Σύμφωνα με το sputnic.gr, ένα χρόνο μετά τις αποκαλύψεις της ολυμπιονίκους Σοφίας Μπεκατώρου κι ενώ ξεκινούν οι πρώτες δίκες για υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης και παρενόχλησης, νομικοί, θύματα και φεμινίστριες μάς αναλύουν τι άλλαξε και τι δεν θα αλλάξει ποτέ.
Ένας χρόνος κλείνει από τότε που η ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου, κουβαλώντας δεκαετίες σιωπηρά το «ζυγό» της, κατάφερε και μάζεψε όλα τα ψυχικά αποθέματά της προκειμένου να περάσει το κατώφλι του εισαγγελέα και σε μια τρίωρη κατάθεση ποταμό, να προβεί σε συγκλονιστικές αποκαλύψεις για την σεξουαλική κακοποίησή της, το μακρινό 1998, από παράγοντα της Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας.
Η γενναία πράξη προκάλεσε κοινωνικό σεισμό, αλλάζοντας κυριολεκτικά την ροή των πραγμάτων συνολικά στο πεδίο της σεξουαλικής κακοποίησης και παρενόχλησης στη χώρα μας, αλλά και την ατζέντα της ειδησεογραφίας για μήνες.
Κατά την έξοδο της από τον εισαγγελέα η Ολυμπιονίκης δήλωσε: «Κατέθεσα για την προσωπική μου υπόθεση. Με αφορμή αυτή ελπίζω και άλλες γυναίκες κι άλλοι άνθρωποι να βγουν να μιλήσουν ώστε η κοινωνία να είναι πιο υγιής και να μην φοβόμαστε».
Η πράξη της δημόσιας καταγγελίας και η προτροπή της άνοιξαν το δρόμο ώστε να μπούμε για πρώτη φορά κι εμείς στην τροχιά του #MeToo, που ήδη δονούσε άλλες χώρες: τόσο στο χώρο του αθλητισμού, απ' όπου έγινε η αρχή, όσο και στο χώρο του θεάτρου.
Αμέσως μετά τις καταγγελίες της χρυσής ολυμπιονίκη για αδικήματα που είχαν παραγραφεί, πήραν το θάρρος κι άλλες ελληνίδες αθλήτριες να αποκαλύψουν ανάλογες κακοποιητικές συμπεριφορές.
Ένα χρόνο μετά, προ ημερών (στις 12 Ιανουαρίου), ξεκίνησε η πρώτη δίκη του ελληνικού #MeToo, για τις καταγγελίες 21χρονης σήμερα αθλήτριας κατά του πρώην προπονητή της στην ιστιοπλοΐα, ο οποίος κρατείται στις φυλακές Τρίπολης από τις 24 Ιανουαρίου 2021 και δικάζεται για τα κακουργήματα του βιασμού, της κατάχρησης ανηλίκων και της αποπλάνησης παιδιών κατ’ εξακολούθηση και μάλιστα σε βάρος προσώπου που δεν είχε συμπληρώσει τα δώδεκα έτη.
Μέσα στο 2021, μια χρονιά που συγκλόνισε για το σερί των 17 γυναικοκτονιών, αποκαθηλώθηκαν στελέχη του αθλητισμού και πρωταγωνιστές του θεάτρου, που βρέθηκαν, την ώρα που μεσουρανούσαν και στον χώρο τους και κοινωνικά, ξαφνικά σε ένα κελί.
Ένας από αυτούς είναι κι ο Πέτρος Φιλιππίδης, που στις 18 Μαρτίου δικάζεται για τρία κακουργήματα: έναν βιασμό το 2008 και δύο απόπειρες το 2010 και το 2014. Aλλά και ο πρώην διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρης Λιγνάδης, που στις 11 Φεβρουαρίου θα βρεθεί στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών, κατηγορούμενος για τέσσερις βιασμούς ανήλικων και νεαρών ανδρών.
