Τις τελευταίες εβδομάδες γινόμαστε όλοι μάρτυρες ενός ορυμαγδού πληροφοριών και σχολίων στα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης γύρω από τη λεγόμενη «παιδοκτόνο της Πάτρας», όπως αναφέρει στο in.gr ο Νέστωρ Κουράκης, καθηγητής Εγκληματολογίας, τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, γενικός γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας.
Κατά τη γνώμη μου, η υπερπληροφόρηση αυτή, έστω και αν ανταποκρίνεται σε ένα εύλογο ενδιαφέρον του κοινού, είναι τελικά, λόγω της υπερβολικής της μορφής, όχι μόνο ανώφελη, αλλά και επικίνδυνη. Ανώφελη, διότι αποσπά την προσοχή του κοινού από άλλα, πολύ σημαντικότερα θέματα που εκτυλίσσονται στην περιοχή μας και απειλούν το μέλλον μας.
Και επικίνδυνη, διότι με έρεισμα αυτή την πληροφόρηση ο καθένας μας μετέχει σε αυτοσχέδια λαϊκά δικαστήρια και εντέλει εκδίδει πρόχειρες αποφάσεις εις βάρος κατηγορουμένων οι οποίοι δεν έχουν προσαχθεί ακόμη ενώπιον του δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται έτσι κατάφωρα το θεμελιώδες για τη δημοκρατία και τη Δικαιοσύνη τεκμήριο της αθωότητας.
Κόντρα στο ρεύμα, υποστηρίζω επομένως ότι ο οιοσδήποτε κατηγορούμενος, άρα και η Ρούλα Πισπιρίγκου (που αρνείται άλλωστε την ενοχή της), πρέπει να θεωρείται αθώος μέχρις ότου αποδειχθεί με τεκμήρια η ενοχή του και καταδικαστεί από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, τουλάχιστον σε πρώτο βαθμό. Από εκεί και πέρα, η όποια συζήτηση για τέτοιου είδους εκκρεμείς υποθέσεις πρέπει, πιστεύω, να γίνεται με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και με νηφαλιότητα, χωρίς δηλαδή εμμονικές και προκατειλημμένες τοποθετήσεις.
Στο πλαίσιο αυτών των σκέψεων, ας μου επιτραπεί να συμβάλω και εγώ στη συζήτηση για την υπόθεση που απασχολεί την κοινή γνώμη, επισημαίνοντας δι’ ολίγων τα πιθανά κίνητρα που με βάση τη βιβλιογραφία μπορούν να οδηγήσουν έναν γονέα να σκοτώσει το παιδί του και που – εξάλλου – παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστα στην υπόθεση της Πάτρας.
Εν πρώτοις, χρήσιμο είναι να υπογραμμιστεί ότι οι περιπτώσεις ανθρωποκτονιών εις βάρος παιδιών πρέπει να διακρίνονται από εκείνες που προβλέπει ο Ποινικός μας Κώδικας στο άρθρο 303 ως παιδοκτονίες (ή ορθότερα: νεογνοκτονίες) και που αφορούν αποκλειστικά τη θανάτωση ενός νεογνού από τη μητέρα κατά ή μετά τον τοκετό και ενώ εξακολουθεί ακόμη «η διατάραξη του οργανισμού της από αυτόν», πολύ συχνά λόγω και της επιλόχειας κατάθλιψης.
Πέρα όμως από τη νεογνοκτονία, που είναι μια ειδική περίπτωση τιμωρούμενη ελαφρότερα, ποια είναι άραγε τα κίνητρα που μπορούν να οδηγήσουν έναν γονέα και ιδίως μια μητέρα στο να σκοτώσει το ίδιο της το παιδί;
Μια εικόνα για τα κίνητρα αυτά μας παρέχουν ο Αμερικανός P.J. Resnick και ο Βρετανός P.T. D’ Orban σε ταξινομήσεις κινήτρων τις οποίες διαμόρφωσαν έπειτα από έρευνα 131 περιπτώσεων από νεότερο λογοτεχνικό υλικό για δολοφόνους γονείς ο πρώτος (1969, 1970) και 89 υποθέσεων για υπόδικες γυναίκες κατηγορούμενες για δολοφονία ή απόπειρα δολοφονίας των παιδιών τους ο δεύτερος (1979).
Με βάση τις έρευνες αυτές και ορισμένες άλλες που ακολούθησαν αργότερα, τα κυριότερα κίνητρα τέτοιων φόνων από γονείς μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
Συνηθέστερες είναι οι περιπτώσεις των λεγόμενων αλτρουιστικών φόνων παιδιού, δηλαδή όσων τελούνται για να γλιτώσει το παιδί από εικαζόμενα ή πραγματικά προβλήματα υγείας ή άλλης μορφής, τα οποία, κατά την άποψη του γονέα, θα το ταλαιπωρήσουν στη μετέπειτα ζωή του. Περαιτέρω, ιδιαίτερο κίνητρο σε φόνους παιδιών αποτελεί η οξεία ψυχωσική κατάσταση του γονέα, ιδίως σε περιπτώσεις ψυχικών νόσων, όπως η σχιζοφρένεια και η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, αλλά, επίσης, σε συνάρτηση με διαταραχή της διάθεσης και διαταραχή της προσωπικότητας. Μια τρίτη κατηγορία περιπτώσεων είναι αυτή που αφορά την «εν θερμώ» ανθρωποκτονία, όταν δηλαδή ο γονέας (περισσότερο ο πατέρας, όταν μάλιστα είναι μέθυσος) «ξεσπάει» τα νεύρα του εναντίον του παιδιού με χτυπήματα, κακοποίηση ή άλλες συναφείς επιθετικές ενέργειες. Τέταρτη κατηγορία είναι αυτή που συνδέεται με ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και παιδοποιία, αν και σε πρώιμο στάδιο η περίπτωση αυτή επικαλύπτεται από εκείνην της νεογνοκτονίας. Τέλος, σε μια πέμπτη κατηγορία εντάσσονται πράξεις εκδίκησης εις βάρος του άλλου γονέα, όταν ο τελευταίος παρέχει υποψίες ότι έχει συνάψει εξωσυζυγικές σχέσεις ή όταν γενικότερα αγνοεί, απορρίπτει, ταπεινώνει ή εγκαταλείπει τον/τη σύντροφό του (έγκλημα πάθους), οπότε τα παιδιά χρησιμοποιούνται ως «εργαλεία» είτε για να προκληθεί με τη θανάτωσή τους πόνος στον «άπιστο» σύζυγο (περίπτωση της «Μήδειας» του Ευριπίδη) είτε και για να υπάρξει επαναπροσέγγιση του ζεύγους μέσω πρόκλησης κάποιας ασθένειας στο παιδί που θα συγκινούσε τον αδιάφορο σύζυγο.
Οπωσδήποτε, εκτός από τις πέντε αυτές βασικές κατηγορίες κινήτρων στη βιβλιογραφία εντοπίζονται και ορισμένες άλλες, δευτερεύουσας σημασίας, όπως η εκζήτηση κύρους και η προσέλκυση της προσοχής μέσω της δημοσιότητας που προκαλεί μια ανθρωποκτονία, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η προσωπική κατάσταση του δράστη (π.χ. ανεργία). Ακόμη, δεν αποκλείεται να παρατηρηθεί ταυτόχρονη εμφάνιση περισσότερων κινήτρων, όπως η αλτρουιστική ανθρωποκτονία από γονέα με ψυχική νόσο, όταν αυτός θεωρεί ότι η πράξη του έχει κάτι το λογικό και δικαιολογημένο.