Χαρακτηριστική- ίσως η πιο χαρακτηριστική- είναι η στροφή στο ηλεκτρονικό κανάλι αγορών κι όπως προκύπτει από έρευνες, η ενίσχυση του e- commerce επιβάλλει στην πραγματικότητα ένα νέο μοντέλο συναλλαγών, που δεν μπορεί να αγνοηθεί ούτε από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπως γράφει ο Γιώργος Παππούς στη iefimerida.gr.
Με τις επιπτώσεις να είναι ορατές και σε όλο το φάσμα της βιομηχανίας της μόδας, το GLAMI σκιαγραφεί τον Έλληνα καταναλωτή. Πως αντέδρασε στο lockdown; Τι φόρεσε περισσότερο, τι επίλεξε και πως αποτιμά την online εμπειρία του που για κάποιους ήταν και η πρώτη φορά; Τι σημαίνει «επιστροφή στην κανονικότητα» σε σχέση με την εμπειρία αγορών;
Το πρώτο μέρος της έρευνας αποτυπώνει το πώς ψώνισαν οι Έλληνες καταναλωτές, τα κριτήρια των επιλογών τους κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διαφοροποίηση σε σχέση με τις απαντήσεις που είχαν δοθεί κατά την α’ φάση της πανδημίας.
Κατ’ αρχάς, το 41% ψώνισε προϊόντα μόδας περισσότερο από την χρονιά πριν την πανδημία ενώ το 42% ψώνισε λιγότερο. Στην ερώτηση «γιατί ψωνίσατε περισσότερο», σχεδόν οι μισοί (49%) ανέφεραν τις τιμές και τις καλύτερες προσφορές ως κύριο παράγοντα ενώ για το 24% που ψώνισε περισσότερο ο λόγος ήταν ότι ψώνισαν κυρίως online! Για το 53% όσων ψώνισαν λιγότερο ο κύριος παράγοντας ήταν ότι δεν είχαν που να τα φορέσουν ενώ τα μειωμένα έσοδα ήταν εξίσου σημαντικός λόγος για το 42%.
Σχεδόν αμετάβλητη παραμένει η καλή σχέση τιμής- ποιότητας, αφού ήταν η πρώτη επιλογή για το 36% των ερωτηθέντων (1 μονάδα διαφορά σε σχέση με τις απαντήσεις που έδωσαν οι καταναλωτές στο αντίστοιχο ερώτημα στην έρευνα του Μαΐου του 2020). Για το 32% των ερωτηθέντων, η δωρεάν παράδοση (μείωση κατά 8 μονάδες σε σχέση με πέρυσι) και οι εκπτώσεις (25% πέρυσι) αποτελούν τα δεύτερα πιο σημαντικά στοιχεία σε ένα eshop.
Εντυπωσιακή είναι η αλλαγή στην συμπεριφορά των Ελλήνων οι οποίοι στην αρχή της πανδημίας θεωρούσαν τους αυστηρούς κανόνες υγιεινής και την ανέπαφη παράδοση ως το τρίτο πιο σημαντικό χαρακτηριστικό (30%) ενώ φέτος μόλις το 11% το θεωρεί ως σημαντικό στοιχείο. Το 29% ενδιαφέρεται για την άριστη εξυπηρέτηση και την ενημερωμένη ιστοσελίδα που είναι η τέταρτη πιο δημοφιλής απάντηση.
Περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες επέλεξαν τις χρεώσεις στα μεταφορικά και την αδυναμία δοκιμής των προϊόντων ως τα δύο πιο αρνητικά χαρακτηριστικά στις online αγορές.
H δυσκολία στην εύρεση του σωστού μεγέθους (41%) αλλά και η πολλές φορές χρονοβόρα και πολύπλοκη διαδικασία επιστροφής (28%) αποτελούν επίσης δύο χαρακτηριστικά που αξιολογούν αρνητικά οι καταναλωτές. Αξιοσημείωτο είναι ότι εξακολουθεί να υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης στις online συναλλαγές για το 14% των Ελλήνων που συμμετείχαν στην έρευνα.
Η αύξηση των online αγορών, τα καλά οργανωμένα και λειτουργικά eshop και οι σωστά στοχευμένες online καμπάνιες οδήγησαν στο να βρει το κοινό νέες μάρκες (56% των ερωτηθέντων) μέσω αναζήτησης και προτεινόμενων προϊόντων. Τα social media αποτέλεσαν την δεύτερη πηγή εύρεσης (51%) ενώ αξιοπρόσεκτο είναι ότι ένα 8% δήλωσε ότι έψαχνε συγκεκριμένα μικρότερες μάρκες για να τις ενισχύσει κατά την περίοδο της πανδημίας.
