ο σκάκι. Ο μύθος λέει ότι το εφηύρε ένας Ινδός σοφός, που πήγε το παιχνίδι στον τοπικό ηγεμόνα. Εκείνος του είπε πως το θέλει και θα του έδινε ό,τι επιθυμούσε για να το αποκτήσει. Ο εφευρέτης του παιχνιδιού, του απάντησε ότι ήθελε τόσους κόκκους σιτάρι όσους θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στα 64 τετράγωνα της σκακιέρας βάζοντας στο πρώτο έναν κόκκο, στο δεύτερο δύο, στο τρίτο τέσσερις, στο τέταρτο οκτώ κ.λπ, διπλασιάζοντας έτσι κάθε φορά στο επόμενο τετράγωνο.
Ο ηγεμόνας έκρινε το αίτημα ως ασήμαντο, αλλά στη συνέχεια, με τεράστια έκπληξη πληροφορήθηκε από το θησαυροφύλακά του ότι όχι μόνο το σιτάρι της ηγεμονίας, αλλά και όλων των γύρω ηγεμονιών να συγκεντρωθεί δεν φθάνει για να ικανοποιήσει το αίτημα του σοφού. Το σιτάρι που χρειάζονταν ανέρχονταν σε 18.446.744.073.709.551.615 κόκκους, ή 977.677.436.907 τόνους σιταριού...
Όποια κι αν είναι η αλήθεια για την καταγωγή του, το σκάκι εξελίχθηκε στους αιώνες σε ένα από τα δημοφιλέστερα και δυσκολότερα επιτραπέζια παιχνίδια. Οι μάχες στις σκακιέρες είναι φτιαγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζουν πεδίο μάχης και η ευφυία ενός σκακιστή ανταγωνίζεται εκείνη ενός στρατηγού, συχνά δε την υπερβαίνει. Τα τετράγωνα της σκακιέρας παραμένουν μαθηματικά εργαλεία, τα οποία δεν μετρούν κόκους σταριού, αλλά κινήσεις. Έχει υπολογιστεί ότι ένας ικανός σκακιστής μπορεί να αναλύει τέσσερις κινήσεις το λεπτό ενώ ο αριθμός των πιθανών κινήσεων στο σκάκι τείνει στο +∞ (άπειρο). Τα όρια του παιχνιδιού είναι αχανή.
Διόλου περίεργο που το σκάκι συνδέεται με την ευφυία.
Ίσως ο πιο ευφυής όλων των grandmasters, υπήρξε ο Αμερικανός Μπόμπι Φίσερ, ο οποίος πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 2008, στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας, μετά από μια πολυτάραχη ζωή, πάνω και έξω από τις σκακιέρες.
Το 1948 ο Φίσερ ήταν μόλις πέντε ετών όταν η μεγαλύτερη αδερφή του τού έκανε δώρο ένα σκάκι. Τα επόμενα 10 χρόνια θα είναι το μοναδικό πράγμα με το οποίο θα απασχοληθεί πραγματικά, παίζει σκάκι απίστευτες ώρες, τις πιο πολλές φορές έχοντας σαν αντίπαλο τον εαυτό του. Η μητέρα του ανησύχησε από την εμμονική προσήλωση του παιδιού της στο παιχνίδι και τον πήγε σε ψυχίατρο. Εμμονικός, ψυχαναγκαστικός και με ενδείξεις παράνοιας από παιδί, ο Φίσερ, είχε βρει τον τρόπο να εκτονώνει τον ψυχαναγκασμό του. Ο γιατρός διέγνωσε ότι «τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα». Και ο Φίσερ συνέχισε να παίζει σκάκι.
Εμμονές, ψυχαναγκασμοί και παράνοια
Καθώς μεγάλωνε, οι απαιτήσεις από το «παιδί θαύμα» μεγάλωναν κι αυτές, με αποτέλεσμα τα σημάδια των ψυχικών διαταραχών του να γίνονται όλο και πιο εμφανή. Στην εποχή του Μακαρθισμού, το FBI ερευνούσε την μητέρα του Φίσερ, για τις φιλοκομμουνιστικές της απόψεις με συνέπεια ο ίδιος να αποκτήσει την παράνοια ότι οι κομμουνιστές τον κυνηγούσαν.
