O Mίκης Θεοδωράκης έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου και βρίσκεται πλέον στην τελευταία του κατοικία, στην Κρήτη.
Γεννημένος στη Χίο, από την πλευρά του πατέρα του, Γιώργη Θεοδωράκη, έλκει την καταγωγή του από την Κρήτη και συγκεκριμένα από τον Γαλατά Χανίων
Με έγγραφο του στις 16 Ιανουαρίου του 2020, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε κάνει σαφές ότι επιθυμία του ήταν να ενταφιαστεί στο κοιμητήριο του πατρικού του χωριού .
Με επιστολή του το 2013 προς τον τότε δήμαρχο Χανίων δήλωνε:
«Όπως σας είχα ενημερώσει και στις προφορικές μας συζητήσεις, τελευταία επιθυμία μου είναι να ταφώ στο κοιμητήριο του Γαλατά Χανίων (γενέτειρας του πατέρα μου), στο οποίο βρίσκονται ήδη οι γονείς και ο αδερφός μου.
«Όπως επίσης γνωρίζετε, στο κοιμητήριο αυτό μου έχει παραχωρηθεί από τον τότε Δήμο Νέας Κυδωνίας τάφος, που έχει κατασκευασθεί με οδηγίες μου και έχει ήδη αποπερατωθεί».
Στην κηδεία του, 96 βρακοφόροι συμπατριώτες του τον αποχαιρέτησαν τραγουδώντας το ριζίτικο,«Ο Αντρειωμένος».
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν σταμάτησε ποτέ να μιλά για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, της οποίας την κουλτούρα έχει χαρακτηρίσει ως βασικό στοιχείο της προσωπικότητας και της καλλιτεχνικής του ταυτότητας.
Εξάλλου, ο τίτλος που έδωσε στο πρώτο συμφωνικό του έργο ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν “To Πανηγύρι της Ασή – Γωνηάς”.
Το πανηγύρι αυτό αλλά και πολλές ακόμα στιγμές της κρητικής ζωής και ιστορίας βρισκόταν μέσα στις αναρίθμητες αφηγήσεις του πατέρα και του παππού του.
«Ό,τι έγινα, το οφείλω στην Κρήτη»
Το 2001 χιλιάδες Κρητικοί και άλλοι φίλοι του Μίκη Θεοδωράκη γέμισαν το Καλλιμάρμαρο για να παρακολουθήσουν τη συναυλία της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής και της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» για την 60η επέτειο από τη Μάχη της Κρήτης.
Εκείνο το βράδυ, ο Μίκης Θεοδωράκης, παραλαμβάνοντας τον τίτλο του επίτιμου προέδρου της Παγκρήτιας Ένωσης, βαθύτατα συγκινημένος, απευθυνόμενος στο κοινό είπε:
«Ό,τι έγινα, το οφείλω στην Κρήτη. Αυτή η επίδραση φαίνεται και στη μουσική μου. Έχω πει ότι είμαι υπερήφανος που είμαι Έλληνας. Το κρητικό αίμα όμως που κυλάει στις φλέβες μου, με βοήθησε να γίνω δύο φορές Έλληνας»