Ένα λοιπόν χρόνο μετά τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου, αφού πέρασε η περίοδος με τη «βροχή» των καταγγελιών (είναι χαρακτηριστικό ότι στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών από ένα σημείο και μετά ήταν καθημερινότητα να γίνεται μια νέα καταγγελία κατά γνωστού σκηνοθέτη, πρωταγωνιστή κ.ά.) το ερώτημα όλων είναι ένα: τι έχει δομικά, ουσιαστικά αλλάξει, στις νοοτροπίες, στην ψυχολογία, στην κοινωνική αντιμετώπιση, στη νομική αντιμετώπιση, ανάλογων περιστατικών, παρότι κάποιες υποθέσεις έχουν πλέον βρει τον δρόμο της δικαιοσύνης;
Έχει γίνει το αποφασιστικό βήμα μπροστά; Έχουν ξεριζωθεί πατριαρχικές, νοσηρές νοοτροπίες; Η γυναίκα έπαψε να φοβάται να μιλήσει; (Γιατί, στο μεταξύ, όταν το θέατρο άρχισε να βγαίνει από το lockdown, «παγώσαν» οι καταγγελίες).
«Αυτό που σίγουρα έχει αλλάξει είναι ότι είναι πολύ περισσότερες οι καταγγελίες. Όταν συμβαίνει κάτι, βγαίνει στο φως» σχολιάζει η Μαρία Καραγέωργου, σύμβουλος ψυχικής υγείας και νομικός σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, που έχει διατελέσει ειδικός επιστημονικός σύμβουλος στον Κύκλο Ισότητας των Φύλων του Συνήγορου του Πολίτη για υποθέσεις Σεξουαλικής Παρενόχλησης.
«Η σεξουαλική κακοποίηση έγινε ορατό γεγονός»
«Αρκετά θύματα ένιωσαν ότι βρίσκονται σε πιο φιλικό περιβάλλον για να μιλήσουν κι αισθάνθηκαν ότι η κοινωνία πλέον ακούει. Πλέον η σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση είναι ένα υπαρκτό γεγονός. Ο δρόμος στρώθηκε για να γίνει πιο ορατό. Αυτό ήταν και το πρώτο ζητούμενο» υπογραμμίζει η ειδικός.
Από εκεί και πέρα, προσθέτει, είναι πάρα πολύ σημαντική η έκβαση που θα έχουν οι δίκες που μόλις ξεκινούν.
«Αν δεν φέρουν ουσιαστικό αποτέλεσμα όλα αυτά τα θύματα που σήκωσαν το κεφάλι θα ζήσουν τη δεύτερη θυματοποίησή τους μέσα στο δικαστήριο. Πρέπει να δουν ότι καταδικάζεται ο δράστης».
Η προσωπική της εμπειρία σε ανάλογες δικαστικές υποθέσεις πριν από μια δεκαετία δεν ήταν καλή: «Είδα την δευτερογενή θυματοποίηση των θυμάτων εντός δικαστηρίου.Έχω βιώσει τραυματικές εμπειρίες με τη δίκη γυναίκας που ενώ πέρασε όλο το δρόμο, έχασε τη δίκη, καταδικάστηκε και πλήρωσε και τα έξοδα του θύτη της» επισημαίνει.
«Ας ελπίζουμε ότι αυτό έχει αλλάξει» επισημαίνει «και θα υπάρξει δικαστική δικαίωση. Ας γίνει στις 3 από τις 10 δίκες. Πρέπει να καταδικαστεί ο δράστης και στο ποινικό σκέλος με ποινή και στο αστικό με αποζημίωση. Ώστε να δουν τα θύματα που περνούν το Γολγοθά ότι υπάρχει φως».
Η ίδια πάντως κρατά την αναπνοή της εν όψει των δικαστηρίων. Όταν η Μπεκατώρου έκανε τις καταγγελίες, μερίδα της κοινωνίας έλεγε «τι έκανε τόσα χρόνια και δεν το είπε απ΄ την αρχή;» μάς θυμίζει η κα Καραγέωργου.
«Η κοινωνία είναι πολύ δύσπιστη απέναντι στο αν έγινε-δεν έγινε το συμβάν». Και στην ουσία» προσθέτει, «αν δεν υπάρχουν μάρτυρες είναι ο λόγος του ενός έναντι του άλλου. Ποιος θα γίνει πιστευτός. Οι γυναίκες που κάνουν την καταγγελία πρέπει να το αποδείξουν. Επειδή αποδείξεις δεν υπάρχουν καλείται ο θύτης να αποδείξει ότι δεν το διέπραξε».
Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο, παραδέχεται η νομικός και σύμβουλος ψυχικής υγείας. «Ο υποστηρικτικός μηχανισμός αυτών των γυναικών είναι “Πάρε θάρρος, βγες και κάνε την καταγγελία”. Κι όταν το κάνει; Μένει μόνη. Αν δεν υπάρξει τότε υποστηρικτικός μηχανισμός (οικονομικός, αλληλεγγύη των γυναικών, της κοινωνίας κ.ά) υπάρχει ζήτημα» τονίζει.
