Όπως καταθέτει ο 40χρονος άνδρας, ο οποίος εν αγνοία του έγινε το «μήλον της έριδος», είχε ανταλλάξει με την Ιωάννα μόνο 5-10 τυπικά μηνύματα μέσω messenger.
Από τα στοιχεία της δικογραφίας φαίνεται ακόμη ότι η δράστρια έψαχνε το φονικό υγρό, πλην του διαδικτύου, και σε καταστήματα ενώ το αξιοσημείωτο είναι ότι το αρχικώς εκτιμηθέν ως «τέλειο έγκλημα», τελικά , βάση των όσων προέκυψαν στη συνέχεια, είχε πολλές «ατέλειες» και λάθη. Όπως το ότι η κατηγορούμενη την ημέρα που συνελήφθη είχε στην τσάντα της τα στοιχεία εκείνα που την ενοχοποιούσαν: την περούκα και την επίμαχη τηλεκάρτα που οδήγησε τους αστυνομικούς στα ίχνη της.
Η κατάθεση της Ιωάννας
«Ξεκίνησα από το σπίτι μου για να πάω στη δουλειά με το αυτοκίνητο μου. Λίγο πριν τις 9:30 είχα φτάσει εκεί και πάρκαρα το αυτοκίνητο μου απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Ελεούσας, σχεδόν μπροστά από το κουρείο. Έπειτα βγήκα από το αυτοκίνητο καλημέρισα τα παιδιά που δουλεύουν εκεί, έβαλα την τσάντα μου στον ώμο μου και πήγα στο κτίριο που εργάζομαι στην Μπουμπουλίνας. Έσπρωξα την γυάλινη πόρτα της εισόδου και μετά φτάνοντας στο ασανσέρ πάτησα το κουμπί για να το καλέσω. Ενώ περίμενα το ασανσέρ στηριζόμουν από το πόμολο με το δεξιό μου χέρι, ενώ με το αριστερό κρατούσα τη τσάντα μου. Εκείνη τη στιγμή άκουσα θόρυβο από το υπόγειο και μου δόθηκε η εντύπωση ότι κάποιος ήταν κάτω. Εγώ σκέφτηκα ότι ίσως είναι η καθαρίστρια ή κάποιος άστεγος γιατί κάτι τέτοιο είχε ξανά συμβεί και πέρυσι που είχαμε βρει στο υπόγειο κάτι βαλίτσες και ένα τύπου στρώμα. Γι’ αυτό τον λόγο δεν έδωσα σημασία και παρέμεινα στο σημείο κοιτώντας το πάτωμα. Όταν σήκωσα το βλέμμα μου είδα ξαφνικά μπροστά μου μια γυναικεία φιγούρα, η οποία φορούσε μαύρη προστατευτική μάσκα, η οποία ήρθε κοντά μου με κοίταξε στα μάτια και χωρίς να μου πει τίποτα μου πέταξε στο πρόσωπο κάποιο καυστικό υγρό. Αυτή μετά έφυγε τρέχοντας από την γυάλινη πόρτα εξόδου προς άγνωστη κατεύθυνση. Εγώ αρχικά κοίταξα την μπλούζα μου γιατί νόμιζα ότι μου έριξε κάποιο καφέ αλλά αυτό άρχισε να μυρίζει άσχημα και μου φάνηκε ότι είναι κάποιο καυστικό υγρό γιατί κατάλαβα ότι ήταν παχύρρευστο. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να τρέξω αμέσως στο απέναντι φαρμακείο ενώ παράλληλα ουρλιάζω από τους πόνους για βοήθεια. Αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή να πρήζεται το πρόσωπο μου και τα χέρια μου να καίνε. Όταν έφτασα στο φαρμακείο άρχισα να φωνάζω για βοήθεια και να λέω στην φαρμακοποιό ότι κάποιος μου πέταξε κάτι καυστικό στο πρόσωπο. Οι δύο γυναίκες που βρίσκονταν μέσα με κοίταζαν χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν και εγώ γι’ αυτό το λόγο τους έλεγα να μου ρίξουν νερό. Μου έδειξαν που βρίσκεται ο νιπτήρας και τότε εγώ μπήκα μέσα και ξανά πλένομαι. Τότε η φαρμακοποιός μου είπε να βγάλω και τα ρούχα μου. Εγώ έβγαλα την μπλούζα το παντελόνι και τα παπούτσια μου και συνέχισα να πλένομαι ενώ παράλληλα τους ζήτησα να καλέσουν σε βοήθεια ...».