Από τα 14 του και για μια δεκαετία θα συντρίψει κάθε αντίπαλο που βρίσκει στο δρόμο του κερδίζοντας 8 Αμερικανικά πρωταθλήματα. Το ένα από αυτά, το 1964, με 11 νίκες σε ισάριθμες αναμετρήσεις, επίδοση που μέχρι και σήμερα παραμένει αξεπέραστη, ως το μοναδικό απόλυτο σκορ στην ιστορία του τουρνουά. Φυσικά παράτησε το σχολείο και έκανε τουρνουά σε όλη την Αμερική παίζοντας σκάκι, συχνά σιμουλτανέ (με πολλούς αντιπάλους ταυτόχρονα), κερδίζοντας διαρκώς.
Το μόνο που του έμενε ήταν να κερδίσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Πράγμα δύσκολο, καθώς στο παγκόσμιο σκάκι υπήρχε μια και μοναδική υπερδύναμη, η Σοβιετική Ένωση, στην οποία το σκάκι ήταν κάτι σαν εθνικό σπορ. Οι Σοβιετικοί χρησιμοποιούσαν την υπεροχή τους στο παιχνίδι σαν κάποιου είδους απόδειξη γενικότερης διανοητικής υπεροχής σε παγκόσμιο επίπεδο και οι Πρωταθλητές τους έπαιζαν σαν καλοκουρδισμένες μηχανές. Πιο καλοκουρδισμένη απ' όλες, ο Μπορίς Σπάσκι.
Φίσερ και Σπάσκι είχαν παίξει αρκετά παιχνίδια σε τουρνουά και ο Σπάσκι κέρδιζε πάντα.
Το παιχνίδι του αιώνα
Το καλοκαίρι του 1972 ο Φίσερ προκρίνεται στον τελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος και έρχεται για μια ακόμα φορά αντιμέτωπος με τον άνθρωπο που του είχε γίνει (άλλη μια) εμμονή. Ο Φίσερ ήταν 29 ετών και ο Σπάσκι 35. Ο αγώνας ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό σκακιστικό ματς ανάμεσα σε δύο grandmasters. Ήταν, στην πραγματικότητα μια μάχη επικράτησης και γοήτρου ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου. Κάτι που ο Φίσερ ήξερε καλά. Τα Αμερικανικά ΜΜΕ παραληρούσαν με το «φτωχό παιδί από το Μπρούκλιν που θα συνέτριβε τη Σοβιετική Ένωση», ο ίδιος μιλούσε για «μάχη του ελεύθερου κόσμου ενάντια στους ψεύτες, κλέφτες και υποκριτές Ρώσους», η CIA τον είχε από κοντά, η πίεση που ήταν αφόρητη είχε κάνει τις εμμονές και την παράνοια του Φίσερ να χτυπήσουν τιλτ.
Η συμπεριφορά του έγινε πιο ιδιόρρυθμη από ποτέ. Ακύρωσε τρεις φορές τα εισιτήριά του και χρειάστηκε να του τηλεφωνήσει ο τότε υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ για να πάει τελικά στο Ρέικιαβικ.
Ο Σπάσκι έφτασε στο Ρέικιαβικ μαζί με ένα επιτελείο από Ρώσους grandmasters.
Ο Φίσερ μόνος του, χωρίς κανένα επιτελείο, καθώς η παράνοιά του είχε φτάσει πλέον σε σημείο να θεωρεί ότι οι Αμερικανοί πράκτορες και οι Εβραίοι είχαν στραφεί εναντίον του.
Στο πρώτο παιχνίδι ο Φίσερ χάνει από ένα παιδαριώδες λάθος και κατηγορεί τους θεατές της πρώτης σειρά και τους οπερατέρ ότι είναι σοβιετικοί πράκτορες που διασπούν την προσοχή του.
Στο δεύτερο παιχνίδι δεν εμφανίστηκε καν.