«Προσωπική Οδύσσεια κι ένας Γολγοθάς»
«Από κάθε άποψη είναι μια προσωπική Οδύσσεια κι ένας Γολγοθάς. Και είναι πάρα πολύ ακριβό το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κανείς».
Υπάρχει ακόμη ένας σοβαρότατος παράγων, που δεν πρέπει να παραβλέπουμε, υπογραμμίζει, ορμώμενη από υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης γυναίκας από προϊστάμενό της σε επαγγελματικό ταξίδι, όπου «η δικαίωση ήταν πολύ περιορισμένη».
«Δεν υπάρχει ευαισθητοποίηση των δικαστών, ούτε ειδική εκπαίδευση. Θα έπρεπε να γίνεται πολύ συγκεκριμένη εκπαίδευση σε αυτά τα ζητήματα και όσοι ασχολούνται μαζί τους να έχουν διαπιστωμένη ευαισθησία σε σχέση με αυτά. Μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε πατριαρχική κοινωνία και είναι πολύ δύσκολο να ξεριζωθεί η νοοτροπία».
Και το ζητούμενο πλέον είναι «να μην είναι πυροτεχνήματα, αλλά να έχουμε καταδίκες ώστε να επέλθει το closure. Για να γιατρευτεί η πληγή πρέπει να βγει στο φως. Αυτό το coming out δεν γίνεται για να ακούσουν οι άλλοι, αλλα για να ακούσεις πρωτίστως εσύ αυτό που έγινε και να έχεις αυταποδοχή. Μπορεί να χρειαστούν και 20 και πλέον χρόνια σε κάποια άτομα για να γίνουν από θύματα επιζήσαντες, επομένως» σχολιάζει επεξηγώντας και τους λόγους που καθυστέρησε τόσο η Ολυμπιονίκης να κάνει τις καταγγελίες.
Πρώτη δίκη #MeToo: Κρίσιμη η καταδίκη για βιασμό
Η Κλειώ Παπαπανταλέων είναι η νομικός στην οποία απευθύνθηκε πρώτα η Σοφία Μπεκατώρου, σχεδιάζοντας να κάνει την καταγγελία.
Σήμερα στην πρώτη δίκη του ελληνικού #MeToo έχει αναλάβει την 21χρονη αθλήτρια έναντι του κακοποιητή πρώην προπονητή ιστιοπλοΐας. Δεν μπορεί να κάνει πρόβλεψη για την έκβαση της κρίσιμης δίκης.
«Ο κατηγορούμενος εν μέρει έχει ομολογήσει» μάς λέει, «αλλά αρνείται το αδίκημα του βιασμού. Είναι λοιπόν πάρα πολύ κρίσιμο τι θα αποφασίσει το δικαστήριο σε σχέση με αυτό» τονίζει, υπογραμμίζοντας πόσο σημαντικός είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει το θύμα η ποινική δικαιοσύνη.
«Είναι σημαντικό το ότι δέχτηκε να καταθέσει χωρίς δημοσιότητα. Αυτό αφήνει αποτύπωμα και μπορεί να δημιουργήσει προηγούμενο σε ανάλογες δίκες. Δεν θα βρεθεί το θύμα σε ένα δικαστήριο γεμάτο. Σε μια υπόθεση με τόσο μεγάλη δημοσιότητα δίνεται ένα σήμα προς όλους ότι διασφαλίζονται κάποιες εγγυήσεις για συνθήκες προστασίας. Δημιουργείται η αίσθηση ότι σε αντιμετωπίζουν με σεβασμό».
Και στο ισχύον νομικό πλαίσιο για ανάλογες υποθέσεις η έμπειρη νομικός δεν επισημαίνει «τρύπες». «Μετά τη διάταξη του ’19, που ποινικοποιήθηκε ο βιασμός χωρίς συναίνεση δεν υπάρχει κενό» αναφέρει.
«Το πρόβλημα εντοπίζεται αποκλειστικά στο πώς γίνεται η διαδικασία. Ο τρόπος κατάθεσης, η συμπεριφορά της αστυνομίας, αν θα σε διώξει όταν πας να κάνεις την καταγγελία, αν θα σε βάλει σε κελί λέγοντάς σου ότι αφού έκανες μήνυση θα σου κάνουν κι εσένα. Έχουμε δρόμο ως προς το διαδικαστικό. Το θέμα δεν είναι το υπουργείο αλλά ο δικαστικός μηχανισμός. Με την αντιμετώπισή μας, δείχνει να ανοίγει ο δρόμος για να αλλάξουν νοοτροπίες» συνοψίζει.