Κατά φαντασίαν...
Ο άνδρας που εν αγνοία του έγινε η αιτία του κακού στην κατάθεσή του λέει ότι με την κατηγορούμενη για την επίθεση εναντίον της Ιωάννας, δεν είχαν σταθερή σχέση. Με την άτυχη κοπέλα δε, είχαν ανταλλάξει μόνο 5-10 τυπικά μηνύματα.
« Με την εν λόγω γυναίκα (σ.σ. την κατηγορούμενη) δεν έχουμε σταθερή σχέση και γνωρίζω ελάχιστα για την προσωπική της ζωή. Παράλληλα το χρονικό διάστημα που γνωρίζω την Έ. μέσω της διαδικτυακής εφαρμογής messenger λόγω των κοινών γνωστών που είχαμε μου βγήκε σαν προτεινόμενη διαδικτυακή φίλη μία ακόμη γυναίκα με το όνομα Ιωάννα. Στην οποία και έκανα αίτημα φιλίας. Με την εν λόγω γυναίκα ανταλλάξαμε κάποια 5 – 10 τυπικά μηνύματα πλην όμως δεν βρεθήκαμε ποτέ από κοντά και δεν υπήρξε περαιτέρω επαφή μαζί της.»
Σε ανθοπωλείο για το βιτριόλι
Η δράστρια της αποτρόπαιας επίθεση έψαχνε το βιτριόλι, πλην του Διαδικτύου και σε κατάστημα. Αυτό φαίνεται μέσα από κατάθεση μάρτυρα που εμπεριέχεται στη δικογραφία. «Στις 18 Μαΐου και κατά το χρονικό διάστημα από τις 14.15 μ.μ. έως τις 15.00μ.μ. βρισκόμουν εντός ανθοπωλείου – φυτωρίου που βρίσκεται στην Καλλιθέα Αττικής, προκειμένου να αγοράσω διάφορα φυτά. Κατά τη διάρκεια που βρισκόμουν έξω από το κατάστημα και περίμενα να εξυπηρετηθώ, ήρθε μια άγνωστη προς εμένα γυναίκα από πίσω μου και ζήτησε από τον υπάλληλο να της δώσει βιτριόλι. Τότε γύρισα να την κοιτάξω, καθώς μου έκανε εντύπωση αυτό που ζήτησε και αντίκρισα μια γυναίκα ημεδαπή, με ύψος πάνω από 1.56 και ηλικίας μεταξύ 30-40 ετών, αδύνατη, με ανοιχτό χρώμα μαλλιών ντυμένη με καθημερινά ρούχα και φορούσε παντελόνι. Αλλά χαρακτηριστικά δεν έχω καταφέρει να συγκρατήσω και δε γνωρίζω αν πραγματοποίησε τελικά την αγορά.».
Αντιστάθηκε
Απορίας άξιο πάντως είναι γιατί η 35χρονη δεν κατέστρεψε από την πρώτη στιγμή όλα εκείνα τα στοιχεία που την ενοχοποιούσαν, αλλά αντιθέτως, τα κουβαλούσε και στην τσάντα της όπου τα βρήκαν οι αστυνομικοί που την συνέλαβαν.
Όπως καταθέτει ένας εξ αυτών:
«Περί ώρα 8.10 η ανωτέρω εξήλθε της οικίας της και κινήθηκε επί της οδού Άβυδου. Της γνωστοποίησα με την ιδιότητα μας και της ζητήσαμε να μας παραδώσει το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας καθώς επίσης και να μας ακολουθήσει. Ωστόσο, εκείνη αρνήθηκε την διενέργεια του ελέγχου, μας αγνόησε και συνέχισε να κινείται επί της οδού Άβυδου. Εν τέλει στη διασταύρωση των οδών Άβυδου και Αγίου Γερασίμου ακινητοποιήσαμε την ανωτέρω και από τον αστυνομικό έλεγχο που διενεργήθηκε και συγκεκριμένα εντός μαύρης τσάντας χειρός που έφερε στο αριστερό της χέρι βρέθηκαν τα κάτωθι: Μια χειρουργική μάσκα μίας χρήσεως χρώματος μπλε, μία περούκα χρώματος καστανόξανθου, μία τηλεκάρτα με αριθμό ....».