Όλοι θεωρούν πως ο Φίσερ είναι κατώτερος των περιστάσεων και προφασίζεται δικαιολογίες.
Αποφασίζουν, όμως, να ενδώσουν στις παράλογες απαιτήσεις του Φίσερ, να απομακρύνουν τους θεατές από τις τέσσερις πρώτες σειρές και να διώξουν τους οπερατέρ.
Ο Φίσερ επιστρέφει στον αγώνα για το παιχνίδι 3, χωρίς καμία ελπίδα. Απαιτεί να παίξουν στο υπόγειο, στην αίθουσα του πινγκ-πονγκ. Ο Σπάσκι το δέχεται, βέβαιος για τη νίκη του υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Και τότε κάτι γίνεται και ξεδιπλώνει όλη τη σκακιστική του ευφυία πάνω στη σκακιέρα, με έναν τρόπο που εκείνη την εποχή οι ειδικοί αποκάλεσαν «ποίηση». Ο Φίσερ έχοντας -για λίγο- βάλει σε δεύτερη μοίρα όλους τους ψυχαναγκασμούς του, συγκεντρώνεται και αρχίζει να παίρνει το ένα παιχνίδι μετά το άλλο. Στη διάρκεια των παιχνιδιών αποδεικνύεται ότι είχε μελετήσει περιοδικά στα ρώσικα με όλες τις παρτίδες Ρώσων παικτών και τα πιο δημοφιλή στιλ τους.
Στο 6ο παιχνίδι, το «παιχνίδι του αιώνα», ο Φίσερ, χρησιμοποιεί ένα άνοιγμα που δεν είχε ποτέ χρησιμοποιήσει σε επίσημο παιχνίδι, ενώ είχε κάνει και αναλύσεις δημόσια εναντίον του.
Η Ρωσική ομάδα δεν είχε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο.
Ο Φίσερ διαλύει τον Σπάσκι ο οποίος σηκώνεται και τον χειροκροτεί, κι εκείνος τον αποκαλεί a true sportsman.
Στο παιχνίδι 13, κάνουν break για να συνεχίσουν το επόμενο πρωί. Στη διάρκεια της νύχτας οι Ρώσοι grandmasters αναλύουν διεξοδικά την πορεία των παιχνιδιών και καταλήγουν ότι η μόνη πιθανή κατάληξη είναι η ισοπαλία. Ο Φίσερ κάνει τη δική του ανάλυση μόνος στο δωμάτιό του. Το επόμενο πρωί, κατεβαίνει αποφασισμένος και παίζοντας μια ακόμα αναπάντεχη παραλλαγή, που οδηγεί τον Σπάσκι σε λάθη, παίρνει την νίκη. Ο Σπάσκι μη μπορώντας να πιστέψει την κατάληξη του παιγνιδιού έμεινε καθηλωμένος στην καρέκλα του για δυο ώρες, κοιτάζοντας αμίλητος την σκακιέρα.
Στην 21η παρτίδα και ενώ το σκορ βρισκόταν στο 11,5 – 8,5 (με νικητήριο σκορ το 12) ο Σπάσκι θα παραιτηθεί τηλεφωνικώς από την παρτίδα και ο Φίσερ γίνεται ο πρώτος Αμερικανός σκακιστής που κατακτούσε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή μετά από 24 ολόκληρα χρόνια απόλυτης ηγεμονίας των Σοβιετικών σκακιστών. «Ποια είναι η καλύτερη στιγμή στο σκάκι;», τον ρωτούν. «Η στιγμή που σπας το εγώ του αντιπάλου», απαντά.
Ο Φίσερ είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο. Και το ειχε κάνει με έναν εντελώς δικό του, σχεδον ακατανόητο στους άλλους, τρόπο παιχνιδιού, επιθετικό και αιφνιδιαστικό, μια στρατηγική ικανή να κερδίσει τον πιο μελετημένο αντίπαλο.
