«Υπάρχει ένα μικρό ρίσκο να κρατάμε τη γέφυρα ανοιχτή, αλλά δεν μπορούμε να κλείσουμε εντελώς, γιατί αυτό θα έχει πολύ μεγάλες έμμεσες συνέπειες στην τοπική κοινωνία. Η γέφυρα έχει σίγουρα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Αυτό είναι σίγουρο.» αναφέρει ο καθηγητής τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ κ. Στέργιος Πιτούλης για τη γέφυρα των Σερβιών της Κοζάνης.
Ο ίδιος πρόσθεσε ακόμη: «Παρότι ήταν οπτική, ήταν φανερό ότι είχε πολύ μεγάλες μετακινήσεις προς τα κάτω, και επιπλέον οι θέσεις στις οποίες αυτή τη στιγμή ενισχύονται με εξωτερική προένταση, θέσεις δηλαδή σύνδεσης των τμημάτων της προβολοδόμησης με τα ανεξάρτητα κομμάτια και το 2020 είχαν δείξει ότι είχαν εκτεταμένες φθορές, οπότε δεν είναι κάτι καινούργιο.
(…) Το πρόβλημα έχει ένα πολύ μεγάλο τεχνικό φάσμα, κατά πόσο έχει μείνει η αντοχή της γέφυρας εκεί, οικονομικές επιπτώσεις -οι οποίες μπορούν να πλήξουν την τοπική κοινότητα-, κοινωνικές πολιτικές, ακόμη και επιπτώσεις στη φήμη και στην υπόληψη του τρόπου με τον οποίο διαχειριζόμαστε τις κατασκευές μας.
Η απομένουσα αντοχή δεν είναι μία και μοναδική απάντηση. Είναι ένα φάσμα απαντήσεων από πολύ μικρή, με πολύ υψηλό κίνδυνο, μέχρι πολύ μεγάλη με ελάχιστο κίνδυνο. Δεν γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή ακριβώς πόσο είναι η αντοχή. Έχει μείνει πολύ μικρότερο ποσοστό αντοχής από αυτό που θα θέλαμε».
Ο ίδιος μιλώντας στην ΕΡΤ, επιβεβαίωσε ουσιαστικά, το ότι η εν λόγω γέφυρα βρίσκεται στα κατώτατα όρια αντοχής της, ήτοι είναι οριακή η κατάσταση λειτουργίας της, ενώ πρόσθεσε: «Υπάρχει ένα μικρό ρίσκο να κρατάμε τη γέφυρα ανοιχτή, αλλά δεν μπορούμε να κλείσουμε εντελώς, γιατί αυτό θα έχει πολύ μεγάλες έμμεσες συνέπειες στην τοπική κοινωνία. Η γέφυρα έχει σίγουρα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Αυτό είναι σίγουρο.»
(…) Αυτά τα τρία χρόνια, από το 2020 που έγινε η πρώτη επιθεώρηση, ίσως να χάθηκε λίγος χρόνος. Δεν ξέρω για ποιους λόγους – ίσως να ήταν και η περίπτωση του κορονοϊού που καθυστέρησε τα πράγματα. Αλλά μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια θα μπορούσε να είχε γίνει πλήρης ενίσχυση.
Αυτά που ακούγονται ότι θα γίνουν ενισχύσεις μέσα σε ένα δύο μήνες, πιστεύω θα είναι έως και αδύνατο σε αυτή την περίπτωση. Ας δούμε αντίστοιχες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, σε χώρες οι οποίες κατασκευάζουν πολύ γρήγορα τις κατασκευές όπως η Αγγλία, η επισκευή της γέφυρας Χάμερσμιθ, για παράδειγμα, πήρε ενάμιση χρόνο.
Αυτή η γέφυρα είναι ακόμη πιο δύσκολη στην αποκατάσταση της. Επομένως θα πάρει μερικά χρόνια και προφανώς ο προϋπολογισμός που αφορά σε 152.000 ευρώ είναι πάρα πάρα πολύ χαμηλός. Θα μπορούσε να ενισχύσει τη γέφυρα μόνο τοπικά».