Έντονα συγκινησιακά φορτισμένο είναι κείμενο φοιτητή του ΑΠΘ για τη δολοφονία του Άλκη.
«Μην παρακαλώ σας μη, μην με χτυπάτε άλλο»: Με τις λέξεις που ο 19χρονος Άλκης είπε στους δράστες της δολοφονίας τους αρχίζει το κείμενο φοιτητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, που θέλησε να γράψει λίγες λέξεις για την απώλεια του νεαρού στο επεισόδιο «τυφλής» βίας.
Ο νέος άντρας, συγκλονισμένος από την είδηση θανάτου του Άλκη, διερωτάται για τη Δικαιοσύνη και την Ελευθερία στην Ελλάδα, τη χώρα που οι συνομήλικοί του βρίσκονται στη θέση να παρακαλέσουν για τη ζωή τους και να ζουν με φόβο.
Αναφέρεται στην πορεία της ζωής, τους γονείς που ζητούν από τα παιδιά τους να είναι καλά, στις πρώτες εικόνες βίας και τα επακόλουθα ερωτήματα, αλλά και τον έρωτα με την μπάλα.
«Βλέπεις να γίνονται τα μύρια όσα, βιασμοί, σκοτωμοί, κλοπές. Λες: "Μαμά, γιατί το κάνουν αυτό;" η μάνα σου σου απαντά: "Γιατί είναι κακοί άνθρωποι, Άλκη μου, Γιώργο μου, Μαρία μου". "Εγώ θα γίνω καλός" λες. Απορείς τι συμβαίνει γύρω σου, αγχώνεσαι, θες να είσαι χρήσιμος. Διαβάζεις, ακούς τους γονείς σου, τους καθηγητές σου. Θέλεις να κάνεις το σωστό για να νιώθεις οκ και συ και οι δικοί σου. Μια μέρα βλέπεις μια μπάλα. Την κλωτσάς, νιώθεις να σου φεύγουν όλα τα άγχη. Βλέπεις το κίτρινο και το μαύρο, το κόκκινο και το άσπρο, δεν έχει σημασία, ακούς με ενθουσιασμό τον μπαμπά σου, ή τον αγαπημένο σου θείο γεμάτος χαμόγελο "αυτήν είναι η ομαδάρα μας"» αναφέρει στο συγκινητικό του κείμενο.
Και ο έρωτας αυτός με τη μπάλα μεγαλώνει με τα χρόνια και μοιράζεται με άτομα που έχουν το ίδιο πάθος, ωστόσο φτάνει η στιγμή που γίνεται αντιληπτή και η «σκοτεινή» πλευρά της κερκίδας, η βία, που ολοένα και εντείνεται.
«Πας γήπεδο. Βλέπεις πέντε τύπους να βρίζουν και να τους φεύγουν τα σάλια. Γελάς. Τους βλέπεις να γίνονται 10, πετάνε και καφέδες, καλύπτεις το κεφάλι σου και γελάς με λιγότερη σιγουριά. Τους βλέπεις ξανά, πετάνε αντικείμενα, φτύνουν, πέτρες, κακό, ο μπροστινός φωνάζει και λέει "μου 'ρθε το πετραδάκι στο κεφάλι, θα με σκοτώσεις". Λες τα πράγματα είναι σοβαρά, μας χαλάνε το παιχνίδι, η ασφάλεια πού είναι;» γράφει.
Και η ζωή κυλά, περνάς στο Πανεπιστήμιο και ένα βράδυ, σε μία βόλτα στην αγαπημένη σου πόλη, «αυτοί έρχονται και απλά σου κόβουν το νήμα της ζωής».
«Σου το υπόσχομαι, όμως, σου το υποσχόμαστε όλοι, θα κάνουμε τα πάντα για να μην ξαναγίνει αυτό. Και την Παιδεία θα προωθήσουμε και την ασφάλεια θα υπερασπιστούμε. Δεν είναι ελευθερία το να φοβόμαστε να περπατήσουμε ελεύθερα στην πόλη μας. Να φοβόμαστε να είμαστε οι εαυτοί μας» αναφέρει, με το συναίσθημα να ξεχειλίζει.
«Δεν σε ήξερα Άλκη, εγώ μέχρι να μάθω για σένα θρηνούσα την απώλεια του παππού μου, αυτό είναι το φυσιολογικό, να θρηνούμε τους μεγάλους, τα παιδιά δεν πρέπει να πεθαίνουν, η κοινωνία δεν πρέπει να πεθαίνουν» καταλήγει το συγκλονιστικό του κείμενο.