια φωτογραφία στο αρχείο του Ποστ όπου μπορούσε να διακρίνει κανείς τα σημάδια στο μέτωπό του κι ήταν παρόμοια με εκείνα του Ζόντιακ.

Οι ντετέκτιβ από την ομάδα «The Case Breakers» συνέδεσαν τον Ποστ με τη δολοφονία που έλαβε χώρα στην πόλη Ριβερσάιντ στις 30 Οκτωβρίου του 1966. Κάποια στιγμή η δολοφονία επίσης θεωρήθηκε ως έγκλημα του Ζόντιακ.

Τότε κάποιος άγνωστος μαχαίρωσε τη 18χρονη Τσέρι Τζο Μπέιτς, ενώ στις 29 Νοεμβρίου του ίδιου έτους μια ανώνυμη επιστολή έφτασε στο γραφείο σύνταξης της τοπικής εφημερίδας «Riverside Press-Enterprise» όπου ο αποστολέας της ομολόγησε τη δολοφονία και ισχυρίστηκε ότι «δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία».

Ο Χάρι Φράνσις Ποστ εκείνη την εποχή ζούσε σε απόσταση μόλις 15 λεπτών από το κολέγιο του Ριβερσάιντ, όπου σκοτώθηκε το κορίτσι.

Το 1966 η αστυνομία βρήκε ένα ρολόι πιτσιλισμένο με μπογιά κοντά στον τόπο του εγκλήματος και ήταν γνωστό ότι ο Ποστ εργαζόταν ως μπογιατζής όλη του τη ζωή.

Στο τόπο της δολοφονίας της Μπέιτς βρέθηκε η πατημασιά μιας στρατιωτικής μπότας. Ο Ποστ ήταν βετεράνος της Πολεμικής Αεροπορίας.

Παρόμοιες πατημασιές βρέθηκαν και στους τόπους του εγκλήματος του Ζόντιακ. Τα μέλη της ομάδας «Case Breakers» είναι σίγουροι ότι τα κρυπτογραφήματα του Ζόντιακ βγάζουν νόημα εισάγοντας σ’ αυτές το πλήρες όνομα του Χάρι Φράνσις Ποστ.

Οι δημοσιογράφοι επικοινώνησαν με μια γυναίκα ονόματι Γκουέν, η οποία μεγάλωσε στη γειτονιά που έμενε και η οικογένεια του Ποστ τη δεκαετία του 1970-1980. Αυτός και η σύζυγός του φρόντισαν μερικές φορές την Γκουέν και κατά την άποψή της ήταν σκληρός άνδρας επειδή τη δίδασκε να πυροβολεί με πιστόλι.

«Ζούσε διπλή ζωή. Όταν μεγάλωσα, κατάλαβα ότι τα κομμάτια του παζλ δείχνουν να ενώνονται. Ως έφηβη, δεν μπορούσα να συγκρίνω όλα τα γεγονότα, τώρα όμως είμαι σίγουρη ότι ο Χάρι είναι ο Ζόντιακ» ανέφερε η Γκουέν.

Ο πρώην πιλότος της αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας Χανς Σμιθ δήλωσε ότι επί 10 χρόνια έκρυβε έναν πληροφοριοδότη που δραπέτευσε από τη «συμμορία» με επικεφαλής τον Ποστ. Υποτίθεται ότι η συμμορία δρούσε στην περιοχή της Καλιφόρνια.

Μια γυναίκα ονόματι Μισέλ, η οποία είχε σχέση με τον γιο του Ποστ, δήλωσε ότι ο Χάρι Φράνσις Ποστ την καταδίωκε μαζί με τρία ακόμη μέλη της συμμορίας του. Αρνήθηκε να δώσει το επίθετό της, επειδή ήταν σίγουρη ότι ακόμη και τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Ποστ, οι συνεργοί του παρέμεναν πιστοί σ’ εκείνον.

