Σε μία απίστευτη περιδήνηση έχει εισέλθει πλέον η Τουρκία. Η οικονομία της πάει από το κακό στο χειρότερο, ενώ την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν προκαλεί με εμπρηστικές δηλώσεις το Ισραήλ και τον Μ. Νετανιάχου, παίζοντας στην κυριολεξία με την φωτιά.
Ο κατήφορος δεν έχει τέλος λοιπόν, με το κλίμα δυσπιστίας να έχει κυριεύσει τις διεθνείς αγορές. Τα μέτωπα που έχει ανοίξει ο Πρόεδρος της Τουρκίας είναι πολλά και όπως επισημαίνουν διεθνείς αναλυτές, το κανόνι δεν θα αρήσει να χτυπήσει την αυλή του Σουλτάνου.
Παρόλα αυτά δεν ιδρώνει το αυτί του Ερντογάν, αποκαλώντας το Ισραήλ κράτος τρομοκράτη.
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατηγόρησε το Ισραήλ ότι χρησιμοποίησε περιττή επιθετικότητα στη Συρία και κατηγόρησε το Τελ Αβίβ ότι ωθεί ολόκληρη την περιοχή σε γενικευμένο πόλεμο.
Σε συνέντευξή του στο BBC την Κυριακή, 13 Μαΐου, ο Ερντογάν δήλωσε ότι το Ισραήλ "σπέρνει τον φόβο και σπρώχνει την περιοχή της Μέσης Ανατολής στον πόλεμο".
Ο Τούρκος ηγέτης κατήγγειλε επίσης την ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στη Συρία, η οποία έλαβε χώρα πριν από τρεις ημέρες, που την χαρακτήρισε επίθεση στην κυριαρχία του πολιορκημένου έθνους, που βρίσκεται πλεόν στο έβδομο χρόνο ενός εμφυλίου πολέμου.
Ποιος μιλάει για την κρίση στη Συρία όμως, ο Ερντογάν; Τι υποκρισία!
Καμία από τις κινήσεις του Τούρκου προέδρου δεν έχει, όμως, έως τώρα κατορθώσει να ανακόψει τη συνεχιζόμενη φυγή των ξένων επιχειρήσεων που, εν μέσω ενός δυσοίωνου συνδυασμού ανησυχητικών οικονομικών στοιχείων και διαρκούς πολιτικής αστάθειας, εγκαταλείπουν μαζικά την Τουρκία. Μέχρι στιγμής υπολογίζονται περίπου σε 70.
Τελευταία στον μακρύ κατάλογο προστέθηκε η γερμανική εταιρεία φυσικού αερίου EWE AG, η οποία ανακοίνωσε προσφάτως ότι πουλάει τις μετοχές της σε δύο τουρκικές εταιρείες φυσικού αερίου, την Bursagaz και την Kayserigaz. Εχει, μάλιστα, προσλάβει την Barclays για τις επαφές με τους ενδιαφερόμενους εγχώριους επενδυτές.
Η γερμανική ενεργειακή έχει παρουσία στην Τουρκία από το 2007 και είναι ο πάροχος φυσικού αερίου που έχουν επιλέξει περίπου ένα εκατ. Τούρκοι. Καθοριστικός αλλά όχι μοναδικός παράγοντας που διακύβευσε την απόφασή της να φύγει υπήρξε, σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ της γερμανικής οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt, η πτώση της τουρκικής λίρας. Και αυτό γιατί η EWE αγοράζει φυσικό αέριο σε δολάρια και όταν το πουλάει στην Τουρκία πληρώνεται με τουρκικές λίρες.
Παράλληλα, όμως, η πολιτική κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς στην Τουρκία, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, και συχνά φέρνει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση ορισμένες ξένες εταιρείες.
Στην περίπτωση της EWE, δέκα υπάλληλοί της θεωρήθηκαν από την κυβέρνηση Ερντογάν ύποπτοι για συνεργασία με το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν και χαρακτηρίστηκαν τρομοκράτες. Εξάλλου, ο υπουργός Ενέργειας Μπεράτ Αλμπαϊράκ φέρεται να έχει απαιτήσει από την EWE να επενδύσει στο δίκτυο φυσικού αερίου της χώρας ποσό ύψους 100 εκατ. ευρώ.
Η εταιρεία δεν είναι παρά μόνον ένα από τα ηχηρά επιχειρηματικά ονόματα που εγκαταλείπουν την πάλαι ποτέ πολλά υποσχόμενη αγορά της Τουρκίας.
