Οι σχέσεις της Τουρκίας με την εν πολλοίς αναρχούμενη Σομαλία συστηματοποιήθηκαν από το 2011, όταν την αφρικανική χώρα επισκέφθηκε ο Ταγίπ Ερντογάν, κομίζοντας ανθρωπιστική βοήθεια εν μέσω επισιτιστικής κρίσης, όπως γράφει το capital.gr.
Οι δοκιμασίες της Σομαλίας τροφοδοτούσαν συχνά την ηχηρή ρητορική του Ερντογάν, ως παράδειγμα της αδιαφορίας της Δύσης για τα δεινά των περιφερειακών μουσουλμανικών χωρών. Σε αντιπαράθεση, η Τουρκία, απαλλαγμένη από την επιφυλακτικότητα που επέβαλε στις δυτικές χώρες η κατάσταση ασφαλείας στη Σομαλία (αλλά και το ερώτημα της διαφάνειας) βρέθηκε σύντομα να εμβαθύνει την ανθρωπιστική της δράση και εν συνεχεία και την αναπτυξιακή της εμπλοκή - με το αζημίωτο.
του Κώστα Ράπτη
Η χώρα του Ερντογάν ήταν μία από τις πρώτες που απέκτησε διπλωματικές σχέσεις με τη Σομαλία, μετά τον εκεί εμφύλιο πόλεμο, ήταν η πρώτη που αποκατέστησε αεροπορική σύνδεση με το Μογκαντίσου, ενώ τουρκικές εταιρείες έφθασαν να διαχειρίζονται τόσο το αεροδρόμιο, όσο και το λιμάνι της σομαλικής πρωτεύουσας.
Το στρατιωτικό αποτύπωμα ήρθε αβίαστα, καθώς τουρκική αποστολή έχει αναλάβει την εκπαίδευση του στρατού της Σομαλίας.
Σε αυτό το πλαίσιο οι κοινές υποθαλάσσιες έρευνες δεν αποτελούν έκπληξη. Άλλωστε, τον περασμένο Οκτώβριο ο αρμόδιος Σομαλός υπουργός Αμπντιραίντ Μοχάμεντ Άχμεντ ανακοίνωσε το άνοιγμα διαγωνιστικής διαδικασίας για την αξιοποίηση 15 θαλασσίων οικοπέδων από ξένες εταιρείες.
Κατά διαβολική αναλογία, μάλιστα, με την περίπτωση της Λιβύης, τα σχέδια αυτά προσκρούουν σε ανοιχτή διαμάχη της Σομαλίας με την Κένυα για τις θαλάσσιες δικαιοδοσίες τους, η οποία εκκρεμεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Αποκαλύπτουν όλα αυτά ορισμένα θεμελιώδη γνωρίσματα της τουρκικής πολιτικής.
Το πρώτο είναι, όπως δείχνουν και οι περιπτώσεις της Λιβύης και της ανατολικής Μεσογείου, η αδημονία για εξασφάλιση πρόσβασης σε ενεργειακούς πόρους, δεδομένης της εξάρτησης της αναπτυσσόμενης τουρκικής οικονομίας από εισαγωγές.
Το δεύτερο είναι η ετοιμότητα της Άγκυρας να διεισδύει σε περιοχές που αξιολογεί ως "αδύναμους κρίκους”, εκμεταλλευόμενη λ.χ. την κατάσταση σε "αποτυχημένα κράτη”, όπως η Σομαλία και η Λιβύη, όπου οι διεθνώς αναγνωρισμένες κυβερνήσεις έχουν αναδειχθεί σε προστατευόμενούς τους.
Το τρίτο είναι η ευρεία εμβέλεια των τουρκικών φιλοδοξιών, που δεν είναι στενά περιφερειακές, και η αξιοποίηση στοιχείων της "μαλακής ισχύος” όπως η κοινή οθωμανική κληρονομιά, είτε, στην περίπτωση της Σομαλίας, απλώς η κοινή μουσουλμανική πίστη.
Το τέταρτο, τέλος, είναι η τάση της Τουρκίας να "περικυκλώσει” την Αραβική Χερσόνησο και, σε αυτό το πλαίσιο, ο βαθύτατος ανταγωνισμός της με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ο οποίος εκδηλώνεται στα πιο διαφορετικά γεωγραφικά μήκη και πλάτη.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (προστάτης, σημειωτέον, του Χαφτάρ στη Λιβύη) θεωρούνται από πολλούς ως ο πραγματικός ιθύνων νους πίσω από το μπλοκ, που υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας και με τη συμμετοχή της Αιγύπτου, κονταροχτυπιέται με το δίδυμο Τουρκίας-Κατάρ (μεγάλα στηρίγματα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας). Στον τουρκικό Τύπο, μάλιστα, έχει καταγγελθεί ότι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα χρηματοδότησαν το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν το 2016.
Πρόκειται άλλωστε για μία ναυτική δύναμη η οποία έχει ήδη στρατιωτική παρουσία στην Σομαλιλάνδη (ήτοι την αποσχισθείσα και μη αναγνωρισμένη διεθνώς επαρχία της Σομαλίας, στην έξοδο των στενών του Μπαμπ ελ Μαντέμπ) και που ενεπλάκη στην υεμενική κρίση με τον νου στραμμένο στον έλεγχο των λιμανιών της νότιας Υεμένης.
Η Τουρκία κινείται αντίστροφα: έχει εγκαταστήσει στρατιωτική δύναμη στο Κατάρ, για την προστασία του Εμιράτου από τους γείτονες και ανταγωνιστές του, έχει νοικιάσει νησίδα του Σουδάν στην Ερυθρά Θάλασσα για τη δημιουργία στρατιωτικής βάσης και διεισδύει ολοένα και περισσότερο στη Σομαλία.
Ακόμη και αν τα σχέδια εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων δεν ευοδοθούν, ο έλεγχος μιας από τις κρισιμότερες θαλάσσιες οδούς του πλανήτη έχει αυτοτελή αξία – και οι ανταγωνισμοί για αυτόν προορίζονται (όπως συνέβη και με την τουρκική εμπλοκή στη Λιβύη) να ενταθούν.