Κυνηγημένος και απομονωμένος
Και μετά, η παράνοια ξαναπήρε το πάνω χέρι. Ο Φίσερ γυρίζει στην Αμερική που τον αποθεώνει σαν εθνικό ήρωα και κλείνεται σε ένα σπίτι που του παραχωρεί ο Χέρμπερτ Άρμστρονγκ ιδρυτής μιας θρησκευτικής αίρεσης που έφερε τον τίτλο «Παγκόσμια Εκκλησία του Θεού». Ζει εκεί, τελείως απομονωμένος, χωρίς να παίξει καμία επίσημη παρτίδα για τα επόμενα 3 χρόνια.
Το 1975, όμως, είναι υποχρεωμένος να υπερασπιστεί τον τίτλο του απέναντι στον 23χρονο Σοβιετικό, Ανατόλι Καρπόφ. Ο Φίσερ λίγο πριν την έναρξη των τελικών ταχυδρομεί στην παγκόσμια ομοσπονδία σκακιού έναν κατάλογο με 179 όρους, την αποδοχή των οποίων θεωρεί ως προαπαιτούμενο για την συμμετοχή του στον τελικό. Η Διεθνής Ομοσπονδία αποδέχεται τους 178 από τους όρους, αλλά ο Φίσερ δεν θα κατέβει να παίξει, κρίνοντας ότι ο ένας όρος που δεν έγινε δεκτός ήταν πολύ σημαντικός. Λίγες μέρες αργότερα, η Διεθνής Σκακιστική Ομοσπονδία ανακοινώνει ότι αφαιρεί τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή από τον Φίσερ και τον απονέμει χωρίς αγώνα στον Καρπόφ.
Ο Φίσερ εξαφανίζεται και πάλι από το προσκήνιο για αρκετά χρόνια, απέχοντας εντελώς από το σκάκι, για να συλληφθεί το 1981 ως ύποπτος ληστείας σε τράπεζα. Ο ίδιος, για το περιστατικό αυτό, θα εκδώσει βιβλίο με τον τίτλο “Με βασάνισαν στη φυλακή της Πασαντίνα”. Οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ καλές, αφού μετά την νίκη του αρνήθηκε να παίξει το ρόλο του εθνικού ήρωα. Μετά το περιστατικό της ληστείας, όμως, θα γίνονται κάθε χρόνο και χειρότερες, με τον Φίσερ να εμφανίζει έντονα αντιαμερικανικά αλλά και αντισημιτικά αισθήματα.
Στις αρχές του 1990 και ενώ ο Φίσερ συνεχίζει να απέχει από κάθε σκακιστικό αγώνα, λαμβάνει ένα γράμμα από μια 17χρονη Ουγγαρέζα, τη Ζίτα Ρατσάνι. Στο γράμμα, εκείνη τον παρομοιάζει με τον Μότσαρτ και τον Αϊνστάιν, καταλήγοντας ότι είναι κρίμα για τον κόσμο να μην τον βλέπει να παίζει. Ο Φίσερ της απάντησε ένα χρόνο μετά και την κάλεσε στο Λος Άντζελες όπου έμενε τότε. Εκείνη δέχτηκε την πρόσκληση και δύο χρόνια αργότερα ο Φίσερ ανακοινώνει την επιστροφή του στους αγώνες.
Το 1992, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουκοσλαβίας προσφέρει στον Φίσερ τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει ξανά τον Σπάτσκι, σε ένα ματς που ο Φίσερ θα ζητήσει να ονομαστεί «Παγκόσμιο πρωτάθλημα», παρόλο που ο επίσημος παγκόσμιος πρωταθλητής τότε ήταν ο Γκάρι Κασπάροφ. Το έπαθλο που προσφέρουν στον Φίσερ για να παίξει είναι 5 εκατομμύρια δολάρια. Ήταν γνωστό ότι ήταν πολύ παραδόπιστος. «Τα ιδανικά μου είναι το σκάκι και το χρήμα. Θέλω να γίνω πάμπλουτος. Όλοι το θέλουν, αλλά κανείς δεν το λέει. Είναι αμαρτία;» Ο ίδιος δεν ντρεπόταν να το πει και ανάμεσα στους όρους για να παίξει, ήταν πάντα μεγάλα χρηματικά έπαθλα.
