«Βεβαίως και θα ήθελα να κάθομαι εκεί κάτω», προσθέτει ο 30χρονος, εννοώντας το εστιατόριο Bom Apetite που βρίσκεται λίγα μέτρα πιο κάτω σε έναν παραλιακό δρόμο της Κούβας, στο οποίο καθόντουσαν και απολάμβαναν το γεύμα τους καμιά εικοσαριά πελάτες.
«Αλλά δεν μπορώ (…), ο μισθός μου δεν μου το επιτρέπει».
Εδώ και δέκα μέρες, τα μπαρ και τα εστιατόρια σε μεγάλο μέρος της χώρας και στην Αβάνα, έχουν ξανανοίξει αφότου παρέμειναν κλειστά από τον Ιανουάριο λόγω της πανδημίας.
Ωστόσο, μετά την χαρά που προκάλεσε η καλή αυτή είδηση, ήρθε η ψυχρολουσία: εξωφρενικές τιμές που έκαναν μάλιστα πολλούς να αναρτήσουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες από τους λογαριασμούς τους, με απίστευτα σχόλια.
Ο Μιγκέλ Καράτσε, εργάτης σε οικοδομές, το ‘βαλε κάτω γρήγορα και προτίμησε να κάτσει στα βραχάκια μπροστά στην θάλασσα με τους φίλους του. «Όταν παίρνω 3.000 πέσο τον μήνα (περίπου 125 δολάρια) και η μπίρα κάνει 150 (περίπου 6 δολάρια) μπορώ να πάω εδώ (στο εστιατόριο); Όχι. Είναι τρελό, ακόμη και στο Ντουμπάι οι τιμές δεν είναι τόσο υψηλές».
«Κάπως υπερβολικές»
Η Κάρι Μέρλιν, μια 36χρονη γιατρός, που κάθεται στα τραπεζάκια έξω του εστιατορίου, απολαμβάνει με τον φίλο της Αλέξις Φερνάντες, επίσης γιατρό, την πρώτη της έξοδο μετά το εκ νέου άνοιγμα των εστιατορίων.
«Ξέρουμε καλά ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να το αντέξουν οικονομικά, κι εμείς υπάρχουν φορές που δεν μπορούμε», ομολογεί. «Οι τιμές είναι κάπως υπερβολικές», συμπληρώνει ο Αλέξις.
Ανακοινώνοντας «ένα απαραίτητο εκ νέου άνοιγμα», η υπουργός Εσωτερικού Εμπορίου Μπέτσι Ντίας υπογράμμισε την «περιπλοκότητα της κατάστασης» που οφείλεται στην «έλλειψη βασικών προϊόντων» και προειδοποίησε ότι «οι τιμές» θα είναι «διαφορετικές».
Η Κούβα ζει την χειρότερη οικονομική της κρίση από το 1993, λόγω της πανδημίας που της στέρησε την κινητήριο δύναμή της, τον τουρισμό, και της ενίσχυσης του εμπάργκο που της έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ.
Συνεπώς, οι αρχές μείωσαν δραστικά τις εισαγωγές τους, κάτι το οποίο επιδείνωσε τις ελλείψεις σε τρόφιμα και φάρμακα. Επίσης η νομισματική μεταρρύθμιση που υιοθετήθηκε τον Ιανουάριο σίγουρα αύξησε τους μισθούς, αλλά οι τιμές αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο.
Η 59χρονη Μοράιμα Καμπρέρα, ιδιοκτήτρια του Bom Apetite, το παραδέχεται: οι τιμές του «είναι λίγο υψηλές». Ωστόσο «δεν είναι οι πιο ακριβές» μεταξύ των εστιατορίων του παραλιακού δρόμου, προσθέτει, επικαλούμενη το πιο προσιτό πιάτο του εστιατορίου της, την πίτσα ναπολιτάνα, που χρεώνεται έναντι ποσού που αντιστοιχεί σε 8 δολάρια.
Η φιάλη της τεκίλας που αγόρασε ο Μιγκέλ στον δρόμο μαζί με τους φίλους του τού στοίχισε 700 πέσο (29 δολάρια). Στα εστιατόρια του παραλιακού δρόμου, χρεώνεται 100 δολάρια δηλαδή 13 δολάρια λιγότερα από τον κατώτατο μισθό.
Και «οι τιμές (…) αλλάζουν κάθε μέρα, δυστυχώς», άρα «αν σήμερα η τιμή (του χοιρινού) αυξηθεί, αύριο οφείλω να αυξήσω τις τιμές μου», εξηγεί η Μοράιμα.
Χοιρινό, ένα είδος πολυτελείας
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το χοιρινό κρέας, συνηθισμένο πιάτο των εστιατορίων της Κούβας, είδε την τιμή του να εκτινάσσεται στα ύψη τα τελευταία χρόνια, από 35 σε 130 πέσο η λίβρα (453,5 γραμμάρια), τιμή που είναι πλέον απαγορευτική για την πλειονότητα των Κουβανών.
Το χοιρινό έγινε «ένα διατροφικό είδος πολυτελείας», έγραφε πρόσφατα στο Twitter ο οικονομολόγος Πέδρο Μονρεάλ.
Πέραν των ελλείψεων, οι ιδιοκτήτες μπαρ και εστιατορίων αντιμετωπίζουν επίσης μια σπαζοκεφαλιά με τα νομίσματα: για να προμηθευτούν πρώτες ύλες, οφείλουν να τις εισάγουν σε ξένο νόμισμα ή να τις αγοράσουν σε καταστήματα χονδρικής, όπου είναι απαραίτητο να πληρώσουν με κάρτα σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα.
Αλλά τα δολάρια είναι δυσεύρετα σε τράπεζες και γραφεία συναλλάγματος.
«Πρέπει να αναζητήσουμε δολάρια στην μαύρη αγορά» όπου πωλούνται έναντι 65 πέσο έκαστο, ενώ η επίσημη ισοτιμία είναι 24 πέσο, και «στη συνέχεια να πουλάμε (το προϊόν μας) σε εθνικό νόμισμα σε υψηλή τιμή», διαφορετικά «δεν βγαίνουμε», λέει ο 26χρονος Αρτούρο Σάντσεθ, που διευθύνει ένα μπαρ.
Αυτό είναι αρκετό για την αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος αναμένεται να κυμανθεί ανάμεσα σε 400 και 500% φέτος.
Η μόνη ελπίδα που διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι το εκ νέου άνοιγμα, από τις 15 Νοεμβρίου, των πυλών της χώρας στους ξένους τουρίστες, οι οποίοι θα μπορούν να πληρώσουν.
«Όλοι μετράμε τις μέρες ως τότε», σύμφωνα με την Μοράιμα.