Έκρηξη παρουσιάζουν τα κρούσματα της ελονοσίας στη Βενεζουέλα αν και είχαν εξαφανιστεί τελείως από τη χώρα στα χρόνια ανάμεσα από το 1960 έως το 1980.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας τα κρούσματα το 2017 έφτασαν τα 406.000, αριθμός πενταπλάσιος σε σχέση με το 2013.
Η εκτίναξη του αριθμού των περιστατικών ελονοσίας αποτελεί μια από τις πιο ορατές επιπτώσεις των μεγάλων προβλημάτων του συστήματος υγείας στη χώρα καθώς την ίδια ώρα αυξάνεται η παιδική θνησιμότητα και τα κρούσματα HIV και φυματίωσης.
Από την επέλαση της ελονοσίας δεν έχει γλιτώσει και η πρωτεύουσα Καράκας, μια περιοχή στην οποία ιστορικά καταγράφονταν ελάχιστα περιστατικά της ασθένειας με τους ειδικούς να αποδίδουν το φαινόμενο στους εργαζόμενους που επιστρέφουν από ορυχεία στα νότια της χώρας.
Σε κείμενό της στο περιοδικό Science η ειδική σε θέματα ελονοσίας Μαρία Γκριλέ υπογράμμισε ότι η κατάσταση στη Βενεζουέλα προκαλείται από «την πολιτική και οικονομική κακοδιαχείριση που προκάλεσε μια γενική κατάρρευση στο σύστημα υγείας της Βενεζουέλας και στη συνέχεια μια εξελισσόμενη ανθρωπιστική κρίση με σοβαρές κοινωνικές συνέπειες».
Η επιδημία, σύμφωνα με την ίδια, τροφοδοτήθηκε από οικονομικούς περιορισμούς για την προμήθεια εργαλείων κατά της ελονοσίας, όπως εντομοκτόνα, φάρμακα, διαγνωστικά τεστ και κουνουπιέρες, σε συνδυασμό με την εσωτερική μετανάστευση που συνδέεται με την παράνομη εξόρυξη χρυσού».
Όλα τα παραπάνω, κατά την Γκριλέ, διογκώθηκαν από την άρνηση της κυβέρνησης της Βενεζουέλας να αναγνωρίσει το μέγεθος του προβλήματος.
Το ίδιο επικριτική για τις ενέργειες των κυβερνήσεων των δύο τελευταίων δεκαετιών στη Βενεζουέλα εμφανίζεται και η επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Υγείας της χώρας Μαριανέλα Ερέρα, η οποία υποστηρίζει ότι τα τελευταία 20 χρόνια υπήρξε μια αποδυνάμωση του συστήματος υγείας όσον αφορά την ελονοσία. Η ίδια μιλάει για μια «ωρολογιακή βόμβα» που τροφοδοτείται από την οικονομική κρίση.