Όταν οι δημοσιογράφοι τον ρωτούσαν ποιον θεωρεί τον καλύτερο παίκτη, απαντούσε: «Δεν μου αρέσει να είμαι αλαζόνας. Όμως θα ήταν ανόητο να μην πω την αλήθεια: εμένα».
Η Αμερική απογορεύει στον Φίσερ να παίξει στην Γιουκοσλαβία, λόγω των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί τότε στη χώρα και του αποστέλουν ένα σημείωμα απαγόρευσης.
Ο Φίσερ στην επίσημη συνέντευξη τύπου, βγάζει το χαρτί του υπουργείου εξωτερικών της Αμερικής και το φτύνει μπροστά στις κάμερες. Στο παιχνίδι θα συντρίψει και πάλι τον Σπάσκι, νικώντας τον αυτή τη φορά με 17,5-12,5.
Ένα πολύ άδοξο τέλος
Στη συνέχεια και για περισσότερα από 10 χρόνια ζει κυνηγημένος μεταξύ Γερμανίας, Ουγγαρίας, Χονγκ Κονγκ και Φιλιππίνων. Κατά διαστήματα διακόπτει την απομόνωσή του όχι για να παίξει σκάκι αλλά μόνο για να κάνει δηλώσεις οι οποίες έχουν σχεδόν όλες αντιαμερικανικά και αντισημιτικά ξεσπάσματα.
Το 2001 δηλώνει χαρούμενος για την πτώση των δίδυμων πύργων και τάσσεται με το μέρος των τρομοκρατών. Σε άλλες δηλώσεις του χαρακτηρίζει το σκάκι «πνευματικό αυνανισμό» και τον τότε παγκόσμιο πρωταθλητή Γκάρι Κασπάροφ πράκτορα της KGB, άσχετο με το σκάκι που κερδίζει μόνο στημένες παρτίδες.
Δεν του άρεσε να τον αποκαλούν ιδιοφυία του σκακιού, «ειμαι γενικά μια ιδιοφυία, που τυγχάνει να παίζει σκάκι, ένα σκουπίδι σαν τον Κασπάροφ είναι ιδιοφυία του σκακιού, καθώς εκτός σκακιέρας είναι εντελώς ηλίθιος», έλεγε. Ο Κασπάροφ, από την πλευρά του, έχει πει για το Φίσερ ότι ήταν ο μεγαλύτερος σκακιστής όλων των εποχών ενώ ο Σπάσκι τον παρομοίασε με υπολογιστή: «Έπαιζε σαν κομπιούτερ. Σκεφτόταν και ανέλυε σαν κομπιούτερ».
Το 2005 έφτασε στον τελευταίο προορισμό του: Οι Ισλανδοί τον δέχτηκαν για ανθρωπιστικούς λόγους. (@AP Photo/ Thorvaldur Orn Kristmundsson)
Το 2005, συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Τόκιο, προσπαθώντας να φύγει από τη χώρα με πλαστό διαβατήριο και οι Αμερικάνοι ζητούν την έκδοσή του. Ευτυχώς για τον Φίσερ οι Ιάπωνες αρνήθηκαν να τον παραδώσουν. Στη συνέχεια πήρε πολιτικό άσυλο από την κυβέρνηση της Ισλανδίας, η οποία αποφάσισε να του το παραχωρήσει για ανθρωπιστικούς λόγους. Έζησε τα επόμενα 3 χρόνια στην Ισλανδία χωρίς να γυρίσει στους αγώνες, παρά τις επίπονες προσπάθειες των Ισλανδών, που επιστράτευσαν ως και τον Σπάσκι σε μια προσπάθεια να τον μεταπείσουν.
Έκανε μια τελευταία εμφάνιση σχετική με το σκάκι το 2006, επιλύοντας τηλεφωνικά στην ισλανδική τηλεόραση ένα περίπλοκο σκακιστικό πρόβλημα.
Πέθανε στις 17 Ιανουαρίου του 2008, στο Ρέικιαβικ, λόγω νεφρικής ανεπάρκειας σε ηλικία 64 ετών. Είχε φτάσει στο τελευταίο τετράγωνο της σκακιέρας.