Όπως αναφέρουν σε σχετική ανακοίνωση οι νοσοκομεία γιατροί, η κυβέρνηση αρνείται την ουσιαστική ενίσχυση με προσωπικό, την επίταξη ιδιωτικών κλινικών και την στελέχωση – πλήρη επαναλειτουργία του νοσοκομείου Δ. Αττικής «ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑ».
«Η μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων COVID-19 – που οφείλεται στο ότι η κυβέρνηση της ΝΔ επιμένει στην επικίνδυνη πολιτική της «ατομικής ευθύνης» και αρνείται να πάρει ουσιαστικά μέτρα στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, τους μεγάλους εργασιακούς χώρους και τα σχολεία και σχολές – επιβάλλει την ουσιαστική ενίσχυση των δημόσιων μονάδων υγείας, την στελέχωση και επαναλειτουργία των κλειστών νοσοκομείων, καθώς και την άμεση επίταξη των ιδιωτικών μονάδων και την ένταξη τους σε ενιαίο σχέδιο αντιμετώπισης της επιδημίας», τονίζουν χαρακτηριστικά και προσθέτουν: Παρά τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς περί «θωράκισης του ΕΣΥ» – που διαψεύδεται από τη μείωση του αριθμού των μονίμων εργαζομένων στην Υγεία κατά 1938 εργαζόμενους (από 78.220 τον Ιανουάριο 2020 σε 76.282 τον Σεπτέμβριο 2021), στις οποίες προστέθηκαν οι αναστολές εργασίας περισσότερων από 6.000 εργαζομένων, καθώς και της χρηματοδότησης των δημόσιων μονάδων κατά 22 εκατ. και για την αντιμετώπιση της επιδημίας κατά 392 εκατ. – η πραγματικότητα είναι ότι τα δημόσια νοσοκομεία, το ένα μετά το άλλο, «πλημμυρίζουν» από ασθενείς COVID-19 και κινδυνεύουν να μετατραπούν σε νοσοκομεία «μιας νόσου».
Αναφέρουν μάλιστα ως παράδειγμα το Θριάσιο νοσοκομείο, που «ολοκλήρωσε» την εφημερία του Σαββάτου 13 Νοεμβρίου, με μηδενικές διαθέσιμες κλίνες COVID (απλής νοσηλείας και ΜΕΘ) ενώ 3 ασθενείς με COVID νοσηλεύονται σε «κοντέινερ» και 6 διασωληνωμένοι μη COVID ασθενείς νοσηλεύονται, εκτός ΜΕΘ, σε απλές κλίνες νοσηλείας, διατρέχοντας σοβαρότατο κίνδυνο για την υγεία τους.
Ταυτόχρονα, όπως τονίζουν, παραμένουν οι μεγάλες ελλείψεις προσωπικού, με περισσότερες από 220 κενές οργανικές θέσεις προσωπικού όλων των ειδικοτήτων, στις οποίες προστέθηκαν οι αναστολές εργασίας 70 περίπου εργαζομένων, που η κυβέρνηση εξακολουθεί να «στοχοποιεί» για να καλύψει τις δικές της ευθύνες για την εξάπλωση της επιδημίας. Με απόλυση κινδυνεύουν 106 εργαζόμενοι που οι συμβάσεις τους λήγουν στις 31 Δεκεμβρίου και δεκάδες άλλοι που οι συμβάσεις τους λήγουν τους επόμενους μήνες, λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να τους μονιμοποιήσει, αν και καλύπτουν κρίσιμες ανάγκες λειτουργίας.
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της επικίνδυνης λειτουργίας της Πνευμονολογικής και της Αιμοδοσίας. Στην Πνευμονολογική έχουν απομείνει μόνο 2 γιατροί και η μοναδική ενίσχυση της κλινικής, που εξακολουθεί να εφημερεύει για ολόκληρη την Αττική και τα νησιά του Αιγαίου, είναι με προσωρινές μετακινήσεις γιατρών από άλλες μονάδες υγείας. Στην Αιμοδοσία έχουν απομείνει μόνο 2 γιατροί, με αποτέλεσμα για 11 ημέρες τον Νοέμβριο να μην εφημερεύει κανένας γιατρός.
Στα ΤΕΠ υπάρχουν μόνο 3 παθολόγοι – που έχουν ξεπεράσει κάθε όριο ψυχικής και σωματικής αντοχής – και το ιατρείο COVID του ΤΕΠ, με προσέλευση δεκάδων ασθενών που αυξάνονται από εφημερία σε εφημερία, να στελεχώνεται και με ορθοπαιδικούς, χειρουργούς και καρδιολόγους, με αποτέλεσμα, όχι μόνο να στερούνται οι ασθενείς με COVID την εξειδικευμένη ιατρική φροντίδα από γιατρούς της αντίστοιχης ειδικότητας με την επιδημία αλλά και να δημιουργούνται προβλήματα στη λειτουργία των υπόλοιπων ιατρείων.
Αντίστοιχα στις Α και Β Παθολογικές κλινικές εργάζονται μόνο 10 ειδικευμένοι και 16 ειδικευόμενοι γιατροί που έχον την ευθύνη για δεκάδες ασθενείς, οι μισοί από τους επιβεβαιωμένοι με COVID, διασκορπισμένοι σε διαφορετικές κλινικές του νοσοκομείου. Λόγω της υπολειτουργίας της Πνευμονολογικής κλινικής, οι γιατροί των Παθολογικών κλινικών έχουν αναλάβει ολόκληρη την ευθύνη για τους νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID.
Στις ΜΕΘ, αν και οι γιατροί αναγκάζονται να ξεπερνούν κάθε μήνα το προβλεπόμενο όριο εφημεριών– με σοβαρές συνέπειες στην χρόνια καταπόνηση της υγείας τους – υπάρχουν μέρες που εφημερεύει μόνο ένας γιατρός. Γεγονός που καθιστά ανασφαλή τη λειτουργία των ΜΕΘ.