Η αστυνομία αρνείται μέχρι στιγμής να σχολιάσει τα νέα δεδομένα με οποιονδήποτε τρόπο, επικαλούμενη το γεγονός ότι η υπόθεση του Ζόντιακ δεν έχει κλείσει ακόμη.

Όπως και να ’χει, φαίνεται ότι οι εκπρόσωποι της αστυνομίας δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νέα έρευνα.

Στο παρελθόν κάποιοι θεωρούσαν τον Ποστ ως ύποπτο, τελικά όμως δεν βρέθηκαν κάποια αποδεικτικά στοιχεία της εμπλοκής του στην υπόθεση.

Τελικά πόσοι Ζόντιακ υπήρχαν;

Υπήρχαν πολλοί ύποπτοι για τις δολοφονίες που διέπραξε ο Ζόντιακ. Κατά καιρούς, τα εγκλήματά του αποδίδονταν όχι μόνο στον Άρθουρ Λι Άλεν, αλλά ακόμη και στον Τσαρλς Μάνσον και την ομάδα του.

Το 2007 κάποιος ονόματι Ντένις Κάουφμαν δήλωσε ότι ο πατριός του ήταν ο Ζόντιακ. Κατάθεσε στο FBI ότι βρήκε ανάμεσα στα πράγματά του μερικά ύποπτα αντικείμενα, που υποδείκνυαν την ενοχή του. Όμως το 2010 η αστυνομία απέρριψε αυτήν την εκδοχή.

Το 2009, σε ένα επεισόδιο της εκπομπής «Mystery Quest» του History Channel υπέθεσαν ότι ο Ζόντιακ ήταν ο Ρίτσαρντ Γαϊκόφσκι, ο οποίος εργαζόταν ως συντάκτης της αντι-κουλτουριάρικης εφημερίδας «Good Times» του Σαν Φρανσίσκο.

Υποτίθεται ότι η εμφάνισή του ταίριαζε με την περιγραφή του δολοφόνου ενώ ο αστυνομικός, που μίλησε με τον Ζόντιακ μετά τη δεύτερη επίθεση, αναγνώρισε τη φωνή του.

Το 2001, κάποιος Λούις Τζόζεφ Μάιερς ομολόγησε σε έναν φίλο του ότι ήταν αυτός που διέπραξε τους φόνους του Ζόντιακ. Ο άνδρας ήταν έτοιμος να πεθάνει από κίρρωση του ήπατος και αποφάσισε να αποκαλύψει το μυστικό του σε έναν φίλο.

Στην πραγματικότητα υπάρχουν κάποιες συμπτώσεις με τα γεγονότα στη ζωή του με τη ζωή του Ζόντιακ, τα περισσότερα στοιχεία όμως βασίζονται σε πληροφορίες του ίδιου του Μάιερς.

Υπάρχουν ακόμη αρκετές παρόμοιες ιστορίες και εξομολογήσεις. Συχνά βασίζονται μόνο στην εξωτερική ομοιότητα των υπόπτων ή στις συμπτώσεις κάποιων γεγονότων της βιογραφίας τους.

Η έρευνα της ομάδας «The Case Breakers» κάποια στιγμή μπορεί να ενδιαφέρει την αστυνομία, μέχρι στιγμής όμως είναι ξεκάθαρο ότι η υπόθεση του Ζόντιακ είναι ακόμη ανοιχτή και είναι άγνωστο αν θα βρεθεί ποτέ ο άπιαστος δολοφόνος.

 

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Ένοπλες Συρράξεις 0

Οι Ουκρανοί στην “φωλιά της Αρκούδας”....πως θα βγουν όμως; Μεγάλες μετακινήσεις ρωσικών δυνάμεων και μαζικές συλλήψεις αιχμαλώτων (Βίντεο)

Oryx: Οι δυνάμεις του Κιέβου πληρώνουν τεράστιο τίμημα σε προσωπικό στο Κούρσκ-Η Μόσχα ετοίμασε την μεγαλύτερη παγίδα...