Πωλήσεις - ρεκόρ σε επίπεδο δεκαετίας κατέγραψε η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια το 2021, ανησυχία ωστόσο επικρατεί στον κλάδο για το επιβαρυμμένο οικονομικό περιβάλλον εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων και των ανατιμήσεων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της 8ης Ετήσιας Έκθεσης Υδατοκαλλιέργειας, που εκδόθηκε από την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας η σταδιακή άρση των περιοριστικών υγειονομικών μέτρων και η αποκατάσταση της λειτουργίας της αγοράς, κυρίως στην εστίαση και τον τουρισμό, δημιούργησαν αυξημένη ζήτηση ειδικά στην «κατανάλωση εκτός σπιτιού».
Οι πωλήσεις ψαριών ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας το 2021 ανήλθαν στους 131.250 τόνους, αξίας 636 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 7% ως προς τον όγκο και σχεδόν 10% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Σημειώνεται πως η τσιπούρα και το λαβράκι αντιπροσωπεύουν το 96% των πωλήσεων (125.550 τόνοι) του κλάδου και το υπόλοιπο 4% όλα τα υπόλοιπα είδη (5.700 τόνοι).
Αύξηση και των εξαγωγών
Παράλληλα οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 9% ως προς τον όγκο και την αξία και ανέρχονται σε 100.361 τόνους, αξίας 499 εκατ. ευρώ. Το 80% της παραγωγής διατέθηκε στην Ε.Ε. και σε τρίτες χώρες, ενώ το υπόλοιπο 20% στην εγχώρια αγορά.
Κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, καθώς και οι τρείς μαζί απορρόφησαν το 58% της ελληνικής παραγωγής.
Παρά τον αυξημένο ανταγωνισμό με τις τρίτες χώρες και τη συνεχιζόμενη αύξηση της παραγωγής της Τουρκίας, οι μέσες τιμές και για τα δύο κύρια είδη εμπορίας παρουσιάζονται βελτιωμένες (+1,5% τσιπούρα, +6% λαβράκι), δημιουργώντας θετικά αποτελέσματα για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων του κλάδου.
Οι επιπτώσεις της πανδημίες και του πολέμου
Έντονος ωστόσο παραμένει ο προβληματικός σχετικά με τις επιπτώσεις που είχε στον κλάδο η πανδημία οι οποίες εντάθηκαν μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Όπως επισημαίνεται το κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 25% έως σήμερα εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων και των ανατιμήσεων σε όλες τις εισροές της παραγωγικής διαδικασίας, πρωτίστως με την αύξηση των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στις ιχθυοτροφές και δευτερευόντως με την αύξηση στο κόστος της ενέργειας, στο υγρό οξυγόνο, στα υλικά συσκευασίας, αλλά και στο κόστος μεταφοράς.
«Το 2021 ήταν αναμφίβολα μια ιδιαίτερη χρονιά. Είναι γεγονός πως σημειώθηκε ρεκόρ δεκαετίας στις πωλήσεις του κλάδου με την κατανάλωση να επανέρχεται στα προ κρίσης επίπεδα. Οι αυξημένες πωλήσεις της χρονιάς που πέρασε αποδεικνύουν την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι καταναλωτές παγκοσμίως στα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας. Ήδη τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2022 δείχνουν ότι η χρονιά θα κλείσει με θετικό πρόσημο τονίζοντας τη δυναμική που έχει αποκτήσει ο κλάδος στην post-Covid οικονομία» σημειώνει ο κ. Γιάννης Πελεκανάκης, Διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της ΕΛΟΠΥ.
Εξηγεί ωστόσο ότι «η επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων του κλάδου παρουσιάζει δυσκολίες λόγω των συνεχών ανατιμήσεων και του επιβαρυμένου λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας. Στην παρούσα φάση, οι εταιρείες του κλάδου βρίσκονται σε μια διαδικασία διαρκούς εκτίμησης των επιπτώσεων που έχουν στη λειτουργία τους οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι συνεπακόλουθες ανατιμήσεις σε όλη την παραγωγική και εφοδιαστική αλυσίδα. Οι συνέπειες που θα υπάρξουν στον κλάδο, θα εξαρτηθούν τόσο από τη διάρκεια όσο και από την ένταση αυτής της κρίσης, ενώ την ίδια στιγμή, οι εταιρείες του κλάδου διερευνούν όλες τις πιθανές λύσεις για την αντιμετώπισή της και τη συγκράτηση του κόστους παραγωγής».
«Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις προκλήσεις, η αυξανόμενη ζήτηση για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας δημιουργεί θετικές προοπτικές για τον κλάδο και την ελληνική οικονομία. Απώτερος στόχος όλων μας είναι να ξεκλειδώσουμε τη δυναμική των θαλασσών μας παράγοντας περισσότερα τρόφιμα για τον πληθυσμό που συνεχώς αυξάνεται, με τρόπο που να σέβεται το περιβάλλον και να προσφέρει ανταποδοτικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, επιτρέποντάς τους να ανθίσουν. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου παραμένει, για άλλη μια χρονιά, η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού και η ίδρυση των Π.Ο.Α.Υ.» καταλήγει ο κ. Πελεκανάκης.