Τεράστιοι φαλλοί γεμίζουν την πόλη.
Το τσίπουρο και το κρασί ρέουν άφθονα. Στον Τύρναβο δεν πέφτει καρφίτσα. Όποιος έχει ταμπού καλύτερα να μείνει μακριά.
Σε αυτό το καρναβάλι μπορούν να συμβούν τα πάντα…
Το «Μπουρανί» στον Τύρναβο κλείνει κάθε χρόνο τον κύκλο των Καρναβαλικών εκδηλώσεων.
Λέξη τούρκικη που σημαίνει λαχανόρυζο ή σπανακόρυζο κι είχε ειδικό τρόπο παρασκευής από τους Μπουρανίτες.
Πώς ξεκίνησε, όμως, η παράδοση αυτή;
Οι ρίζες της χάνονται στο χρόνο αλλά τα πρώτα στοιχεία για την τέλεση του εθίμου εμφανίζονται το 1898. Για την προέλευση του εθίμου υπάρχουν δυο εκδοχές. Η πρώτη αναφέρει ότι οι ρίζες του βρίσκονται στα αρχαία χρόνια και σε γιορτές όπως τα Διονύσια, τα Αφροδίσια και τα Θεσμοφόρια. Τότε, το ποτό έρρεε άφθονο και οι «άσεμνες» πράξεις και συνευρέσεις εξυμνούνταν κατά τη διάρκεια των Βακχικών τελετών.
Η δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι το έθιμο καθιερώθηκε από Αρβανίτες όταν εγκαταστάθηκαν, από τον Σουλτάνο, στον Τύρναβο, κάπου στα 1770 και διατηρεί μέχρι και σήμερα τμήματα της μορφής που είχε και τότε.
Κάθε χρόνο, την Καθαρά Δευτέρα στον Τύρναβο, οι Τυρναβίτες πηγαίνουν στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, σε μορφή πομπής, στρώνουν στο έδαφος διάφορα φαγητά και μια φιάλη σε σχήμα φαλλού με κρασί.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο «νικητής» (αυτός που μεθούσε περισσότερο) «στεφόταν» από τους κατοίκους, «Βασιλιά της Αποκριάς».
Ο «Βασιλιάς», σύμφωνα πάλι με δυο εκδοχές, είτε περιφερόταν στους ώμους των κατοίκων, στην πλατεία, και τον «έλουζαν» με κοσμητικά επίθετα και χειρονομίες είτε τον έβαζαν ανάποδα πάνω σε ένα γαϊδούρι και τον περιέφεραν στην πόλη ενώ εκείνος κρατούσε την ουρά του γαϊδουριού.
Βέβαια με το πέρασμα των χρόνων και των συντηρητικών κυβερνήσεων και επιρροών της εκκλησίας, το καρναβάλι δέχτηκε επιθέσεις και λογοκρισία. Εξάλλου το κεντρικό μοτίβο του Τυρναβίτικου καρναβαλιού ήταν και παραμένει ο φαλλός. Τεράστια πέη, σε διαφορετικά χρώματα, είτε από πηλό είτε από πλαστικό πρωταγωνιστούν στους εορτασμούς. Όσο κι αν προσπαθούσαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις και η εκκλησία να λογοκρίνουν το πανηγύρι, οι κάτοικοι αντιδρούσαν και συνέχιζαν τους εορτασμούς ακόμη και στα κρυφά. Μετά την περίοδο της δικτατορίας, οι κάτοικοι πρόσθεσαν την παρέλαση από μεγάλα άρματα, με θέματα εμπνευσμένα από τις παραδόσεις αλλά και από την επικαιρότητα.
Όλες οι εκδηλώσεις κορυφώνονται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.
