Μία από τις υποθέσεις που έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη είναι αυτής στο Κέντρο Υγείας Παλαμά Καρδίτσας, όπου μια διοικητική υπάλληλος κατηγορείται για έκδοση πλαστών πιστοποιητικών.
Για την υπόθεση έχει διενεργηθεί ΕΔΕ από την 5η ΥΠΕ αλλά δεν έχει καταλήξει ακόμα σε πόρισμα, επομένως και σε πειθαρχική ποινή για τη διοικητική υπάλληλο. Το newsit.gr αποκαλύπτει όσα ισχυρίστηκε η γυναίκα που εργάζεται στο Κέντρο Υγείας Παλαμά Καρδίτσας και κατηγορείται για την έκδοση των πλαστών πιστοποιητικών, λίγο μετά την αποκάλυψη της δράσης της.
Σύμφωνα με πληροφορίες φαίνεται να έχει μετανιώσει και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους μπήκε σε αυτή την διαδικασία. «Με την πράξη μου αυτή πίστευα, πεπλανημένα βέβαια, ότι βοηθάω τους ανθρώπους και όχι μόνο τους συγγενείς μου» αναφέρει – μεταξύ άλλων – η διοικητική υπάλληλος από το Κέντρο Υγείας Παλαμά Καρδίτσας.
Τονίζει, δε, ότι η ψυχολογική πίεση που βίωνε την οδήγησαν στην έκδοση των πλαστών πιστοποιητικών και ότι η πρόθεση της ήταν αγαθή. Σημειώνει επίσης ότι ο σύζυγός της και τα παιδιά της έκαναν κανονικά το εμβόλιο κατά του κορονοϊού.
Αναλυτικά τι ισχυρίστηκε η διοικητική υπάλληλος:
«Όπως ανέφερα και στην ένορκη κατάθεσή μου, τα κίνητρά μου ήταν καθαρά αλτρουιστικά και φυσικά ανιδιοτελή και γι’ αυτό προέβησα σε όλες αυτές τις πράξεις, τις οποίες ομολόγησα εξαρχής, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Η ψυχολογική μου κατάσταση όλην αυτήν την περίοδο που διανύουμε ήταν και είναι ιδιαίτερα φορτισμένη, με σειρά γεγονότων που έλαβαν χώρα το τελευταίο διάστημα και συγκεκριμένα είχα υποστεί πρόσφατα σοβαρή χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση νεφρού, λόγω διαγνώσεως καρκίνου, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρηθεί και κλονισθεί σοβαρά η υγεία μου, ενώ τον μήνα Απρίλιο του έτους 2021 απώλεσα την μητέρα μου, επίσης από καρκίνο, την οποία επισκεπτόμουν τακτικά και την φρόντιζα το τελευταίο διάστημα προτού πεθάνει, αναγκασθείσα γι’ αυτόν τον λόγο να εμβολιαστώ, πέρα από την ιδιότητά μου ως υπάλληλος υγειονομικής υπηρεσίας (Κ.Υ. Παλαμά). Επίσης ένα γεγονός που πραγματικά με προβλημάτισε για την εγκυρότητα και αποτελεσματικότητα των εμβολίων ήταν και η πρόσφατη επιδείνωση της υγείας του πατέρα μου, ο οποίος νοσηλεύεται σε δομή στο Ιπποκράτειο Θεραπευτήριο Αμπελώνα Λάρισας και μάλιστα εμβολιάστηκε κατά του κορoνοϊού, πλην όμως η υγεία του αντί να βαίνει προς το καλύτερο, χειροτέρευσε και έχει μείνει κατάκοιτος. Έτσι λοιπόν, όλα αυτά τα γεγονότα συνετέλεσαν στο να πεισθώ, πέραν της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ότι τα εμβόλια πιθανόν να έχουν σοβαρές παρενέργειες, οι οποίες είναι υπολογίσιμες σε σχέση με την προστασία που παρέχουν και θέλοντας να βοηθήσω κάποιους του στενού μου οικογενειακού περιβάλλοντος, αρχικά προέβην σε αυτές τις απονεννοημένες ενέργειες, οι οποίες έγιναν καθαρά από αισθήματα αλληλεγγύης και αγάπης προς τους ανθρώπους του στενού οικογενειακού μου περιβάλλοντος, αλλά και τους υπόλοιπους που ανέφερα και δεν γνώριζα, επειδή συμμερίστηκα την αγωνία τους μήπως χάσουν τις