«Ο νόμος δεν διασφαλίζει τη γυναίκα εργαζόμενη αυτομάτως»
«Μεγάλη είναι η συζήτηση για τα ζητήματα αυτά. Αλλά η αλήθεια είναι μία: χρωστάμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Σοφία Μπεκατώρου» υπογραμμίζει η Σοφία Κάντα, πρώην πρόεδρος Επιτροπής Ισότητας στην ΟΤΟΕ και μέλος της Πρωτοβουλίας κατά των Γυναικοκτονιών (με 17 γυναικείες οργανώσεις).
«Γιατί ήταν ένα πάρα πολύ δυνατό ξεκίνημα του #MeToo» συνεχίζει «Έδωσε τη δυνατότητα να ξεκινήσει με μεγάλη φόρα, σε χώρους όπως ο καλλιτεχνικός κι ο αθλητικός. Έγιναν πράγματα που πήραν και πολύ μεγάλη δημοσιότητα, εξαιτίας του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης γιατί ήταν δημόσια τα εμπλεκόμενα πρόσωπα» επισημαίνει. «Οπότε ξεκίνησε αυτή η διαδικασία δυναμικά».
Παράλληλα, όμως, υπάρχει και το πιο αφανές #MeToo, προσθέτει, σε επαγγέλματα χωρίς δημοσιότητα.
«Εκεί στις αφανείς ανώνυμες εργαζόμενες υπάρχει ένα τεράστιο θέμα. Τα βήματα που έγιναν είναι ανεπαρκή» τονίζει, παρόλο που ψηφίστηκε νέος εργασιακός νόμος από το υπουργείο Εργασίας, που συμπεριέλαβε και κομμάτι της σεξουαλικής παρενόχλησης στους χώρους Εργασίας, το 2021, μετά από μεγάλη κινητοποίηση από γυναικείες οργανώσεις, κυρίως.
«Δυστυχώς, όμως, δεν διασφαλίζει τη γυναίκα εργαζόμενη αυτομάτως» αποκαλύπτει η κα Κάντα, που θεωρεί ότι έπρεπε για το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης να υπάρχει ξεχωριστός νόμος.
Ο λόγος που δεν αυτονομήθηκε η σεξουαλική παρενόχληση, εκτιμά η συνομιλήτριά μας, είναι ότι «θέλουν να έχουν περισσότερο έλεγχο πώς θα εφαρμοστεί μέσα στις επιχειρήσεις. Ναι μεν, πέρασε στο Δημόσιο Τομέα, αλλά χρειάζεται σειρά πραγμάτων για να εφαρμοστεί. Όπως συμβάσεις με εργοδότες. Αλλιώς δεν έχει ισχύ. Ναι μεν αποτελεί νόμο του κράτους αλλά η εφαρμογή του, το πώς θα πάει μια γυναίκα να κάνει την καταγγελία, πού και με ποιες προϋποθέσεις μέσα στην επιχείρηση, το πλαίσιο δηλαδή της εφαρμογής του νόμου για τη σεξουαλική παρενόχληση, επειδή γίνεται με σύμβαση ανάμεσα τον εργοδότη και το σωματείο, είναι στον αέρα».
«Κυβερνητικά βήματα: μικρά, φοβικά, ανεπαρκή»
Επιπλέον πρόβλημα στην υπόθεση της σεξουαλικής παρενόχλησης, θεωρεί το ότι το 85% των μελών των συνδικάτων είναι άνδρες.
«Τα συνδικάτα που είναι ένας κοινωνικός εταίρος που θα μπορούσε να κάνει χιλιάδες πράγματα σε αυτό τον τομέα αλλά είναι σε συντριπτικά μεγάλο ποσοστό άνδρες. Αυτά τα θέματα για να τα ακουμπήσουν είναι... ψιλά γράμματα» παραδέχεται μια γυναίκα, που υπήρξε επί σειρά ετών συνδικαλίστρια και έχει διατελέσει και πρόεδρος των γυναικών των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, αλλά η εμπειρία της είναι σταθερή.