Οι φόρμες (46%) αποτέλεσαν την πρώτη επιλογή για όλους όσοι συμμετείχαν στην έρευνα ως η πιο πολυφορέμενη επιλογή. Οι πιτζάμες που αποτέλεσαν την δεύτερη επιλογή για τις γυναίκες (37%) δεν φαίνεται να προτιμήθηκε και από τους άνδρες που την κατατάσσουν μόλις 8η με 12%. Πιστές στο αθλητικό- casual look που φαίνεται να υιοθέτησαν οι Ελληνίδες στην καραντίνα αφού επέλεξαν τα sneakers (36%) και τα κολάν (34%) στην κορυφαία τετράδα επιλογών τους. Εξίσου sport casual επιλογές και για τους άνδρες που ανέδειξαν τα sneakers (32%), τα φούτερ (27%) αλλά και τα jeans (26%) στο top 4 των πιο πολυφορεμένων επιλογών τους.
Τα κιλά πανδημίας που απασχόλησαν εκατομμύρια καταναλωτών ανά τον κόσμο, που λόγω των περιορισμών ελαχιστοποίησαν για πολλούς μήνες τις μετακινήσεις τους αλλά και τις αθλητικές τους δραστηριότητες φαίνεται να επηρεάζουν και τους Έλληνες που κατά 27% δήλωσαν ότι ανέβηκαν νούμερο στα ρούχα τους. Περισσότερο φαίνεται να επηρεάστηκαν οι γυναίκες (28%) σε σχέση με τους άνδρες (20%). Παράλληλα ένα 12% βρήκε την ευκαιρία να πέσει νούμερα. Το 59% των ερωτηθέντων παρέμεινε στα ίδια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι το 51% δηλώνει πως θα επιστρέψει στα φυσικά καταστήματα μόνο όταν τα ημερήσια κρούσματα COVID19 θα έχουν πέσει αισθητά. Για το 21% των ερωτηθέντων φαίνεται πως η πανδημία δεν αποτελεί κριτήριο αφού δήλωσαν ότι θα τα επισκεφθούν ακόμη και αν τα ημερήσια κρούσματα παραμένουν υψηλά. Για το 13% των Ελλήνων φαίνεται ότι μόνο μετά τον εμβολιασμό τους θα επιστρέψουν ενώ ένα 8% δεν θεωρεί ότι θα νιώσει ξανά ασφάλεια να ψωνίσει σε φυσικό κατάστημα. Ανάμεσα σε όσους απάντησαν άλλο (5%), σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει η οικονομική κατάστασή τους αφού δήλωσαν ότι θα επιστρέψουν όταν τα οικονομικά τους θα είναι καλύτερα.
Το 41% αναβάλλει τα ψώνια του σε ορισμένα είδη μόδας περιμένοντας το άνοιγμα των φυσικών καταστημάτων. Αντιθέτως, τo 31% δεν αναβάλλει καμία αγορά, προτιμώντας τις online επιλογές που διαθέτει, ενώ το 22% δήλωσε κατηγορηματικά ναι, αναδεικνύοντας ότι τα φυσικά καταστήματα μόδας αποτελούν ακόμη επιλογή για τους καταναλωτές.
Όσον αφορά στην... τσέπη τους, το 76% προσπάθησε έστω και λίγο να κάνει οικονομία τους τελευταίους 12 μήνες. Σχεδόν οι μισοί από αυτούς περίμεναν τις εκπτώσεις σε αγαπημένες τους μάρκες, κάτι που δεν έκαναν παλαιότερα ενώ το 44% επέλεξε να ψωνίσει λιγότερα κομμάτια. Το 30% δήλωσε ότι επέλεξε μόνο μάρκες με προσιτές τιμές για τις αγορές του. Το 19% των ερωτηθέντων θυσίασαν την ποιότητα όσων αγόρασαν αφού ήθελαν να κάνουν οικονομία. Περισσότεροι από τους μισούς αγόρασαν προϊόντα μόδας στην ίδια ποιότητα (με πριν την πανδημία) ενώ μόλις 6% ήταν αυτοί που επένδυσαν σε καλύτερης ποιότητας κομμάτια.
Οι Έλληνες καταναλωτές δήλωσαν ότι προτίθενται να δαπανήσουν 50-100 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο το επόμενο διάστημα σε αγορές μόδας. Μόλις 3% το ποσοστό όσων δεν έχουν σκοπό να αγοράσουν τίποτα. Περισσότερο υπέρ των φυσικών καταστημάτων φαίνονται οι άνδρες ερωτώμενοι, που κατά 11% περισσότερο δηλώνουν ότι θα επιστρέψουν στα φυσικά καταστήματα είτε όταν πέσουν τα κρούσματα ή ακόμη και αν παραμένουν υψηλά. Στο ποσό που είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν μηνιαίως το επόμενο διάστημα οι άνδρες εμφανίζονται να προϋπολογίζουν περισσότερα, φτάνοντας σε διαφορά 6 ποσοστιαίων μονάδων από τις γυναίκες στο ποσό μεταξύ 201-400 ευρώ.