δουλειές τους, τους συνέδραμα κατά αυτόν το τρόπο για να αποφύγουν τον εμβολιασμό τους, μιας και οι ίδιοι φοβόντουσαν για προσωπικούς τους λόγους παρενέργειες του εμβολίου, σε βαθμό που κινδύνευε η ζωή τους. Η αδερφή μου είναι υπάλληλος διοικητικής υπηρεσίας στο Νοσοκομείο Γεννηματά στη Θεσσαλονίκη και παράλληλα εξυπηρέτησα και την φίλη της, η οποία εργάζεται ως τραυματιοφορέας στο ίδιο Νοσοκομείο. Τα υπόλοιπα αδέρφια μου βοήθησα για καθαρά συναισθηματικούς και προσωπικούς λόγους, μετά τον πρόσφατα θάνατο της μητέρας μας, που όλοι βιώσαμε από κοινού σαν αδέλφια, θέλοντας έτσι να απαλύνω κατά κάποιο τρόπο και τον πόνο που προσφάτως είχαν δοκιμάσει και υποστεί από την απώλεια της προσφιλούς μας μητέρας. Ο φόβος των συγγενικών μου αυτών προσώπων, οι οποίοι ήταν εξαρχής κατά του εμβολιασμού και παράλληλα ο κίνδυνος απώλειας και της εργασίας τους ακόμη, ήταν οι βασικές αιτίες που με οδήγησαν να προβώ σε αυτές τις έκνομες ενέργειες, οι οποίες φυσικά δεν με τιμάνε σαν πρόσωπο, αλλά θέλω να δηλώσω και πάλι ότι έχω μετανιώσει ειλικρινά γι’ αυτές και δεν ήθελα ποτέ να θέσω σε κίνδυνο κανενός ανθρώπου την ζωή. Αντιθέτως, με την πράξη μου αυτή πίστευα, πεπλανημένα βέβαια, ότι βοηθάω τους ανθρώπους και όχι μόνο τους συγγενείς μου κι ότι με τον τρόπο αυτό θα βγαίναν από αδιέξοδα και συνεχείς κι έντονους προβληματισμούς τους σε καθημερινή βάση, που τους δημιουργούσαν έντονη έγνοια για το ζήτημα του εμβολιασμού, με πιθανότητες ακόμη και κλονισμού της σωματικής και ψυχικής τους υγείας, φοβούμενοι τυχόν παρενέργειες του εμβολίου, αλλά κι αν ακόμη δεν προέβαιναν σε εμβολιασμό θα αντιμετώπιζαν τον σοβαρό κίνδυνο της απώλειας της εργασίας τους. Τέλος, πρέπει να επισημάνω ότι όλη αυτή η ψυχολογική και συναισθηματική μου φόρτιση από τις παραπάνω καταστάσεις που εβίωσα, επέτειναν και συνέβαλαν καθοριστικά στο να αποφασίσω τελικά να προβώ σε αυτές τις μη νόμιμες ενέργειες και εν τέλει απ’ ό,τι κατάλαβα, εκ των υστέρων, όταν αποκάλυψα και ομολόγησα, χωρίς κανέναν ενδοιασμό και φόβο τις ενέργειές μου αυτές, ότι μάλλον τελικά έθεσα σε κίνδυνο τον ίδιο μου τον εαυτό αλλά και ανθρώπους, οι οποίοι ναι μεν δεν εμβολιάστηκαν και κινδύνευσαν να νοσήσουν, ευτυχώς όμως δεν νόσησε κανείς τους μέχρι σήμερα, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω. Επαναλαμβάνω ότι η πρόθεσή μου ήταν αγαθή, για να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου και όχι για να τους βλάψω, γιατί μπορεί να είμαι διοικητική υπάλληλος σε μια Υγειονομική Υπηρεσία, αλλά επέλεξα αυτό το επάγγελμα για να βρίσκομαι κοντά στους ασθενούν τες, που προσέρχονται στο κέντρο υγείας και ζητάνε την βοήθειά μας, διαπνεόμενη από έντονα αισθήματα αλληλεγγύης και φιλαλληλίας για τους συνανθρώπους μας. Τρανή απόδειξη του ισχυρισμού αυτού αποτέλεσε το γεγονός ότι ακόμη και τα δύο (2) μου παιδιά, αν και έκαναν κανονικά την πρώτη δόση του εμβολίου, με επιμονή πάντοτε του συζύγου μου, ο οποίος εμβολιάστηκε κανονικά, εν συνεχεία, χωρίς να γνωρίζει τίποτα από αυτά που έχω κάνει, παραπλάνησα και τον ίδιο για τα παιδιά μας, μη διενεργώντας την δεύτερη δόση και εμφανίζοντας αυτήν ψευδώς ότι την έκαναν».