«Υπάρχει μια παγιωμένη αντίληψη στην ελληνική κοινωνία σε σχέση με την παρενόχληση της γυναίκας στον εργασιακό χώρο, που τη διαπερνά ανεξαρτήτως από το επάγγελμα, το μορφωτικό ή κοινωνικό επίπεδο και δύσκολα ξεριζώνεται, παρ’όλο το #ΜeToo».
Ήδη, η βία κατά των γυναικών ενώ το #ΜeToo ήταν στα ντουζένια του, σπάει αρνητικά ρεκόρ, παρατηρεί.
«Έχει αγριέψει το πράγμα πολύ. Και σε πρακτικό επίπεδο η κυβέρνηση θεωρεί ότι έχει κάνει ό,τι μπορεί. Κι έχει κάνει βήματα, όπως η αναγγελία της δημιουργίας τμημάτων στην ελληνική αστυνομία που αφορούν σε καταγγελίες τέτοιες. Αλλά τα βήματα που έχουν γίνει είναι μικρά, φοβικά, ανεπαρκή. Πρέπει να αισθάνονται οι γυναίκες ότι είναι ελεύθερες να καταγγείλουν. Σίγουρα έχουν γίνει βήματα χάρη στην Μπεκατώρου. Αλλά αν ξεφουσκώσει το #ΜeToo δεν ξέρω πού ακριβώς θα επανέλθουμε» συνοψίζει.
«Αναγκάστηκε η ελληνική κοινωνία να παραδεχτεί ότι η βία σε βάρος των γυναικών είναι γεγονός»
«H καταγγελία της Μπεκατώρου ήταν πραγματικά μια βόμβα» παραδέχεται σήμερα και η Σίσσυ Βωβού, μέλος του Δ.Σ της Οργάνωσης Γυναικείων Δικαιωμάτων «ΤΟ ΜΩΒ» και συγγραφέας του βιβλίου- «Πατριαρχική Δικαιοσύνη και Φεμινιστικές Αντιστάσεις» (εκδ. Άνω Τελεία), με το αστυνομικό και δικαστικό χρονικό 19 υποθέσεων εκμετάλλευσης και βίας κατά γυναικών, από το 1998 ως το 2012.
«Η Μπεκατώρου ανάγκασε μια ολόκληρη κοινωνία να λέει αν την πιστεύει ή όχι. Και το ό,τι η πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε “Σε πιστεύω” και την κάλεσε σε συνάντηση ήταν κορυφαίο ως προς την ανάδειξη του ζητήματος» προσθέτει.
«Πήραν θάρρος πολλές κοπέλες και έκαναν ανάλογες καταγγελίες. Έτσι αναγκάστηκε η ελληνική κοινωνία να παραδεχτεί ότι η βία σε βάρος των γυναικών είναι γεγονός. Και ξαφνικά βρέθηκαν στη φυλακή και ο προπονητής ιστιοπλοϊας και ο Πέτρος Φιλιππίδης. Οι γυναίκες πήραμε θάρρος και οι οργανώσεις μας αρχίσαν να μιλάνε με πιο δυνατή φωνή».
Από εκεί και πέρα, αναδείχθηκαν ζητήματα σε σχέση με τις δομές κακοποιημένων γυναικών. «Πιέζουμε να ενισχυθούν αυτές οι δομές. Δεν βρίσκει εύκολα ξενώνα μια γυναίκα. Πρέπει να πολλαπλασιαστούν.Να μπορεί μια γυναίκα να φιλοξενείται σε δομή μακριά από τον τόπο της και να ενημερωθούν οι ξένες γυναίκες».
Το «ΜΩΒ» έχει βοηθήσει αλλοδαπές, θύματα έμφυλης και ενδοοικογεναικής βίας, που όμως «η γραφειοκρατία είναι εχθρός τους. Η κατάσταση για τις μετανάστριες και προσφύγισσες είναι δύσκολη. Για τις υπόλοιπες έχει αλλάξει ο αέρας, έχει αλλάξει το κλίμα. Κάθε γυναίκα ξέρει πλέον ότι μπορεί να καταγγείλει κάτι που δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί» τονίζει η φεμινίστρια και συγγραφέας, που δεν μπορεί να παραβλέψει το «αγκάθι» του νόμου περί υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, του 2021, που προκαλεί, όπως τονίζει, ζημιά.