Τους δύο τελευταίους μήνες έχουν φύγει από τη γειτονική χώρα ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch, η καναδική εταιρεία υψηλής τεχνολογίας SOTA και η αλυσίδα ιταλικών ρεστοράν Carluccio. Παράλληλα, τρεις από τις πιο επιτυχημένες αλυσίδες ενδυμάτων, H&M, Zara και Mango, έκλεισαν πρόσφατα τα εργοστάσιά τους στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Τουρκικές τράπεζες ενώπιον κρίσης
Μία ματιά στις μετρήσεις της χώρας είναι απογοητευτική. Το συνολικό χρέος του ιδιωτικού τομέα της Τουρκίας έχει «σκαρφαλώσει» από 33% του ΑΕΠ το 2007 στο 70% σήμερα, μία άνοδος συγκρίσιμη με αυτό που είδαμε στην Ελλάδα πριν την οικονομική κρίση το 2009, λέει ο Charles Robertson, επικεφαλής οικονομολόγος στην Renaissansce Capital, επενδυτική τράπεζα με επίκεντρο τις αναδυόμενες αγορές (ΕΜ). Είναι, επίσης, στην άλλη άκρη από την Αργεντινή, όπου το ιδιωτικό χρέος μόλις που έχει αυξηθεί στο 16% του ΑΕΠ.
Η Τουρκία είχε πέρυσι τη μεγαλύτερη αύξηση χρέους στον χρηματοοικονομικό τομέα της ως ποσοστό του ΑΕΠ μεταξύ των 39 ανεπτυγμένων και αναδυόμενων αγορών που παρακολουθούνται από το IIF, μιας ένωσης που εκπροσωπεί πάνω από 500 ιδρύματα του χρηματοοικονομικού τομέα.
Ο λόγος δανείων προς τις καταθέσεις του τραπεζικού συστήματος έχει αυξηθεί στο ρεκόρ του 120%, καθώς ο χρηματοοικονομικός τομέας έχει αυξανόμενα βασιστεί στον δανεισμό από το εξωτερικό για να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές του. Οπότε, όσον αφορά συνολικά το χρέος σε ξένο νόμισμα, η Τουρκία είναι μία κατηγορία από μόνη της, με το νούμερο να χτυπάει το 69,5% του ΑΕΠ πέρυσι (από 39,2% το 2009), άνετα μπροστά από τη δεύτερη στην κατάταξη Πολωνία (53,5%) και την Αργεντινή (51%), μεταξύ των 18 μεγάλων αναδυόμενων αγορών (ΕΜ) που αναλύθηκαν από το IIF.
Ο Jason Tuvey, οικονομολόγος ΕΜ στην Capital Economics, λέει ότι «έχει φόβους» για τα ρίσκα των τραπεζών της Τουρκίας, με δεδομένο ότι η αύξηση 60% στον δανεισμό σε δολάρια τα τελευταία πέντε χρόνια «μπορεί να είναι ένδειξη ότι τα στάνταρ στις χορηγήσεις έχουν μειωθεί».
Το χρέος σε ξένο νόμισμα (FX) των τραπεζών, κυρίως σε δολάρια, είναι ίσο με 22,5% του ΑΕΠ, πιο πίσω μόνο από τον τραπεζικό τομέα της Σιγκαπούρης, του Χονγκ Κονγκ και (οριακά) της Νότιας Κορέας, μεταξύ των 21 μεγάλων αναδυόμενων αγορών, στη βάση δεδομένων του IIF. Οι εταιρείες εκτός χρηματοοικονομικού τομέα έχουν επιπλέον 35,9% του ΑΕΠ χρέη σε ξένο νόμισμα (πιο πίσω μόνο από το Χονγκ Κονγκ και τη Σιγκαπούρη), υποχρεώσεις που μπορεί επίσης να καταλήξουν στους ισολογισμούς των τραπεζών, σε περίπτωση πτωχεύσεων.
Ο Hung Tran, εκτελεστικός διευθυντής του IIF, εκτιμά ότι η Τουρκία πρέπει να προσελκύσει ξένο κεφάλαιο ίσο με 25% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, έτσι ώστε να καλύψει και το μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και την απόσβεση υπάρχοντος χρέους.
Με φόντο το προκλητικό παγκόσμιο περιβάλλον και την εγχώρια πολιτική και μακροοικονομική αβεβαιότητα, ο μόνος τρόπος για να το πετύχει είναι να γίνουν τα τουρκικά περιουσιακά στοιχεία τόσο φθηνά, ώστε να προσελκύσουν αρκετές διεθνείς επενδύσεις.