Όπως αναφέρει ο ιστορικός Αχιλλέας Τζάρτζανος:
Παλιά η εκδήλωση του «Mπoυραvί» ήταν πιο γνήσια, πιο περιεκτική και φυσικά πιο ξεδιάντροπη. Δεν γινόταν στον Προφήτη Ηλία αλλά σε κάθε γειτονιά και σε κάθε πλατεία όπου οι χαροκόποι άναβαν φωτιά κι έφτιαχναν το μπουρανί. Τα υλικά είναι σπανάκι, ρύζι, τσουκνίδα και λίγος αντεράκος μαζί με ξύδι έτσι για νοστιμιά χωρίς καθόλου λάδι.
Γύρω από την φωτιά, χόρευαν αλληλοπειράζονταν και πετούσαν βωμολοχίες. Προβαίνανε σε πρόστυχα καμώματα και αδιάκριτες χειρονομίες προς τους άντρες περαστικούς. Φυσικά δεν έλλειπαν και οι φαλλoί πήλινοι, ξύλινοι και άλλοι από καρότα. Τραγουδούσαν και άσεμνα τραγούδια τέτοια που αν τα ακούσει κανείς γράφει μπορούσε να λάβει μια ιδέα τι ήταν τα φαλλικά και τα άλλα όμοια άσματα των αρχαίων Ελλήνων.
Υπάρχει καταγραφή του εθίμου από τον Γάλλο περιηγητή Λέον Εζέ γύρω στα 1858 που μιλάει για τον Βασιλιά που ανακηρύσσονταν από τους μπουρανίτες και ήταν ο πιο μεθυσμένος.
Παράσταση άρματος με τον φαλλό επάνω, υπάρχει και σε αρχαίο αγγείο. Άλλο ομοίωμα ενεπίγραφο μαρμάρινου φαλλού μήκους 47 εκ σώζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λάρισας.
Σήμερα οι κάτοικοι της πόλης πηγαίνουν στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία στα βόρεια της πόλης, σ’ έναν σε έναν μεγάλο απλωμένο υπαίθριο χώρο.
Η πορεία γίνεται σε πομπή, της οποίας προηγούνται διάφορες ομάδες (θίασοι) μεταμφιεσμένων ή μη (μόνον ανδρών), οι οποίοι κουβαλούν όλα τα απαραίτητα για τη λειτουργία.
Όταν φτάνουν στο χώρο του Προφήτη Ηλία εκεί κάθε ομάδα στρώνει στο έδαφος διάφορα φαγητά και μια μεγάλη φιάλη σε σχήμα «φαλλού» γεμάτη με κρασί ή με κράμα ούζου ή τσίπουρου με νερό. Παράλληλα ανάβουν φωτιά πάνω στην οποία παρασκευάζουν το «Μπουρανί», μια χορτόσουπα από σπανάκι και ξύδι για να νοστιμίζει.
Αφού γίνει το Μπουρανί που είχε την μορφή σούπας, σερβίρεται στους «μυουμένους» ως μέθεξη -συμμετοχή στα δρώμενα- και έτσι δίνεται το σύνθημα για να αρχίσει ο χορός και τα τραγούδια, οι αστεϊσμοί και τα πειράγματα με άσεμνες βασικά εκφράσεις.
Πολλοί από τους άντρες που συμμετέχουν σ’ αυτό το τελετουργικό κρατούν στα χέρια τους φαλλούς σαν σκήπτρα.
Στο έθιμο αυτό συμμετείχαν στο παρελθόν αυστηρά μόνο άντρες ενώ οι γυναίκες απείχαν, ίσως για λόγους σεμνοτυφίας λόγω των φερόμενων φαλλικών συμβόλων.
Γυναικόπαιδα όμως παρακολουθούσαν τα δρώμενα καθώς επίσης και πλήθη επισκεπτών από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Όταν τελείωνε το βράσιμο του «Μπουρανί» όλοι μετέβαιναν δίπλα στις όχθες του Τιταρήσιου κι εκεί έτρωγαν και έπιναν εξακολουθώντας τα άσεμνα πειράγματα και τραγούδια.