«Αν μια γυναίκα με παιδί καταγγείλει ενδοοικογενειακή βία, η επιμέλεια και επικοινωνία με τον πατέρα θα απαγορευτούν μόνο μετά από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που παίρνει και 7 χρόνια. Οι πλουσιότεροι πατεράδες πάνε στον Άρειο Πάγο διότι θεωρούν δικαίωμά τους να δέρνουν τις γυναίκες τους και να είναι συγχρόνως καλοί πατέρες».
Δροσάκη: «Δεν έχει έρθει ακόμα η Δικαίωση»
Δεν μετανιώνει η ηθοποιός Λένα Δροσάκη, που μαζί με την Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους και την Πηνελόπη Αναστασοπούλου, κατέθεσαν πέρυσι τον Φλεβάρη, στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών καταγγελία κατά του Πέτρου Φιλιπππίδη για «σοβαρές πράξεις αντισυναδελφικής και αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς που προσέβαλαν τη γενετήσια αξιοπρέπειά τους» ζητώντας την οριστική διαγραφή του σκηνοθέτη και ηθοποιού από το σωματείο. Ούτε δικαιωμένη, όμως, αισθάνεται ακόμα.
«Με το κίνημα #ΜeΤoo αυτό που άλλαξε ουσιαστικά στην κοινωνία μας είναι ότι είδαμε και αυτή τη πλευρά του νομίσματος» μάς λέει ένα χρόνο μετά την καταγγελία η ηθοποιός.
«Πέσαμε απ’τα σύννεφα και δεν το πιστεύαμε, αλλά επιτέλους οι άνθρωποι βρήκαν το κουράγιο, τη δύναμη, το θάρρος να μιλήσουν. Να μοιραστούν το τραύμα τους» προσθέτει.
«Πρέπει να μιλήσουμε γιατί δεν πρέπει να νιώθει ντροπή το θύμα αλλά ο θύτης . Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Χρειάζεται χρόνος και πολλή δουλειά από όλους μας για να πετάξουμε παλιές νοοτροπίες, αντιλήψεις και στερεοτυπικά δόγματα. Όλοι μαζί μπορούμε να κάνουμε μια νέα αρχή να δουλέψουμε την αντίληψη μας και τη συμπεριφορά μας» συνεχίζει η καλή ηθοποιός.
Δεν είναι εύκολο, παραδέχεται, «να μετακινηθούν οι παλιές νοοτροπίες. Φαντάζουν βουνά όταν είναι χαραγμένα μετά από τόσα χρόνια στο μυαλό μας. Και σαφώς είμαστε μια πατριαρχική κοινωνία, ποιος θα μπορούσε να το αμφισβητήσει; Όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθούμε να μιλάμε να φωνάζουμε γιατί μόνο έτσι μπορεί να έρθει η σταδιακή αλλαγή».
Αισθάνεται δικαιωμένη σήμερα; «Δικαίωση; Δεν μπορώ να απαντήσω ακόμα ότι έχει έρθει, γιατί είναι ακόμα εν εξελίξει».
Ενώ οι καταγγελίες στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών πέφταν βροχή, ξαφνικά έπεσε σιωπή. Υπάρχει ο κίνδυνος να υποχωρήσει το κίνημα; «Όχι» απαντά η ηθοποιός. «Δεν βλέπω τέτοια σημάδια. Ούτε θέλω να δω. Δεν θέλω να πάμε βήματα πίσω μετά από όσα έχουν γίνει».
«Ένα χρόνο μετά οι νοοτροπίες δεν άλλαξαν»
Η Ιωάννα Ηλιάδη, η δημοσιογράφος που έκανε γνωστή την σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη 27 ετών, εν ώρα εργασίας, είναι λιγότερο αισιόδοξη για τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί: «Η κοινωνία ένα χρόνο μετά δεν έχει αλλάξει» υποστηρίζει.
«Ούτε οι νοοτροπίες έχουν αλλάξει. Συνεχίζονται τα συμβάντα που κουκουλώνουν και θα κουκουλώνουν οι παθούσες και η κοινωνία. Για αυτό είναι σημαντικό τι θα γίνει με τα δικαστήρια» τονίζει.
«Αν τιμωρηθούν κάποιοι, αυτό θα λειτουργήσει στην κοινωνία που πάντα η γυναίκα είναι το θύμα της κακοποίησης. Αυτό δεν άλλαξε σε ένα χρόνο με το #MeToo» υπογραμμίζει.
«Δεν ήταν αρκετό το σοκ στην κοινωνία για να αλλάξει. Απλώς μάθαμε τη λέξη γυναικοκτονία».